![]() |
||
![]() 2009-05 Αριστοτέλης: Φυσικά Αριστοτέλης: Φυσικά Γ΄, Δ΄. Πρόλογος: Δημήτριος Λυπουρλής· Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια – Σύνθεση: Βασίλειος Μπετσάκος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος 2008, 478 σ., 25 €. Κρίνει ο Παντελής Γκολίτσης (Aristoteles-Archiv, Freie Universität Berlin)
Ένας από τους πρώτους σύγχρονους μελετητές της αριστοτελικής φυσικής, ο Wolfgang Wieland, έκανε το 1959 τη διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με άλλες πραγματείες του Αριστοτέλη, τα Φυσικά (ή, κατά την παράδοση, η Φυσικὴ ἀκρόασις) παρέμεναν για τους ιστορικούς της φιλοσοφίας terra incognita [1]. Πενήντα χρόνια μετά, η διαπίστωση του Wieland έχει σίγουρα χάσει την εγκυρότητά της: Πλήθος άρθρων, μονογραφιών, σχολιασμένων μεταφράσεων του συνόλου ή επιμέρους βιβλίων της πραγματείας, συλλογικών τόμων αφιερωμένων στα Φυσικά έχουν έκτοτε καταστήσει την περιοχή αυτή γνωστή και έχουν αναδείξει το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η αριστοτελική φιλοσοφία της φυσικής, τις ιστορικές και επιστημολογικές προϋποθέσεις της, τα προβλήματα ερμηνείας της. Με αυτά τα δεδομένα, η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση του βιβλίου του Β. Μπετσάκου (στο εξής: Μπ.) είναι μάλλον απογοητευτική. Παρότι ο πρόλογος προϊδεάζει τον αναγνώστη για την «κατάκτηση της σχετικής βιβλιογραφίας» (σ. 11), ο Μπ. δεν αξιοποιεί πάντοτε τα πορίσματα της έρευνας (αρκετοί τίτλοι παρατίθενται στη Βιβλιογραφία αλλά δεν ελέγχονται), κάποτε μάλιστα φαίνεται να τα παρανοεί. Το βιβλίο περιλαμβάνει κατ’ ουσίαν τρία μέρη: (Ι) Εισαγωγή (σ. 13-46), (ΙΙ) μετάφραση αντικριστά με το αρχαίο κείμενο (σ. 47-117 [βιβλίο Γ΄] και σ. 189-321 [βιβλίο Δ΄]) [2] συνοδευόμενη από σχόλια (σ. 119-87 και 323-421 αντίστοιχα), και (ΙΙΙ) «σύνθεση» (σ. 423-60). Ακολουθούν βιβλιογραφία και πίνακες ονομάτων, αριστοτελικών χωρίων και όρων (σ. 461-78). Ι. Η εισαγωγή αποτελείται από (1) μια σύντομη αναφορά στον «βίο και τα έργα του Αριστοτέλη», (2) μια σύντομη έκθεση της «αριστοτελικής περὶ φύσεως ἐπιστήμης», όπως αυτή διαγράφεται κυρίως στο προοίμιο των Μετεωρολογικών, και (3) μια σύντομη παρουσίαση του περιεχομένου των οκτώ βιβλίων των Φυσικών, του «επιστημονικού αντικειμένου της αριστοτελικής φυσικής» (δηλ. της «κίνησης») και της «διαλεκτικής» μεθόδου που ακολουθεί ο Αριστοτέλης. Οι θέσεις του Μπ. παρουσιάζονται κάπως διεξοδικότερα στα «σχόλια» και στην τελική «σύνθεση», γι’ αυτό και θα αναφερθώ σε ορισμένες από αυτές και στον τρόπο υποστήριξής τους κατά την κρίση των αντίστοιχων ενοτήτων του βιβλίου. Περιορίζομαι εδώ να επισημάνω κάποιες ανακρίβειες [3] και να διαπιστώσω μια βασική έλλειψη: την απουσία θεώρησης του πλαισίου διαμόρφωσης της αριστοτελικής φυσικής. Ο Μπ. βεβαιώνει ότι «τα Φυσικά [...] αποτελούν ρηξικέλευθο εγχείρημα του Αριστοτέλη να συγκροτηθεί σε επιστήμη ο περί φύσεως λόγος» (σ. 26), χωρίς όμως να εξηγεί γιατί και με ποιον τρόπο. Η ελεατική άρνηση της κίνησης και της γένεσης, η ατομική θεωρία του Δημοκρίτου, η ανθρωπολογική στροφή του Σωκράτη είναι κάποιες από τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να επιτρέψουν έναν ακριβέστερο προσδιορισμό της αριστοτελικής επανίδρυσης της περὶ φύσεως ἐπιστήμης και της ταυτότητάς της [4]. ΙΙ. Η μετάφραση είναι συχνά ανακριβής και παραπλανητική. Η περιορισμένη έκταση της βιβλιοκρισίας δεν επιτρέπει τη διεξοδική αναφορά σε επιμέρους περιπτώσεις· θα περιοριστώ επομένως σε ένα καίριο χωρίο της πραγματείας (201a10-11), στο οποίο εκτίθεται ο (πρώτος) αριστοτελικός ορισμός της κινήσεως: Διττή είναι στη μετάφραση και η απόδοση του αριστοτελικού τόπου, άλλοτε ως «τόπου» και άλλοτε ως «χώρου». Στο σχετικό σχόλιο (σ. 327), ο Μπ. εξηγεί αυτή τη φορά ότι επιλέγει τη λ. «τόπος», «όταν ο τόπος συνδέεται άμεσα και στενά με την πραγματικότητα και τις διαστάσεις ενός συγκεκριμένου αντικειμένου», και τη λ. «χώρος», όταν αυτός «συνδέεται ουσιωδώς με την πραγματικότητα και την έννοια της κινήσεως». Ο Αριστοτέλης δεν φαίνεται, ωστόσο, να νομιμοποιεί μια τέτοια διαφοροποίηση (σύμφωνα με τον φιλόσοφο, ο τόπος είναι πέρας που «περιέχει» σώματα –επομένως αντικείμενα με διαστάσεις– που κινούνται κατά τόπον), αλλά και ο Μπ. δεν είναι συνεπής: το πρώτο αριστοτελικό αξίωμα περί τόπου (210b34-211a1: ἀξιοῦμεν δὴ τὸν τόπον εἶναι πρῶτον μὲν περιέχον ἐκεῖνο οὗ τόπος ἐστί) αποδίδεται ως εξής: «Ο χώρος είναι το πρώτο-πρώτο στο οποίο περιέχεται εκείνο του οποίου αυτός αποτελεί χώρο» [8]. Υποθέτω ότι, στο εν λόγω αξίωμα, το περιέχον δεν «συνδέεται [...] με την πραγματικότητα [...] της κινήσεως», ώστε να μπορεί να ονομαστεί «χώρος» σύμφωνα με την ορολογία του Μπ., αλλά «με την πραγματικότητα και τις διαστάσεις [...] ενός συγκεκριμένου αντικειμένου». ΙΙΙ. Με τέτοιες και άλλες αδυναμίες στη μετάφραση [9], η «σύνθεση» που επιχειρείται στο τέλος του βιβλίου («Φύση και κίνηση», «Τα ἐφεξῆς της κινήσεως») είναι συχνά αβασάνιστη και επιφανειακή. «Τα όντα της φύσης», διαβάζουμε (σ. 425), «συνυπάρχουν εξ ορισμού με την κίνησιν», κάτι που φαίνεται να αντιβαίνει στην αριστοτελική θέση: οὐκ ἔστι κίνησις παρὰ τὰ πράγματα (200b32). Η κίνηση ορίζεται τώρα ως «πέρασμα» (σ. 427) [10]. «Η πραγματικότητα [...] του τόπου», γράφει πιο κάτω ο Μπ. (σ. 430), «είναι αναπόσπαστα δεμένη με το ον· το κάθε ον έχει τον τόπον του»· αν όμως όντα είναι και οι ποσότητες και οι ποιότητες, όπως σωστά μας έχει βεβαιώσει πιο πριν (σ. 127), ποιος είναι ο τόπος τους; Ο Αριστοτέλης θα απαντούσε ότι αυτές βρίσκονται σε έναν τόπο κατά συμβεβηκός, και πάντως όχι στον «τόπο» ή στον «χώρο», όπως τους συλλαμβάνει ο Μπ. Ο χρόνος παρουσιάζεται (σ. 447) να αριθμεί την κίνηση «ως το βαθύτερο εἶναι των όντων» βάσει ενός χωρίου (221a4-7) στο οποίο γίνεται λόγος για το εἶναι της κίνησης... Ο Μπ. επιχειρεί επίσης γενικές θεωρήσεις της ιστορίας της πρόσληψης του Αριστοτέλη: «[Ο]ι αριστοτελικές αντιλήψεις για τον χώρο ως ἀγγεῖον ἀμετακίνητον ερμηνεύτηκαν (κυρίως από τους δυτικούς σχολαστικούς και μετά) λανθασμένα και παραπλανητικά. Ο χώρος κατανοήθηκε στατικά, αποκομμένος από την ουσιαστική του σχέση με τα κινούμενα σώματα» (σ. 435). Στην πραγματικότητα, οι πρώτοι που είδαν στο ἀγγεῖον ἀμετακίνητον (212a15) ένα αριστοτελικό αξίωμα περί τόπου είναι ο Θεόφραστος και ο Εύδημος [11]. Αν λοιπόν παρανοήθηκαν οι «αριστοτελικές αντιλήψεις», δεν παρανοήθηκαν «κυρίως από τους δυτικούς σχολαστικούς» αλλά από τους άμεσους μαθητές του Αριστοτέλη. Στην καταληκτική παράγραφο, η ιστορία της πρόσληψης του Αριστοτέλη συγχέεται με την ιστορία της φιλοσοφίας: «Πολλές αριστοτελικές διατυπώσεις παρανοήθηκαν από τους δυτικούς μελετητές [...]. Όπως ο χώρος, κατανοήθηκε και ο χρόνος ως μία υπερκείμενη πραγματικότητα “μέσα” στην οποία διεξάγεται η κίνηση των όντων. Αλλά μέσα σε έναν απολυτοποιημένο χρόνο η φύση υποχρεωτικά κατανοείται στατικά [...]. Παρομοίως απολυτοποιείται και το υποκείμενο που παρατηρεί και κατανοεί τη φύση, ο ανθρώπινος νους. Πάνω σ’ αυτήν την παρανόηση της αριστοτελικής σκέψης οργανώθηκε το κοσμοείδωλο που για αιώνες δέσμευσε την ανθρώπινη σκέψη» (σ. 449-50). Πολλές είναι οι αντιρρήσεις που θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει με αφορμή τον ισχυρισμό αυτόν· θα αρκεστώ εδώ να διατυπώσω απλώς ένα ερώτημα. Υποθέτω ότι ο «απολυτοποιημένος» χρόνος και ο «υπερκείμενος» χώρος είναι ο απόλυτος χώρος και χρόνος της νευτώνειας φυσικής και ότι το «απολυτοποιημένο υποκείμενο» είναι το υποκείμενο του καρτεσιανού cogito. Νεύτων και Ντεκάρτ, λοιπόν, εμφανίζονται να έχουν παρανοήσει και αυτοί την αριστοτελική σκέψη. Ο Μπ. δεν διευκρινίζει αν τον παρανόησαν κατά τον τρόπο των δυτικών σχολαστικών (αν δηλαδή οι ίδιες οι θεωρήσεις τους αποτελούν παρανοήσεις της σκέψης του Αριστοτέλη) ή αν οδηγήθηκαν στις νεωτερικές θεωρήσεις τους επειδή κληρονόμησαν από τους δυτικούς σχολαστικούς έναν παρερμηνευμένο Αριστοτέλη. Εφόσον φαίνεται να αποδέχεται τον όρο «νεωτερικός» (βλ. σ. 327 και 430), εικάζω ότι εννοεί το δεύτερο. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Αν ο Νεύτων και ο Ντεκάρτ είχαν κληρονομήσει έναν γνήσιο (;) Αριστοτέλη, θα είχαν εμμείνει στην αριστοτελική φυσική; Και εάν είχε συμβεί αυτό, δεν θα είχε και πάλι «δεσμευτεί» η ανθρώπινη σκέψη; Ο λόγος του Μπ. είναι συχνά εύκολος, ενίοτε επίσης απλοϊκός και υπεραπλουστευτικός [12], και δεν μένει πιστός στο αριστοτελικό κείμενο. Παρά τις μεμονωμένες καλές παρατηρήσεις (βλ. σ. 428-9 για τον τρόπο ύπαρξης του απείρου), το βιβλίο αποτυγχάνει να αναδείξει με έγκυρο τρόπο το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη [13]. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 2.4.2009 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |