![]() |
||
![]() 2010-08 Πρόκλος: Ιερατική τέχνη Πρόκλος: Η ιερατική τέχνη – Οι ύμνοι. Εισαγωγή – Μετάφραση: Π. Καλλιγάς. Αθήνα: Στιγμή 2009 («Βιβλιοθήκη αρχαίων συγγραφέων», αρ. 50), 75 σ., 9 €. Κρίνει ο Σπύρος Ράγκος (Πανεπιστήμιο Πατρών)
Οι αλήθειες λησμονιούνται αν δεν τρέφονται με το πνεύμα της ζωής. Μια τέτοια αλήθεια, πρόσφατα αναστημένη, αφορά την αρχαία αντίληψη περί φιλοσοφίας. Σχεδόν στους αντίποδες της σύγχρονής μας πεποίθησης ότι η φιλοσοφία αποτελεί εξειδικευμένο γνωστικό αντικείμενο με διάφορες θεματικές υποδιαιρέσεις, το οποίο υπηρετούν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και αντίστοιχα τμήματα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα μιας χώρας, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αποσκοπούσε στην ολοκλήρωση του εαυτού, τη σύνθεση των πολλαπλών τάσεων που απαρτίζουν τον καθένα από μας, την εσωτερική γαλήνη και την ευδαιμονία. Στην ελληνική αρχαιότητα, η φιλοσοφία ήταν ένας τρόπος ζωής, μία αἵρεσις βίου όπως έλεγαν ορισμένοι, και η κατ’ εξοχήν οδός της αυτογνωσίας. Κίνητρο της ανάπτυξής της δεν ήταν μόνον, όπως πρέσβευε ο Αριστοτέλης, η φυσική όρεξη του ανθρώπου για γνώση, αλλά και ο πόνος της ύπαρξης, η τραγική ένταση της ζωής, η αβάστακτη διάσταση μεταξύ του θηριώδους και του θεϊκού· με έναν λόγο: ο ανυπέρβλητος πόθος της τελειότητας. Έτσι θεωρημένος, ο έρωτας για την τέλεια γνώση που περικλείεται μέσα στο ίδιο το όνομα της φιλο-σοφίας προϋποθέτει ένα ον –τον άνθρωπο– που βαθιά εντός του γνωρίζει ότι μπορεί να ευδαιμονεί μόνον εφόσον αποδέχεται και ανα-γνωρίζει μια πολύ ευρύτερη από τον ατομικό βίο αστείρευτη πηγή ύπαρξης –το Ον– και τις εκείθεν εκπορευόμενες ποικίλες φύσεις των όντων και των δυνάμεων του κόσμου. Επειδή το σύμπαν παρουσιάστηκε στα μάτια των αρχαϊκών στοχαστών ως μια οργανική ενότητα προερχόμενη από την αρμονική σύνθεση πολλών μερών, εξαιτίας ίσως και της φυσικής εξωστρέφειας που διέκρινε τη φυλή, ορισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος, θεώρησαν ότι αρκεί κανείς να αντικρίσει τον κόσμο χωρίς υποκειμενικές ή συναισθηματικές διαστρεβλώσεις για να γνωρίσει και τον αληθινό εαυτό αποτυπωμένο εκεί σαν σε καθρέφτη. Η τάση αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι μόνον μια έλλογη, δηλαδή συνειδητή, ανειλημμένη υπεύθυνα και δυνάμενη να εκφραστεί λογικά, γνώση μπορεί να δώσει ορθή κατεύθυνση στην αόριστη ανθρώπινη έφεση για το αγαθό ως απώτατο τέλος όλων των ενεργειών. Τη φιλοσοφική διάρθρωση αυτής της τάσης οφείλουμε εν πολλοίς στον Πλάτωνα. Όσο οι κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις της εκφράζονταν, τουλάχιστον εν μέρει, σε σχετικά σταθερές μορφές κοινωνικοπολιτικής και θρησκευτικής ζωής, ο κίνδυνος αποξένωσης από τον εσώτερο χώρο των ψυχικών παρορμήσεων και των ενστίκτων παρέμενε αφανής. Έφτασε όμως η εποχή που ο λόγος, ξεριζωμένος πλέον από τη βιωματική εμπειρία της θείας τάξης του σύμπαντος, αποδείχτηκε ανεπαρκής να σηκώσει μόνος του το βάρος της ανθρώπινης ευδοκίμησης. Τότε οι σαγηνευτικές φωνές του παραλόγου, πάντοτε παρούσες και τιμημένες στις παραδόσεις των προνεωτερικών κοινωνιών, απαίτησαν τον σεβασμό των φιλοσόφων. Η εξέλιξη αυτή σφραγίζει την τελευταία φάση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, την εποχή της λεγόμενης ύστερης αρχαιότητας (3ος-6ος αι. μ.Χ.). Η πεποίθηση ότι μέσω μυστηριακών τελετών μπορούσε να έρθει κανείς σε επαφή με τη θεότητα και να κατανικήσει τους περιορισμούς της θνητότητας ήταν πανάρχαια. Όμως στην ελληνική φιλοσοφία εμφανίστηκε όψιμα. Το πρώτο ολοκληρωμένο σύγγραμμα που μας διέσωσε η ελληνική αρχαιότητα για την υπεράσπιση των τελετουργικών μεθόδων επαφής με τους θεούς (γνωστών υπό τον όρο θεουργία), είναι το Περί των αιγυπτίων μυστηρίων του Ιάμβλιχου, έργο γραμμένο στα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Αναντίρρητα οι σχετικές συζητήσεις, ιδίως όσον αφορά τη δύναμη των ιερών συμβόλων, ήταν έντονες στους κύκλους των νεοπυθαγορείων του 2ου αι. μ.Χ. Όμως η τελετουργική διάσταση της θέωσης παραμελήθηκε από τον ιδρυτή του λεγόμενου νεο-πλατωνισμού Πλωτίνο (205-270 μ.Χ.), κατά πάσα πιθανότητα λόγω της φυσικής ροπής που διέθετε ο ίδιος για μυστικιστικές εμπειρίες διάνοιξης της συνείδησης δίχως την παρεμβολή τελετουργικών μέσων ή θρησκευτικών συμβόλων. Με τον Ιάμβλιχο και τη σχολή του, τα Χαλδαϊκά Λόγια –μια συλλογή μαγικοφιλοσοφικών χρησμών, η κυριολεκτικά ενθουσιαστική καταγραφή των οποίων αποδόθηκε στον Ιουλιανό τον Θεουργό που έδρασε επί Μάρκου Αυρήλιου (161-180 μ.Χ.)– εντάχθηκαν στις ιερές γραφές του πλατωνισμού από κοινού με τους πλατωνικούς διαλόγους και τις ορφικές επικές κοσμοθεογονίες. Στην παράδοση που εγκαινίασε ο Ιάμβλιχος, ο οποίος αποδέχτηκε την αυθεντία των χρησμών αυτών και την αποτελεσματικότητα της θεουργίας, εγγράφεται ένα μικρό πόνημα του Πρόκλου, το οποίο κάποιος χριστιανός συμπιλητής (πιθανότατα ο Μιχαήλ Ψελλός) επέγραψε Περὶ τῆς καθ’ Ἕλληνας ἱερατικῆς τέχνης. Όπως έχει ορθά επισημανθεί, ο προσδιορισμός καθ’ Ἕλληνας («σύμφωνα με τους Έλληνες/ειδωλολάτρες») δείχνει ότι ο τίτλος του έργου δεν μπορεί να είναι αυθεντικός. Εκφράζει, ωστόσο, αρκετά πιστά (για ένα εξωτερικό μάτι) το περιεχόμενο μιας πραγματείας η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τον χριστιανισμό και στην οποία δεν αναφέρονται ούτε Έλληνες ούτε χριστιανοί, αλλά μόνον οἱ πάλαι σοφοί (148.29) του “παγανιστικού” κόσμου. Καταγόμενος από τη Λυκία της Μ. Ασίας, ο Πρόκλος (412-485 μ.Χ.) υπήρξε σπουδαστής ρητορικής στην Αλεξάνδρεια και φιλοσοφίας στην Αθήνα όπου έδειξε γρήγορα τη δίχως ενδοιασμούς πρόσδεση της ψυχής του στη φιλοσοφική γνώση, καθώς και το ταλέντο που διέθετε για συστηματοποίηση. Ο Πρόκλος υπήρξε ένας ακαταπόνητος σχολιαστής των πλατωνικών διαλόγων και ταυτοχρόνως ένα μεγάλο συνθετικό πνεύμα. Ήταν επίσης βαθύτατα ευσεβής. Την πρωτοτυπία του έργου του, που διασώζεται σε υπολογίσιμη έκταση, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε γιατί μας λείπουν τα συγκριτικά στοιχεία. Τα συγγράμματα των αμέσως προγενέστερων φιλοσόφων και ιδίως του Πλούταρχου και του Συριανού, τον οποίο ο Πρόκλος διαδέχτηκε ως επικεφαλής (διάδοχος) της πλατωνικής σχολής στην Αθήνα, έχουν, πλην λίγων εξαιρέσεων, απολεσθεί. Όμως η οξύτητα και η διαύγεια του νου του Πρόκλου φαίνεται όχι μόνον στο νεανικό Υπόμνημα στον πλατωνικό Τίμαιο, το οποίο συνέθεσε σε ηλικία 28 ετών, αλλά και στα έργα της ωριμότητας. Στη Θεολογική στοιχείωση, έργο δομημένο more geometrico, ο Πρόκλος παρουσιάζει ολόκληρο το μεταφυσικό του σύστημα αρθρωμένο σε 211 προτάσεις (ή θεωρήματα), καθεμία από τις οποίες αποδεικνύεται με βάση στοιχειώδη λογικά αξιώματα, ενώ στην πιο ευανάγνωστη και ρητορικά εμπλουτισμένη Πλατωνική θεολογία όλες οι εκ πρώτης όψεως ασήμαντες μνείες θεοτήτων και άλλων υπεραισθητών όντων που βρίσκουμε στους πλατωνικούς διαλόγους συντίθενται σε ένα μεγαλειώδες θεολογικό σύστημα, όπου αυτοτελείς θείες και δαιμόνιες οντότητες (ενάδες, νόες και ψυχές) εξακτινώνονται από το κέντρο του υπερούσιου και άφατου Ενός. Ο Πρόκλος φέρεται να έλεγε συχνά ότι, αν μπορούσε, θα κατέστρεφε όλα τα βιβλία του κόσμου εκτός από τον Τίμαιο του Πλάτωνα και τα Χαλδαϊκά Λόγια (Μαρίνος, Πρόκλος ή περί ευδαιμονίας 38.15-20). Προφανώς θεωρούσε ότι ολόκληρη η σημαίνουσα γνώση της ανθρωπότητας ήταν αποτυπωμένη στα δύο αυτά έργα. Ο συγκεκριμένος πλατωνικός διάλογος αφορούσε την κοσμο-γονική πρόοδον της υπέρτατης αρχής, ενώ οι χρησμοί των Χαλδαίων τη δυνατότητα θεουργικής ἐπιστροφῆς των δημιουργημάτων σε αυτήν. Ο Πρόκλος αποδεχόταν, συνεπώς, την αποτελεσματικότητα της θεουργίας, καθώς και την ανωτερότητά της έναντι της ψιλής θεωρίας. Σύμφωνα με μια παράδοση που είχε ήδη κάποιους αιώνες ζωής, στόχος του φιλοσόφου ήταν όχι η ενατένιση και η ψυχρή γνώση των θείων δυνάμεων που διοικούν το σύμπαν καθολικά, αλλά η ένωση της ανθρώπινης ψυχής μαζί τους σε μια, ει δυνατόν, ακατάλυτη ενότητα. Αν και προερχόμενη από την παράδοση του Ιάμβλιχου, η αντίληψη του Πρόκλου για την ιερατική τέχνη των θεουργών δεν ήταν, ωστόσο, αμιγώς ιαμβλίχεια. Η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των πηγών οδηγεί στην αναγνώριση αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο θεωρήσεις [1]. Τη θεουργία, ως επιστήμη των τελετουργικών μεθόδων ἐλλάμψεως του ανθρώπινου νου και επαφής του με την ανώτερη σφαίρα των θεών, αποκαλούσε ο Πρόκλος ἱερατικήν τέχνην. Η βασική αρχή που ακολουθούσε η ιερατική αυτή επιστήμη της θεουργίας, όταν οι κάτοχοί της τελούσαν ιεροπραξίες με στόχο την επιστροφή της ανθρώπινης ψυχής στις καθολικές αιτίες του Είναι της, ήταν η στωικής διάρθρωσης αλλά πανάρχαιας προέλευσης αρχή της κοσμικής συμπάθειας των πάντων. Αυτήν επικαλείται και ο Πρόκλος στον Πρόλογο του έργου του, όταν γράφει:
Η ιερατική τέχνη του Πρόκλου ήταν η συστηματική και διαρθρωμένη γνώση των πολλαπλών τρόπων με τους οποίους οι αιτίες φανερώνονται στα αποτελέσματά τους και τα παράγωγα προϋπάρχουν αφανώς εντός των αρχών τους. Αν είναι αλήθεια, όπως ο ίδιος έγραφε στη Θεολογική στοιχείωση (103), ότι «τα πάντα βρίσκονται μέσα στα πάντα αλλά με τον οικείο τρόπο σε κάθε πράγμα» (πάντα ἐν πᾶσι, οἰκείως δὲ ἐν ἑκάστῳ), έπεται ότι η ακριβής γνώση του τρόπου εξεικόνισης ολόκληρου του σύμπαντος μέσα σε καθεμία φύση χωριστά αποτελεί προϋπόθεση για την αναγωγή της φύσης αυτής στην πρωτουργό αιτία της, μέσω διακριτών σταδίων εξύψωσης που προσιδιάζουν σε αυτήν και σε καμία άλλη. Στη διαδικασία θέωσης που υπονοείται εδώ, η σημασία της ύλης και των αισθητών αντικειμένων θεωρήθηκε τεράστια για δύο αλληλένδετους λόγους: αφενός γιατί ο άνθρωπος διαθέτει σώμα, γεγονός αποφασιστικό στην ολοκληρωμένη αυτοσυνειδησία του, και αφετέρου γιατί ο έσχατος τρόπος φανέρωσης των ιδιοτήτων της πρώτιστης αρχής πρέπει, σε κάθε αμιγώς μονιστικό παραγωγικό σύστημα, να είναι αισθητός και υλικός. Η ιερατική τέχνη του Πρόκλου αφορούσε, λοιπόν, την ακριβή γνώση σύνδεσης του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμο και τις αρχές του, έτσι ώστε να είναι εφικτή η αποτελεσματική αναγωγή του μέρους στο όλον μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ανθρώπινης ανάγκης για υπέρβαση των ορίων της θνητότητας. Όπως φαίνεται από το ανωτέρω παράθεμα, η μετάφραση του Παύλου Καλλιγά (=Π.Κ.), ενός εμβριθούς μελετητή του Πλωτίνου, διαθέτει ταυτόχρονα ακρίβεια και σαφήνεια, η δε αναμφισβήτητη πιστότητά της δεν διαστρεβλώνει καθόλου τη γλώσσα υποδοχής. Για τους λόγους αυτούς, η νεοελληνική απόδοση της πρόκλειας καλλιέπειας που μας προσφέρει ο Π.Κ. μπορεί να λειτουργήσει ως αψευδής οδηγός για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά ή δυσκολεύεται με το αντικριστά τυπωμένο πρωτότυπο κείμενο. Στη σύντομη εισαγωγή του τόμου, ο Π.Κ. παρουσιάζει το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφεται το μικρό αυτό έργο του Πρόκλου, καθώς και την ιστορία του μοναδικού χειρόγραφου κώδικα που το περισώζει. Στις φειδωλές αλλά καίριες σημειώσεις, ο επιμελητής υπομνηματίζει το πόνημα με αναφορά σε πλατωνικές και πλατωνίζουσες πηγές, καθώς και σε παράλληλα χωρία από άλλα σωζόμενα έργα του Πρόκλου. Ως παραπλήρωμα της μικρής θεωρητικής πραγματείας για την ιερατική τέχνη, στον μικρό τόμο του Π.Κ. τυπώνονται και μεταφράζονται επίσης οι επτά σωζόμενοι Ύμνοι που συνέθεσε ο Πρόκλος για να τιμήσει θεούς όπως ο Ήλιος, η Αφροδίτη, οι Μούσες και η Αθηνά. Στα ποιήματα αυτά, γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, αναγνωρίζει κανείς τη χρησιμοποίηση υμνητικών μοτίβων και λογοτυπικών εκφράσεων της παράδοσης προς όφελος ενός νέου σωτηριολογικού περιεχομένου: οι παλαιοί μύθοι και τα παραδοσιακά επίθετα των αρχαίων θεών έχουν αναβαπτισθεί σε ένα μυστηριακό φως που σκοπό έχει να εκφράσει τη διαρκή και πνευματικότερη, σε σχέση με τους ομηρικούς ύμνους, εμπλοκή του θείου στα ανθρώπινα πράγματα. Το ύφος της μετάφρασης του Π.Κ. είναι εδώ δικαιολογημένα διαφορετικό από εκείνο της θεωρητικής πραγματείας και μιμείται επιτυχώς την πηγαία έξαρση και τον ενθουσιώδη τόνο του ποιητικού πρωτοτύπου. Στο ολιγοσέλιδο νέο βιβλίο των αισθητικά άρτιων εκδόσεων Στιγμή έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα δυσεύρετο έργο της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης από το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο ή την αξιόπιστη μετάφραση του Π.Κ., να βρούμε τις κύριες φιλολογικές διορθώσεις που έγιναν από τον J. Bidez, τον πρώτο εκδότη του (1928), να διεισδύσουμε στην ιδιότυπη πνευματική ατμόσφαιρα της ύστερης αρχαιότητας και να απολαύσουμε ποιητικές ενοράσεις σαν την ακόλουθη:
Με την αναμόχλευση των θρησκευτικών ορθοδοξιών, την αναζήτηση του αυθεντικού παρελθόντος και τον οικολογικό προβληματισμό που χαρακτηρίζει τον 21ο αιώνα, τέτοια κείμενα μπορούν να συμβάλουν στη νέα αυτοσυνειδησία για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο που απαιτεί, άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε πιο επιτακτικά, η εποχή μας. Βιβλιογραφικό παράρτημα περί θεουργίας Επειδή ο μικρός τόμος που παρουσιάζουμε δεν περιλαμβάνει βιβλιογραφία και το ύφος γραφής του Π.Κ. θεωρεί μάλλον δεδομένη την εξοικείωση του αναγνώστη με το φαινόμενο της θεουργίας, κρίνουμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε διαγραμματικά τους βασικούς σταθμούς της σχετικής έρευνας, καθώς και τις σημαντικότερες μελέτες των τελευταίων ετών. Η θεουργία κατέστη αντικείμενο σοβαρής επιστημονικής έρευνας με το μνημειώδες έργο του Χανς Λιούι Χαλδαϊκά Λόγια και θεουργία (Hans Lewy, Chaldaen Oracles and Theurgy: Mysticism, Magic and Platonism in the Later Roman Empire, επιμ. M. Tardieu, Παρίσι: Études augustiniennes 1978, 1η έκδ. Κάιρο 1956). Πριν από τον Λιούι, ο Άιτρεμ και (καθοριστικότερα) ο Ντοντς είχαν αναλύσει τις μεθόδους της θεουργίας και αναδείξει τη σημασία της στο πλαίσιο των μαγικοθρησκευτικών και φιλοσοφικών ενδιαφερόντων που χαρακτήριζαν την ύστερη αρχαιότητα: S. Eitrem, «La théurgie chez les néo-platoniciens et dans les papyrus magiques», Symbolae Osloenses 22 (1942), σ. 49-79 και E.R. Dodds, «Theurgy and Its Relation to Neoplatonism», Journal of Roman Studies 37 (1947), σ. 55-69 (= The Greeks and the Irrational, Berkeley/Los Angeles/London: University of California Press 1951, σ. 283-311 = Οι Έλληνες και το παράλογο, μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης, Αθήνα: Καρδαμίτσα 1977, σ. 234-57). Τα σωζόμενα αποσπάσματα των Χαλδαϊκών Λογίων εξέδωσε το 1971, με γαλλική μετάφραση και σχόλια, ο Εντουάρ Ντεπλάς (Édouard des Places, Oracles chaldaïques, 3η έκδ. αναθεωρημένη και διορθωμένη από τον A. Segonds, Paris: Les Belles Lettres 1996) και αργότερα υπομνημάτισε υποδειγματικά η Ρουθ Μέιτζερσικ (Ruth Majercik, The Chaldaean Oracles: Text, Translation and Commentary, Leiden: E.J. Brill 1989). Νωρίτερα, και συγκεκριμένα το 1966, ο ίδιος ο Ντεπλάς είχε εκδώσει το Περί μυστηρίων του Ιάμβλιχου (É. des Places, Jamblique: Les Mystères d’Égypte, Paris: Les Belles Lettres 1966). Το έργο του Ιάμβλιχου μεταφράστηκε στα αγγλικά, με πολύ κατατοπιστική εισαγωγή και λίγα σχόλια, από τους Κλαρκ, Ντίλλον και Χέρσμπελ σχετικά πρόσφατα (E.C. Clarke, J. Dillon & J.P. Hershbell, Iamblichus: On the Mysteries, Atlanta: Society of Biblical Literature 2003). Δύο χρόνια πριν, ένα μέλος της μεταφραστικής αυτής ομάδας, η Έμμα Κλαρκ, είχε εκδώσει μια συνολική ερμηνεία του που χαρακτηρίζεται από έντονο θαυμασμό προς τον Ιάμβλιχο και δέος προς την έννοια του θρησκευτικού μυστηρίου και του θαύματος (Ε.C. Clarke, Iamblichus’ De Mysteriis: A Manifesto of the Miraculous, Aldershot: Ashgate 2001). Το ενδιαφέρον των μελετητών αυξήθηκε με την επανέκδοση του έργου του Λιούι. Από την αναμόχλευση αυτή, σε συνδυασμό με τις νέες σχολιασμένες εκδόσεις, δεν προέκυψαν μόνον σημαντικά άρθρα [2]. Κατά την τελευταία εικοσαετία, είδαν επίσης το φως της δημοσιότητας αυτοτελή βιβλία για το θέμα της θεουργίας. Αξίζει να μνημονευθούν, πρώτον, η συνθετική, και από κάθε άποψη αξιοζήλευτη, μονογραφία του Γκρέγκορυ Σο (Gregory Shaw, Theurgy and the Soul: The Neoplatonism of Iamblichus, University Park (PE): The Pennsylvania State University Press 1995), και, κατόπιν, οι σημαντικές εργασίες των Μπεάτε Νάζεμαν (Beate Nasemann, Theurgie und Philosophie in Jamblichs De mysteriis, Stuttgart: Teubner 1991) και Καρίν φαν Λιφερίνκγε (Carine Van Liefferinge, La théurgie: des “Oracles Chaldaïques” à Proclus, Kernos Suppl. 9, Liège: Centre international d’étude de la religion grecque antique 1999). Το τελευταίο βιβλίο του πρόωρα χαμένου Άλγκις Ουζνταβίνυς (Algis Uždavinys, Philosophy and Theurgy in Late Antiquity, San Rafael (CA): Sophia Perennis 2010), αποτελεί μια ιδιότυπη προσπάθεια να προσεγγισθεί εκ των ένδον το φαινόμενο της θεουργίας με το βλέμμα ενός ανθρώπου που αποδέχεται την καθολικότητα της philosophia perennis και μπορεί να κινείται, χωρίς ακαδημαϊκές αγκυλώσεις, από την αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών έως τα διδάγματα του κασμιρικού σαϊβισμού. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 12.9.2010 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |