![]() |
||
![]() 2010-07 Μπάτλερ: Φύλο, εξουσία, ηθική Judith Butler: Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας (μτφρ. Γ. Καράμπελας). Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2009, 231 σ., 22 €. Κρίνει ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου (Δρ Κοινωνιολογίας)
Η Τζούντιθ Μπάτλερ είναι καθηγήτρια Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. Το πολυσχιδές έργο της εκτείνεται από τη μελέτη του φύλου, την κοινωνική κατασκευή του σώματος και τη φεμινιστική θεωρία μέχρι την ηθική φιλοσοφία και τη μελέτη της εξουσίας, ενώ δεν παραλείπει να παρεμβαίνει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι για ποικίλα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, όπως η 11/9 και η επακόλουθη αμερικανική πολιτική ή το Παλαιστινιακό. Στην παρούσα βιβλιοκριτική θα αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε τρία έργα της, τα οποία κυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα το 2009 και ανήκουν στα πεδία της θεωρίας του φύλου, της εξουσίας και της ηθικής φιλοσοφίας. Το έργο το οποίο κατέστησε γνωστή την Μπάτλερ στον επιστημονικό χώρο ήταν η Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας (1990). Πρόκειται για ένα έργο, το οποίο πλέον θεωρείται θεμελιώδες στις σπουδές φύλου και τη φεμινιστική θεωρία, με αποτέλεσμα, όσο υπερβολικό και αν ακούγεται, σχεδόν να μην υπάρχει εγχειρίδιο σχετικά με το φύλο, το σώμα και τη σεξουαλικότητα που να μην το αναφέρει [1]. Προφανώς η Αναταραχή φύλου ακολουθεί μια ήδη διατυπωμένη φεμινιστική και μεταφεμινιστική θεώρηση των φύλων και των μεταξύ τους σχέσεων, αυτό όμως δεν επηρεάζει επ’ ουδενί την πρωτοτυπία της Μπάτλερ και την ξεχωριστή συνεισφορά της. Το έργο πραγματεύεται το ζήτημα της κατασκευής των φύλων και αναζητά τον τρόπο με τον οποίο η δυτική ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία δομεί το γυναικείο υποκείμενο και συνακόλουθα τη θέση που αυτό λαμβάνει εντός της κοινωνίας. Το κείμενο περιλαμβάνει τρία κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνται από επιμέρους ενότητες. Στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύσσεται και επανεξετάζεται το ζήτημα της δόμησης του υποκειμένου και κυρίως της γυναίκας ως υποκειμένου, με επίκεντρο τη διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου. Στο δεύτερο κεφάλαιο εισέρχεται στο πεδίο ο Άλλος, δηλαδή οι έμφυλες σχέσεις, και εξετάζεται (με βασική αφετηρία τις θεωρίες της ψυχανάλυσης), κυρίως το ζήτημα της απαγόρευσης της ομοφυλοφιλίας και της ταυτόχρονης υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας. Στο κεφάλαιο αυτό η Μπάτλερ στέκεται κριτικά έναντι της “κυρίαρχης” μορφής ψυχανάλυσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή κατ’ ουσίαν αναπαρήγαγε την κυρίαρχη πατριαρχική και ανδροκρατούμενη κοινωνία· το δικό της πρόταγμα είναι μια φεμινιστική ψυχανάλυση, πέρα από ετεροσεξιστικές επιβολές και κατασταλτικές πρακτικές επί της σεξουαλικότητας. Στο τρίτο κεφάλαιο, με αφετηρία την κριτική στην επιχειρηματολογία της Τζ. Κρίστεβα υπέρ του σημειωτικού ως πηγής έμπρακτης ανατροπής, η συζήτηση εκκινεί από την κατασκευή του γυναικείου σώματος και ειδικότερα του μητρικού και επικεντρώνεται στον τρόπο ανατροπής της κυρίαρχης έμφυλης (γυναικείας) ταυτότητας μέσω ανατρεπτικών σωματικών πράξεων. Στο τέλος του κεφαλαίου προτείνει μια στρατηγική αποφυσικοποίησης και ανασημασιοδότησης των σωματικών κατηγοριών, η οποία βασίζεται σε μια επιτελεστική θεωρία των έμφυλων πράξεων, που στην ουσία όμως αποδιοργανώνουν τις κατηγορίες του σώματος, του βιολογικού φύλου, του κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικότητας και προκαλούν την ανατρεπτική ανασημασιοδότηση και τον πολλαπλασιασμό τους πέρα από το δυαδικό έμφυλο πλαίσιο και μέσω της παρωδίας (butch/femme λεσβιακές ταυτότητες, παρενδυσία, drag κ.ά.). Ακολουθώντας την εγελιανή διαλεκτική και τη φεμινιστική μεταδομιστική προσέγγιση, και με ερέθισμα τη θέση της Μπωβουάρ ότι «γυναίκα δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι», η Μπάτλερ αποπειράται να καταδείξει ότι αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό φύλο (gender), και ιδίως αυτό που ονομάζουμε γυναικείο φύλο, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή. Αξιοποιεί μια πληθώρα συγγραφέων και μελετών από τον χώρο της φιλοσοφίας, της φεμινιστικής θεωρίας, της ψυχανάλυσης και της ανθρωπολογίας (Φουκώ, Λεβί-Στρως, Λακάν, Κρίστεβα, Βιτίνγκ, Ιριγκαρέ, Χέγκελ, Φρόιντ). Σίγουρα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η χρήση τόσων ετερόκλητων πηγών και συγγραφέων αποτελεί μειονέκτημα για το έργο, αλλά η “διαχείριση” τους από την Μπάτλερ είναι άκρως δημιουργική. Στον πρόλογο της επανέκδοσης του 1999 τονίζει σχετικά ότι «η Αναταραχή φύλου έχει τις ρίζες της στη “Γαλλική Θεωρία” που αποτελεί μια ιδιάζουσα αμερικανική κατασκευή. Μόνο στις Η.Π.Α. συναρθρώνονται τόσες πολλές διαφορετικές θεωρίες σαν να σχημάτιζαν κάποιο είδος ενιαίας θεωρίας [...] Η Αναταραχή διαβάζει μάλλον με διάθεση συγκρητισμού ποικίλους Γάλλους διανοουμένους, οι οποίοι έχουν λιγοστές συνάφειες μεταξύ τους και τους οποίους σπανίως διαβάζουν, αν τους διαβάζουν ποτέ, μαζί οι αναγνώστες τους στη Γαλλία» (σ. 3). Η ποικιλία αυτή του έργου μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα, κυρίως για τον μη ειδικό αναγνώστη. Η βασική θέση της Μπάτλερ είναι ότι «το φύλο δεν μπορεί να χωριστεί από τις πολιτικές και πολιτιστικές διασταυρώσεις εντός των οποίων σταθερά παράγεται και συντηρείται» (σ. 26), και αυτό σημαίνει ότι «το κοινωνικό φύλο δεν είναι ούτε αιτιώδες αποτέλεσμα του βιολογικού ούτε τόσο φαινομενικά παγιωμένο όσο το βιολογικό» (σ. 31). Κατά συνέπεια, η Μπάτλερ αποπειράται να πραγματώσει μια «πεισματική αποφυσικοποίηση του φύλου και να αντισταθεί στην κανονιστική βία» (σ. 12), η οποία, όπως υποστηρίζει, επιβάλλεται στις έμφυλες σχέσεις τόσο μέσω της εξουσίας όσο και μέσω του λόγου (discourse, σ. 34). Διερευνά τη δυνατότητα ανατροπής και εκτοπισμού εκείνων των «φυσικοποιημένων και πραγμοποιημένων ιδεών του φύλου που υποστηρίζουν την ανδρική ηγεμονία και την ετεροσεξιστική εξουσία» (σ. 62), να προκαλέσει δηλαδή μια αναταραχή στην κυρίαρχη και αποδεκτή έμφυλη ταυτότητα, μια αναταραχή του φύλου. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό εισάγει τον όρο και τη θεωρία της επιτελεστικότητας του φύλου (performativity). Παρά το γεγονός ότι η ίδια δηλώνει πως οι απόψεις της περί της επιτελεστικότητας έχουν μεταβληθεί συν τω χρόνω, κυρίως λόγω των εξαίρετων κριτικών τις οποίες έχει λάβει (σ. 7), εντούτοις δεν την απαρνείται και την ορίζει αρχικά ως «τον τρόπο με τον οποίο η προσδοκία, η προσμονή, παράγει εν τέλει εκείνο που προσμένεται», δηλαδή κατ’ ουσίαν πραγματώνουμε το φύλο μας βάσει αυτού που οι άλλοι, η κοινωνία, προσμένουν από εμάς. Ακολούθως ορίζει την επιτελεστικότητα «ως μία επανάληψη και ένα τελετουργικό, που επιτυγχάνει τα αποτελέσματά της μέσω της φυσικοποίησής της στο πλαίσιο ενός σώματος, το οποίο εννοείται εν μέρει ως μία πολιτισμικά συντηρούμενη χρονική διάρκεια» (σ. 7-8, με σαφή επιρροή, όπως παραδέχεται και η ίδια, από το habitus του Π. Μπουρντιέ). Ο όρος φύλο δεν είναι ένα ουσιαστικό, ούτε ένα σύνολο ελεύθερα αιωρούμενων γνωρισμάτων, αλλά ένα διαρκές πράττειν, μια διαρκής επιτέλεση του υποκειμένου, το οποίο διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια αυτού του πράττειν και δεν προϋπάρχει. «Δεν υπάρχει κάποια έμφυλη ταυτότητα πίσω από τις εκφράσεις του φύλου, διότι η όποια ταυτότητα συγκροτείται επιτελεστικά» (σ. 52). Ενδεχομένως, θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε την προΰπαρξη κάποιων μορφών έμφυλων ταυτοτήτων, οι οποίες διακρίνονται για τη ρευστότητά τους (ρευστή έμφυλη ταυτότητα) και οι οποίες διαμορφώνονται διαρκώς διά της επιτέλεσης. Για την Μπάτλερ, πάντως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να γίνεται αποδεκτό, ενώ προσθέτει ότι η επιτελεστικότητα διακρίνεται από την παράσταση (performance), σύμφωνα με την οποία το φύλο θεωρείται κάτι δεδομένο, ένας προϋπάρχων ρόλος, τον οποίο το υποκείμενο καλείται να παίξει. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων και για την κανονιστική επιβολή της ετεροφυλοφιλίας (σ. 181)· πρόκειται για μια αντίληψη, η οποία επιβάλλεται ως φυσιολογική, πραγματική και γνήσια με συνέπεια να ασκείται μια μορφή βίας στον σεξουαλικά διαφορετικό, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, ακολουθώντας τον Π. Μπουρντιέ, συμβολική βία [2]. Για την Μπάτλερ, συνεπώς, «η μη φυσικότητα του φύλου είναι θεμελιώδης» (σ. 193), και αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκλαμβάνουμε το φύλο ως κάτι δεδομένο και αμετάβλητο. Πού εντοπίζεται όμως η αρχική αυτή κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας; Βασιζόμενη στις αναλύσεις του Φρόιντ (Το Εγώ και το Αυτό) για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και στο γεγονός ότι και ο ίδιος παρατηρεί ότι η αμφιθυμία του παιδιού έναντι και των δύο γονέων ίσως πρέπει να αποδοθεί στην αμφιφυλοφιλία, η Μπάτλερ οδηγείται στη σκέψη ότι «το γεγονός ότι το αγόρι διαλέγει συνήθως την ετεροφυλοφιλία δεν είναι αποτέλεσμα του φόβου του ευνουχισμού από τον πατέρα, αλλά του φόβου του ευνουχισμού – δηλαδή του φόβου της εκθήλυνσης, ο οποίος στους ετεροφυλοφιλικούς πολιτισμούς συνδέεται με την αρσενική ομοφυλοφιλία» (σ. 90). Δηλαδή για την Μπάτλερ η έμφυλη ταυτότητα μοιάζει να είναι πρωτίστως η εσωτερίκευση μιας απαγόρευσης που αποδεικνύεται ότι καθορίζει τον σχηματισμό ταυτότητας και οι προδιαθέσεις δεν είναι κάποια “φυσικά”, «πρωτογενή σεξουαλικά γεγονότα του ψυχισμού, αλλά παράγωγα αποτελέσματα ενός νόμου που επιβάλλεται από τον πολιτισμό και από τα συμπράττοντα και μεταξιωτικά ενεργήματα του ιδεώδους του εγώ» (σ. 95). Εκτός δηλαδή από το ταμπού της αιμομιξίας υπάρχει την ίδια στιγμή και το ταμπού της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θεωρεί ότι συνήθως τείνουμε να παραβλέπουμε. Διερωτάται βέβαια κανείς εάν, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, όλοι διατηρούμε καταπιεσμένες ομοφυλοφιλικές προδιαθέσεις μέσα μας· για την Μπάτλερ, φαίνεται ότι όλοι διαθέτουμε αμφιφυλοφιλικές τουλάχιστον προδιαθέσεις. Η μετάφραση της Αναταραχής φύλου στα ελληνικά, έστω και είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία της, αποτελεί σημαντικό γεγονός. Στη μετάφραση ενός τέτοιου έργου, με ορολογία αρκετά εξειδικευμένη και γλωσσικά δυσνόητη, είναι εύλογο να εντοπίζονται δευτερεύοντα σημεία μεταφραστικού προβληματισμού. Κατά γενική ομολογία, το μεταφραστικό έργο κρίνεται επιτυχές, διότι καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη τις θέσεις και την ιδιαιτερότητα του λόγου της Μπάτλερ. Εκείνο που θα έπρεπε να διευκρινιστεί, πάντως, είναι γιατί το έργο του Φρόιντ Το Εγώ και το Αυτό αποδίδεται ως Το Εγώ και το Id (σ. 89, 93), και γενικότερα γιατί το «Αυτό» διατηρείται αμετάφραστο ως Id. Επίσης, γιατί ορισμένες λέξεις επιλέγεται να αποδοθούν μονολεκτικά και όχι περιφραστικά (π.χ. «πανπεριεκτικός», σ. 69, αντί «που περιέχει τα πάντα», «συγγενειακή ομάδα», σ. 105, αντί «ομάδα συγγένειας» ή «συγγενική ομάδα»). Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα είναι η απόδοση του όρου fundamentalism (σ. 95), ζήτημα που δεν αφορά μόνο το εν λόγω έργο. Ίσως η ακριβέστερη απόδοση του όρου είναι «θεμελιοτισμός» και όχι «θεμελιοκρατία». Στην Ψυχική ζωή της εξουσίας. Θεωρίες καθυπόταξης (1997), η Μπάτλερ διερευνά τη σχέση του υποκειμένου με την εξουσία και αναζητά τον τρόπο διαμόρφωσής του διά της εξουσίας, την αιτία της καθυπόταξής του στην εξουσία, καθώς και τη συμβολή του λόγου σε αυτήν τη διαμόρφωση και καθυπόταξη, λαμβάνοντας και εδώ υπ’ όψιν της τις έμφυλες σχέσεις. Το κείμενο αποτελείται από έξι ενότητες, στις οποίες αναπτύσσονται οι θέσεις συγγραφέων όπως ο Χέγκελ, ο Νίτσε, ο Φρόιντ, ο Φουκώ και ο Αλτουσέρ. Εκκινώντας και πάλι από τη δόμηση του υποκειμένου, εν προκειμένω του υποκειμένου που εξουσιάζεται, στόχος της Μπάτλερ είναι να αναζητήσει από ποια άποψη μπορεί το υποκείμενο, «νοούμενο ως προϋπόθεση και εργαλείο της ικανότητας για δράση, να είναι συγχρόνως και αποτέλεσμα της υποταγής, νοούμενης ως αποστέρησης της ικανότητας για δράση» (σ. 21), στόχος της δηλαδή είναι κατά κάποιον τρόπο η μελέτη της διαλεκτικής σχέσης υποκειμένου και εξουσίας και του τρόπου διά του οποίου η εξουσία επιδρά στη δημιουργία της ψυχικής ζωής και στην κατασκευή της συνείδησης. Καίρια σημασία για την Μπάτλερ έχει η καθυπόταξη, η οποία συνίσταται σε μια θεμελιώδη εξάρτηση από έναν λόγο (discourse) που εμείς ως υποκείμενα δεν επιλέξαμε ποτέ, αλλά που με παράδοξο τρόπο εγκαινιάζει και στηρίζει την ικανότητα δράσης μας (σ. 10). Βασική της διαπίστωση είναι ότι η εξουσία δεν είναι μόνο μια εξωτερική άσκηση επί του υποκειμένου, μια πράξη η οποία το υποτάσσει και το υποβιβάζει· ακολουθώντας τον Φουκώ, ισχυρίζεται ότι πρέπει να κατανοούμε την εξουσία ως κάτι το οποίο κατασκευάζει και διαμορφώνει το ίδιο το υποκείμενο, ως κάτι που κατ’ ουσίαν προσφέρει στο υποκείμενο τη συνθήκη της ύπαρξής του. Η καθυπόταξη, δηλαδή, περιγράφει τόσο τη «διαδικασία μέσω της οποίας υποτάσσεται κανείς σε μία εξουσία, όσο και τη διαδικασία μέσω της οποίας γίνεται υποκείμενο» (σ. 10). Η Μπάτλερ δίνει έμφαση στον ψυχικό κόσμο του υποκειμένου και αποπειράται να συνδυάσει και να στοχαστεί πάνω στις θεωρίες της εξουσίας και του ψυχισμού – αν και, όπως τονίζει, «δεν υπόσχεται κανενός είδους σφαιρική σύνθεση», απλώς αναζητά «τις προσωρινές προοπτικές μέσω των οποίων η μία θεωρία μπορεί να φωτίσει την άλλη» (σ. 11). Το ερευνητικό της ερώτημα θα το συνοψίζαμε ως εξής: τι είναι εκείνο το οποίο οδηγεί ένα υποκείμενο να υποταχθεί σε ένα άλλο υποκείμενο και στην εξουσία του; Αναζητά δηλαδή τη σχέση εξουσίας σε ένα εξατομικευμένο επίπεδο, εξού και η εστίαση στην ψυχανάλυση και ειδικότερα στη διαδικασία της προσκόλλησης. Παρά ταύτα δεν εκκινεί ούτε από τον Φουκώ ούτε από τον Φρόιντ, αλλά από τον Χέγκελ και τη σχέση κυρίου και δούλου, στην οποία θεωρεί ότι εξετάζεται το ζήτημα της διαμόρφωσης του υποκειμένου σε συνθήκες υποταγής [3]. Αξιοποιεί ιδιαίτερα το σημείο της συγκεκριμένης ενότητας του Χέγκελ σχετικά με τη δυστυχισμένη συνείδηση, η οποία παράγεται διά της αυτοϋποδούλωσης [4] – και αυτό διότι θεωρεί ότι το υποκείμενο, μέσω της προσκόλλησης προς τα σημαντικά πρόσωπα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, καθυποτάσσεται και αποδέχεται την εξουσία τους, με συνέπεια η εξουσία να εγκαθίσταται εξαρχής στην υποκειμενικότητα. Όπως καθίσταται σαφές, η διαμόρφωση του υποκειμένου και της συνείδησής του προϋποθέτει τον Άλλο. Το υποκείμενο προσκολλάται στον Άλλο και σε αυτές τις συνθήκες εξάρτησης αναδύεται και κατασκευάζεται, αν και αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό από το ίδιο. Η διαδικασία της προσκόλλησης συντελεί στην ανάδυση του υποκειμένου (σ. 18-9), μια διαδικασία η οποία συνεπάγεται μια άρνηση του εαυτού, μια στροφή του υποκειμένου ενάντια στον εαυτό του και ενάντια στην ίδια την επιθυμία του, μέσω αυτού το οποίο ονομάζεται διάκλειση (foreclosure) της επιθυμίας, η οποία συμβάλλει με τη σειρά της στην παραγωγή του υποκειμένου. Η διάκλειση διαφοροποιείται από την απλή απωθημένη επιθυμία, η οποία, σύμφωνα με τον Φρόιντ, ενδέχεται να έχει βιωθεί κάποια στιγμή – κάτι που δεν συμβαίνει με τη διάκλειση. Το υποκείμενο διαμορφώνεται έτσι ως ένα αμφιθυμικό αποτέλεσμα της εξουσίας, που εισέρχεται στο προσκήνιο μέσω της λειτουργίας της συνείδησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εξουσία εσωτερικεύεται από ένα ήδη προϋπάρχον υποκείμενο. Αν και αναγνωρίζει το ενδιαφέρον της πρότασης περί έγκλησης του Αλτουσέρ, εντούτοις του ασκεί κριτική, υποστηρίζοντας ότι «όσο χρήσιμη και αν είναι, παραμένει δέσμια μίας συλλογιστικής περί ενός συγκεντροποιημένου κρατικού μηχανισμού, εν αντιθέσει με τον Φουκώ, ο οποίος προτείνει μία μορφή εξουσίας πολύ περισσότερο καθημερινή και “κοινή”» (σ. 14-6). Η εξαρτησιακή αυτή σχέση του υποκειμένου οδηγεί, σύμφωνα με την Μπάτλερ, με μια νιτσεϊκή κατά βάση ανάγνωση διαμέσου και του Φρόιντ, στη δυστυχισμένη συνείδηση και στη μελαγχολία. Στο σημείο αυτό εντάσσει το ζήτημα της δυστυχισμένης συνείδησης στο πεδίο του φύλου και ειδικότερα της ετερο-/ομοφυλοφιλίας (σ. 156 κ.ε.), τονίζοντας τη μελαγχολία που προκαλείται εξαιτίας της επιβεβλημένης παραδοχής της ομοφυλοφιλίας (σ. 170). Έχοντας υπ’ όψιν της τα έργα του Φρόιντ «Πένθος και μελαγχολία» και Tο Εγώ και το Αυτό, υποστηρίζει ότι το κοινωνικό φύλο είναι μελαγχολικό λόγω της ομοφυλοφιλικής προσκόλλησης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται από την επακόλουθη πολιτισμικά επιβεβλημένη παραδοχή της ετεροφυλοφιλίας [5]. Η ψυχική ζωή της εξουσίας είναι μια πολυσύνθετη εργασία. Συνδυάζει τη μελέτη της εξουσίας και του φύλου και αποπειράται να δείξει ότι η επιβολή της εξουσίας οδηγεί στην ανάδυση υποκειμένων με δυστυχισμένη συνείδηση, μελαγχολικών υποκειμένων. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτό μπορεί να συμβάλει και στην αναδιαμόρφωση της ταυτότητας του υποκειμένου μέσω της αντίδρασης στην εξουσιαστική επιβολή, η οποία για την Μπάτλερ είναι μεν ισχυρή, αλλά όχι ντετερμινιστική. Η Μπάτλερ αναπτύσσει το θέμα της με πολύπλοκο, αλλά ενδιαφέροντα τρόπο, προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα πώς μπορεί κάποιος να αποφύγει την προσκόλληση και την άρνηση του εαυτού και να βρει ένα θεμέλιο αντίστασης στις κατεστημένες μορφές της κοινωνικής πραγματικότητας. Μια πιθανή απάντηση στο εν λόγω ερώτημα για την Μπάτλερ είναι η ψυχαναλυτική διαδικασία της μετουσίωσης, κάτι που βέβαια δεν φαίνεται να συμβαίνει εκούσια εκ μέρους του υποκειμένου. Η μετάφραση και αυτού του βιβλίου προφανώς δεν ήταν εύκολη, λόγω της ορολογίας που χρησιμοποιεί η Μπάτλερ. Σημειώνουμε απλώς ότι ίσως θα έπρεπε να συζητηθεί το ζήτημα της απόδοσης όρων όπως «διάκλειση» (foreclosure), από τη στιγμή που πρόκειται για ψυχαναλυτικό όρο. Επιπλέον, λέξεις όπως «παρεύρεση» (witnessing), «πεισματοσύνη/πεισματώδης» (stubbornness), «διανοικτότητα» (openness) κ.ά. ενδεχομένως να υπήρχε δυνατότητα να μεταφραστούν διαφορετικά (π.χ. αντιστοίχως «μαρτυρία», «πεισματική συμπεριφορά/πεισματικός», «ανοικτότητα»). Ας σημειωθεί επίσης ότι από την ελληνική έκδοση απουσιάζει το ευρετήριο της αγγλικής. Στο Λογοδοτώντας για τον εαυτό (2005), η Μπάτλερ καταπιάνεται με το πεδίο της ηθικής φιλοσοφίας, υπενθυμίζοντας ότι «προκειμένου να θέσουμε το ερώτημα της ηθικής φιλοσοφίας δεχόμαστε τη θέση ότι τα ηθικά ερωτήματα αναδύονται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και ότι η μορφή τους αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο ή ακόμα ότι κατά μίαν έννοια το πλαίσιο ενυπάρχει στη μορφή του ερωτήματος» (σ. 13). Εκκινώντας από τον Αντόρνο και τον Φουκώ και συνεχίζοντας με τον Λεβινάς και τον Λαπλάνς, αναζητά τον τρόπο ανάδυσης του ηθικού υποκειμένου εντός της κοινωνίας και τον τρόπο διαμόρφωσης της ευθύνης. Διευκρινίζει πάντως ότι αυτή η εκλεκτική αξιοποίηση του έργου διαφόρων φιλοσόφων και κριτικών θεωρητικών δεν συνεπάγεται τη συμβατότητα των εν λόγω θέσεων μεταξύ τους, και βεβαίως ότι δεν επιχειρεί να τις συνθέσει, αλλά μάλλον να υποστηρίξει ότι η «κάθε θέση εισηγείται κάτι σημαντικό από πλευράς ηθικής» (σ. 39). Ας σημειώσουμε ότι μια πρώτη αναφορά στο ηθικό ερώτημα και στο ζήτημα της ευθύνης με αφετηρία τον Λεβινάς και την έννοια του προσώπου, λαμβάνει χώρα σε ένα δοκίμιο της Μπάτλερ γραμμένο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και δημοσιευμένο με άλλα τέσσερα δοκίμια υπό τον τίτλο Ευάλωτη ζωή [6]. Το βιβλίο αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο, η Μπάτλερ ασχολείται με την ανάδυση του εαυτού εντός του κοινωνικού πεδίου και τη διαμόρφωσή του εν σχέσει με τον Άλλο, καθώς και με την αφήγηση του εαυτού, ή ακριβέστερα με την αφηγηματική λογοδοσία του εαυτού για κάποια ηθική, εμπρόθετη δράση. Εκκινεί από τη θέση του Αντόρνο ότι δεν υπάρχει ηθική χωρίς ένα “εγώ”. Συμπληρώνει, όμως, ότι «το “εγώ” αυτό δεν υπάρχει ξέχωρα από την κυρίαρχη διάρθρωση των ηθικών κανονιστικών προτύπων και τα συγκρουόμενα ηθικά συστήματα» (σ. 18-9). Κατά συνέπεια, το “εγώ” αναδύεται εντός ενός ήδη διαμορφωμένου ηθικού πεδίου, εντός μιας σειράς από νόρμες, όπως λέει χαρακτηριστικά, και εντός μιας κοινωνίας, η οποία είναι απαραίτητη για την ηθική του διαμόρφωση. Εδώ εντοπίζεται η είσοδος του “εσύ”, τη στιγμή της απεύθυνσης με κεντρικό ερώτημα το “ποιος είσαι;”. Ακολουθώντας την Ιταλίδα φιλόσοφο Αντριάνα Καβαρέρο, υποστηρίζει ότι κατά μία σημαντική έννοια υπάρχω για σένα και χάρη σε σένα. «Αν χάσω τις συνθήκες της απεύθυνσης, αν δεν έχω ένα “εσύ” να απευθυνθώ, τότε έχω χάσει τον “εαυτό μου”» (σ. 54-5). Η βασική της παραδοχή είναι ότι ο κάθε άνθρωπος, το κάθε “εγώ”, αναδύεται μέσα σε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση και αυτό σημαίνει ότι η αφήγησή του αρχίζει πάντα in media res, όταν έχουν συμβεί ήδη πολλά γεγονότα. Στο σημείο αυτό η Μπάτλερ θέτει το εξής κρίσιμο ερώτημα: «Μήπως εάν αναδύομαι εντός ενός ήδη διαμορφωμένου ηθικού πεδίου δεν είμαι υπεύθυνη, με την ηθική έννοια, γι’ αυτό που είμαι και που κάνω;» (σ. 67) – ερώτημα στο οποίο απαντάει αρνητικά. Η Μπάτλερ δεν παραβλέπει τη σημασία του κοινωνικού περιβάλλοντος (όχι μόνο του παρόντος αλλά και του παρελθόντος) στη διαμόρφωση της ηθικής προσωπικότητας, αλλά και δεν επεκτείνει τη σκέψη της στις ενδεχόμενες επιδράσεις θεσμών όπως π.χ. η εκκλησία ή γενικότερα η θρησκεία στη διαμόρφωσή της. Στο δεύτερο κεφάλαιο εισάγει στη συζήτηση την ψυχανάλυση, δίνοντας σημασία κυρίως στη διαδικασία της μεταβίβασης και αναζητώντας τα όρια που θέτει το ασυνείδητο στην αφηγηματική αναδόμηση της ζωής, καθώς μια αναφορά του εαυτού δίνεται πάντα σε κάποιον άλλο, είτε υποθετικό είτε υπαρκτό· αυτός ο άλλος «εγκαθιδρύει τη σκηνή της απεύθυνσης ως ηθική σχέση πιο πρωτογενή από την αναστοχαστική απόπειρα της αναφοράς του εαυτού» (σ. 38). Ο Άλλος δηλαδή διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της ηθικής μας μέσω της διαδικασίας της μεταβίβασης. Κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς να μας απευθύνονται, πράγμα που σημαίνει ότι «η σκηνή της απεύθυνσης μπορεί και πρέπει να παρέχει μία συνθήκη βιωσιμότητας για τον ηθικό στοχασμό, την ηθική κρίση και την ηθική συμπεριφορά» (σ. 82). Σε αυτή τη δυαδική σχέση, το αρχικό ερώτημα της Καβαρέρο «ποιος είσαι;» μετατρέπεται, μέσω του Λαπλάνς, σε «ποιος είσαι εσύ και τι θέλεις από εμένα;» (σ. 90). Στο τρίτο κεφάλαιο η Μπάτλερ αποπειράται να δείξει ότι η ηθικότητα δεν είναι ούτε αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών ούτε τόπος υπέρβασής τους, αλλά ότι διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στον ορισμό της εμπρόθετης δράσης (σ. 39-40). Το βασικό ερώτημα εδώ είναι ποια μορφή θα έχει η ευθύνη. Προτείνει λοιπόν «την αναθεώρηση του ίδιου του νοήματος της ευθύνης στη βάση του περιορισμού του βαθμού στον οποίο μπορούμε να καταστήσουμε τους εαυτούς μας ή τους άλλους υπεύθυνους για τις πράξεις τους» (σ. 133). Εκείνο το οποίο θεωρείται σημαντικό για την ευθύνη είναι ότι η ίδια η διαμόρφωση του κάθε ανθρώπου εμπλέκει μέσα του τον Άλλο, δηλαδή ότι η ίδια η ξενότητα προς τον εαυτό μου είναι παραδόξως η πηγή της ηθικής μου σύνδεσης με τους άλλους. Δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί το ζήτημα της ευθύνης μόνος του και απομονωμένος από τον Άλλο. Αν το πράξει, αποσπά τον εαυτό του από τη συνθήκη της απεύθυνσης (τόσο του να απευθύνομαι στους άλλους όσο και του να μου απευθύνονται), εντός της οποίας αναδύεται για πρώτη φορά το πρόβλημα της ευθύνης (σ. 133). Με την αφήγησή του, το υποκείμενο περιέρχεται παραδόξως σε μια κατάσταση αποστέρησης και στην κατάσταση αυτή εγκαθίσταται ένα ηθικό αίτημα, μιας και κανένα “εγώ” δεν ανήκει στον εαυτό του. Αποκτά ύπαρξη εξαρχής μέσω μιας απεύθυνσης που δεν μπορεί ούτε να θυμηθεί ούτε να αποκαταστήσει – και όταν δρα, δρα σε έναν κόσμο που η δομή του κατά κύριο λόγο δεν είναι δικής του κατασκευής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και δικές του κατασκευές ή δράσεις, αλλά μάλλον ότι το “εγώ”, οι αφηγήσεις και οι παρουσιάσεις του, λαμβάνουν χώρα «μέσα σε ένα χωνευτήρι κοινωνικών σχέσεων ποικιλοτρόπως εδραιωμένων και επαναλήψιμων» (σ. 204). Αν ο Λεβινάς έχει δίκιο, όταν λέει ότι ο Άλλος αποτυπώνεται επάνω μας εξαρχής, τότε παραδεχόμαστε, μαζί με τον Λαπλάνς, ότι η ανθρώπινη ζωή αρχίζει με τη βρεφική ηλικία και στη συνέχεια αυτές οι πρωταρχικές αποτυπώσεις συνδέονται άρρηκτα με τη διαμόρφωση του εγώ, την εδραίωση του ασυνειδήτου και την υποκίνηση των πρωταρχικών παρορμήσεων σε σχέση με ένα αίνιγμα, μια ξενότητα που είναι δική μας χωρίς ποτέ να μας ανήκει. Με παρόμοιο τρόπο, η Μπάτλερ υποστηρίζει ότι, αν και διαφορετικά ο καθένας, ο Φουκώ και ο Αντόρνο μας επαναφέρουν στις στοχαστικές διαστάσεις της ηθικής διερεύνησης, τη δυσκολία τού να διαμορφώνεται κανείς ως αναστοχαστικό υποκείμενο εντός ενός δεδομένου κοινωνικού κόσμου (σ. 206-7). Κλείνοντας, η Μπάτλερ τονίζει ότι «αυτό που προκύπτει με τον πιο εμφατικό τρόπο από τη συσχέτιση τόσο ανόμοιων θέσεων είναι ότι η ανταπόκριση στο αίτημα της λογοδοσίας του εαυτού είναι ζήτημα που αφορά την κατανόηση της διαμόρφωσης του υποκειμένου και ταυτόχρονα της σχέσης του με την ευθύνη» (σ. 207). Η Μπάτλερ καταπιάνεται με ένα ζήτημα το οποίο θεωρείται ανεξάντλητο. Το ήθος και η ηθική, η ανάδυση, η διαμόρφωση και η μεταβολή τους αποτελεί πεδίο, το οποίο εγείρει και επιδέχεται πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις. Εκείνο το οποίο η Μπάτλερ προσπαθεί να συνδυάσει είναι το κοινωνικό και το ατομικό, δηλαδή τη σημασία τόσο του μεμονωμένου Άλλου, ο οποίος μας απευθύνεται, όσο και των Άλλων συνολικά ως κοινωνίας. Η μελέτη όμως εστιάζει περισσότερο στο άτομο και τις διατομικές σχέσεις και λιγότερο στο κοινωνικό σύνολο και τις επιδράσεις του. Η μετάφραση του έργου είναι γενικά αρκετά καλή, αν και υπάρχει και εδώ το ζήτημα της επεξήγησης κάποιων όρων που χρησιμοποιεί η Μπάτλερ (π.χ. «διάκλειση»). Ούτε εδώ, πάντως, έχει περιληφθεί το ευρετήριο της αγγλικής έκδοσης, το οποίο θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο για τον αναγνώστη. Αξίζει να τονιστεί ότι τα τρία έργα έχουν μεταφραστεί από τρεις διαφορετικούς μεταφραστές, χωρίς αυτό να επηρεάζει την ποιότητα της μετάφρασης και τη συνολική εικόνα του έργου της Μπάτλερ. Είναι σαφές ότι και τα τρία αυτά έργα της Μπάτλερ, παρά την ποικιλία και τη σύνθεση του υλικού τους, διατηρούν ορισμένα κοινά γνωρίσματα σημαντικά κατά τη γνώμη μας, τα οποία προφανώς δίνουν και το φιλοσοφικό στίγμα της. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της βρίσκεται το ανθρώπινο υποκείμενο τόσο στην αρχική του διαμόρφωση όσο και στην πορεία του εντός της κοινωνίας – και ειδικότερα το έμφυλο και το ηθικό υποκείμενο, για τη μελέτη του οποίου αξιοποιεί σταθερά την ψυχανάλυση. Το εκάστοτε υποκείμενο, τόσο κατά τη δόμηση και ανάδυσή του όσο και στην πορεία της εξέλιξής του, είτε αυτό αφορά τις σχέσεις εξουσίας είτε τις σχέσεις μεταξύ των φύλων είτε τις ηθικές σχέσεις, σχετίζεται με και εξαρτάται από τα άλλα υποκείμενα. Το υποκείμενο δεν πρέπει να λαμβάνεται ως κάτι ήδη διαμορφωμένο, καθώς αποτελεί ένα διαρκές γίγνεσθαι. Σαφώς και προϋπάρχουν οι νόμοι και οι νόρμες, οι κανόνες, που επηρεάζουν σημαντικά τη συγκρότηση του υποκειμένου, αλλά αυτό συγκροτείται και μεταβάλλεται διαρκώς εντός του κοινωνικού συνόλου. Εάν θέλαμε πάντως να συνοψίσουμε τις θέσεις της Μπάτλερ, πράξη παρακινδυνευμένη, θα λέγαμε ότι το απαύγασμα και των τριών έργων είναι ότι τίποτα δεν προϋπάρχει, αλλά και τίποτα δεν δημιουργείται εν κενώ, καθώς η κοινωνία αποτελεί πλέγμα διαλεκτικών σχέσεων, οι οποίες ακόμα και όταν φαίνονται αμετάβλητες τελούν σε ρευστή κατάσταση. Ας σημειωθεί πάντως ότι, μολονότι και στα τρία κείμενα το κοινωνικό, το συλλογικό, είναι παρόν, ο στοχασμός της επικεντρώνεται στο άτομο και τις διατομικές σχέσεις, δηλαδή στο μικρο-επίπεδο και όχι τόσο στο μακρο-επίπεδο, δηλαδή στην κοινωνία συνολικά και στους θεσμούς της (π.χ. εκπαιδευτικό σύστημα, εκκλησία κ.ά.). Εν κατακλείδι θεωρούμε ότι το έργο της αποτελεί τομή όχι μόνο στο πεδίο της φιλοσοφίας ή της ψυχανάλυσης, αλλά και της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας· η συνέχιση των μεταφραστικών προσπαθειών του έργου της προβλέπεται ότι θα συνδράμει στην πληρέστερη γνώση και κατανόησή του. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 8.9.2010 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |