![]() |
||
![]() 2010-12 Ζωγραφίδης: Επίκουρος Επίκουρος: Ηθική. Η θεραπεία της ψυχής. Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Γ. Ζωγραφίδης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος 2009, 704 σ., 31 €. Κρίνει ο Πάνος Δήμας (University of Oslo / Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών)
Ο Ντέιβιντ Φέρλεϋ (David Furley), σε ένα από τα σεμινάριά του για τον Επίκουρο, είχε παρουσιάσει και επικρίνει την κυρίαρχη ερμηνεία που επικρατούσε στα φοιτητικά του χρόνια για τη φιλοσοφική αντίληψη του Επικούρου, και ιδιαίτερα εκείνη για την ηθική, ως εξής: Στον χαώδη και μη προβλέψιμο ελληνιστικό κόσμο, οι διδασκαλίες του Επικούρου ήταν τα ασθενοφόρα που θα έσωζαν ψυχές από το χείλος της απόγνωσης, ενώ οι κήποι θα ήταν εκείνοι που τελικά θα τις θεράπευαν. Αυτή όμως η παραδοσιακή, τρόπον τινά, ερμηνεία είναι, σύμφωνα με τον Φέρλεϋ, όχι μόνο ανακριβής αλλά και άδικη, καθώς αποδίδει στον Επίκουρο μια φιλοσοφικά ελλιπή αντίληψη που δεν του αξίζει και από την οποία θα πρέπει να απαλλαγεί· όχι γιατί θα ήταν ερμηνευτικά ανεπίτρεπτο να αποδώσουμε σε έναν αρχαίο φιλόσοφο μια προβληματική θέση, αλλά κυρίως γιατί μια τέτοια προσέγγιση αδυνατεί να προσεγγίσει τις θέσεις του με την προσοχή που τους αξίζει. Ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου του Γιώργου Ζωγραφίδη για τον Επίκουρο είναι Ηθική: η θεραπεία της ψυχής. Από μόνος του ο τίτλος σίγουρα δεν συνεπάγεται αποδοχή της ερμηνείας την οποία ο Φέρλεϋ επικρίνει και απορρίπτει. Επιτρέπει όμως να εγείρουμε το ερώτημα και να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους η παραδοσιακή ερμηνεία επικρίνεται από τον Furley ως ελλιπής. Αυτό το ερώτημα γίνεται πιο επίμονο αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η προβληματική της θεραπείας της ψυχής είναι παρούσα στην αρχαία φιλοσοφία τουλάχιστον από τον Σωκράτη. Στην Απολογία του Πλάτωνα, π.χ., ο Σωκράτης απευθύνει την εξής ένσταση προς τον κατήγορό του: φρονήσεως δὲ καὶ ἀληθείας καὶ τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς βελτίστη ἔσται οὐκ ἐπιμελῇ οὐδὲ φροντίζεις (29e1-3). Βέβαια εδώ, όπως και σε παρόμοιες παροτρύνσεις, κύριος στόχος του Σωκράτη είναι η ηθική βελτίωση της ψυχής – όπως άλλωστε μαρτυρεί και ο όρος βελτίστη. Αντίθετα, η έννοια της θεραπείας της ψυχής, όπως αυτή αποδίδεται στον Επίκουρο, έχει να κάνει με την ψυχική γαλήνη και αταραξία που ναι μεν θεωρούνται κεντρικά στοιχεία για την προσωπική ευτυχία, αλλά αποτελούν κυρίως ψυχολογικές καταστάσεις οι οποίες εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται να συνδέονται αναγκαστικά με την ηθική. Όμως ο πλατωνικός Σωκράτης, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αργότερα, απορρίπτουν την (όπως φαίνεται κοινά αποδεκτή εκείνη την εποχή) άποψη ότι η προσωπική ευτυχία δεν συνδέεται με την ηθική πράξη και ότι τα δύο μπορούν να έρθουν, και συχνά έρχονται, σε αντιπαράθεση. Παρόλο που θεωρούν την ευτυχία και την ηθική έννοιες που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, υποστηρίζουν ότι προϋπόθεση για την προσωπική ευτυχία είναι η ηθική καλλιέργεια του χαρακτήρα. Είναι πάντως ξεκάθαρο ότι η ευτυχία και η απόκτησή της αποτελούν το βασικό κίνητρο της ηθικής σκέψης στην κυρίαρχη ελληνική φιλοσοφική παράδοση που ξεκινάει με τον Σωκράτη. Προς τι λοιπόν η ανησυχία ότι η ενασχόληση του Επικούρου με τη θεραπεία της ψυχής, όπως αυτή του αποδίδεται στην παραδοσιακή ερμηνεία, είναι φιλοσοφικά ελλιπής; Η ανησυχία είναι δικαιολογημένη, και οφείλεται στην εντύπωση που δημιουργεί η παραδοσιακή ερμηνεία ότι το πρωταρχικό κίνητρο ενασχόλησης με τη φιλοσοφία είναι καθαρά εργαλειακό. Η φιλοσοφία εξελίσσεται έτσι σε όργανο εξυπηρέτησης ενός απώτερου στόχου που βρίσκεται έξω από αυτήν, εκείνον της προσωπικής ευτυχίας, η οποία έγκειται στην απόκτηση ψυχικής γαλήνης. Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνο υποτιμά την αξία της φιλοσοφικής δραστηριότητας αλλά, αποδίδοντάς της έναν ξεκάθαρα υπηρετικό χαρακτήρα, απειλεί επίσης την αξιοπιστία της ως μεθόδου προσέγγισης της αλήθειας. Αντίθετα, στην περίπτωση του Σωκράτη αλλά και της παράδοσης της ηθικής σκέψης που ξεκινά με αυτόν, έχει παγιωθεί, και δικαίως, η ερμηνεία ότι, πρώτον, η φιλοσοφία ως μεθοδική στόχευση της αλήθειας είναι αυτοσκοπός και, δεύτερον, ότι μόνο ως τέτοια δύναται να αποτελεί καίριο συστατικό της ανθρώπινης ευτυχίας. Ο τόμος του Γ. Ζωγραφίδη σίγουρα θα φέρει αυτή την προβληματική στο προσκήνιο, ίσως ακόμα και να συνεισφέρει στη διευθέτησή της. Όχι τόσο επειδή παίρνει καθαρή θέση αναφορικά με αυτήν, αλλά κυρίως επειδή την οδηγεί στο προσκήνιο. Αλλά ας δούμε το εγχείρημα του Ζωγραφίδη συνολικά: Ο τόμος μπορεί να φανεί λίγο δύσχρηστος στα χέρια του ερευνητή που χρειάζεται να μετακινείται εύκολα από χωρίο σε χωρίο (θα βοηθούσε αν η κεφαλίδα στην κάθε αριστερή σελίδα, αντί για τον προφανή τίτλο «ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ», είχε κάποιο σημάδι ταύτισης του κειμένου που παραθέτει)· είναι ωστόσο ιδιαίτερα καλοφτιαγμένος, και αποτελείται από τρία κύρια μέρη: τον Πρόλογο, στον οποίο ο συγγραφέας μεταξύ άλλων αναφέρεται στις προϋποθέσεις που θεωρεί απαραίτητες για την ερμηνεία του επικούρειου έργου και εκθέτει σε γενικές γραμμές την άποψή του για αυτό το έργο, το κύριο μέρος με τα κείμενα, και τέλος τα Σχόλια του συγγραφέα. Το μεσαίο μέρος, που είναι και η σπονδυλική στήλη του τόμου, περιέχει τη συλλογή κειμένων που μεταφράζει ο Ζωγραφίδης. Η ποιότητα της δουλειάς του σε αυτό το μέρος είναι εξαιρετική. Το κεντρικό θέμα της συλλογής εντοπίζεται, σαφώς, στην ηθική σκέψη του Επικούρου. Εκτός όμως από τα ακέραια κείμενα του ίδιου του Επικούρου, ο συγγραφέας παραθέτει πλούσιο υλικό από δευτερογενείς πηγές, εξηγώντας σύντομα αλλά πολύ ικανοποιητικά ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους ο αναγνώστης θα πρέπει να είναι προσεκτικός με αυτές. Ο βίος του Επικούρου από τον Διογένη Λαέρτιο, εμπλουτισμένος με άκρως βοηθητικά σχόλια στο τρίτο μέρος του τόμου, αλλά και τα αποσπάσματα από επιστολές μαζί με εκείνα από χαμένα έργα του, καθώς και οι μαρτυρίες που παραθέτει ο συγγραφέας, συμπληρώνουν τη γενικότερη εικόνα για τον Επίκουρο, όντας διαφωτιστικά όχι μόνο όσον αφορά την ηθική του σκέψη, αλλά και (σε κάποιο βαθμό) ως προς τον γενικότερο φιλοσοφικό προβληματισμό του. Τα παραθέματα του Ζωγραφίδη είναι καλά ενημερωμένα σχετικά με τις συγκεντρωτικές κριτικές εκδόσεις και τις σχολιασμένες μεταφράσεις, οι επιλογές του πολύ καλά ζυγισμένες, όπως σοφή είναι και η απόφαση να είναι συντηρητικός με το κριτικό του υπόμνημα, αποφεύγοντας μνεία διορθώσεων που έχουν πια γίνει κανόνας. Τόσο καλό είναι αυτό το μέρος της δουλειάς, που ο αναγνώστης προσβλέπει και σε έναν δεύτερο τόμο, στον οποίο ο Ζωγραφίδης θα παρουσίαζε το υπόλοιπο της φιλοσοφίας του Επικούρου με επίκεντρο τα φυσικά έργα. Η μετάφραση έχει γίνει με δεξιότητα, είναι ευαίσθητη στο ύφος των κειμένων, αναπαράγοντας ταυτόχρονα το περιεχόμενό τους με ακρίβεια και επιτυγχάνοντας πολύ καλή ροή στη νεοελληνική απόδοση. Βέβαια, όπως συμβαίνει σε κάθε ανάλογη περίπτωση, η εξονυχιστική έρευνα θα μπορούσε να καταλήξει σε παρατηρήσεις, ίσως και διορθώσεις, λεπτομερειών της μετάφρασης. Εδώ θα σταθώ στην απόδοση του πάθους με τον όρο «συναίσθημα». Όπως γνωρίζουν πολλοί μεταφραστές, το πάθος είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί στα νέα ελληνικά. Σε αρκετές περιπτώσεις, το «συναίσθημα» ίσως είναι μια ικανοποιητική απόδοση. Το πρόβλημα στην περίπτωση της επικούρειας φιλοσοφίας είναι ότι ο όρος χρησιμοποιείται για την ηδονή και τον πόνο, και δεν είναι απόλυτα εύλογο ότι στα νέα ελληνικά θα αναφερόμασταν στην ηδονή και τον πόνο ως «συναισθήματα». Ακόμη και αν το κάναμε σε μερικές περιπτώσεις στην καθημερινή γλώσσα, είναι γεγονός ότι ο όρος «συναίσθημα» υποδηλώνει μια ψυχική κατάσταση που εμπεριέχει ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία, ως τέτοια, εμπλέκουν διανοητικές (και συνεπώς νοητικές) ικανότητες της ψυχής. Είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν μια τέτοιου είδους σύλληψη των εννοιών του πόνου και της ηδονής θα απέδιδε ικανοποιητικά το νόημα που προσδίδει σε αυτούς τους όρους ο Επίκουρος. Ίσως η λύση θα ήταν να διατηρήσουμε τον όρο πάθος, παρ’ όλο που οι σημασιολογικές του αποχρώσεις στα νέα ελληνικά φαίνονται να είναι αρκετά διαφορετικές. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρόμοια προβλήματα δεν φαίνεται να είχαν φοβίσει τους αρχαίους φιλόσοφους, αφού ο καθένας τους προσέδιδε στον όρο δικές του σημασίες, αρκετά διαφορετικές τόσο από αυτές των προηγουμένων, όσο και από τη σημασία του όρου στην καθημερινή του χρήση. Αξίζει όμως να κλείσουμε εδώ με τη γενική παρατήρηση ότι η μετάφραση του Ζωγραφίδη εκπληρώνει άπταιστα τον απώτερο σκοπό κάθε αξιόλογης μετάφρασης που είναι να κάνει τον αναγνώστη να θέλει να μελετήσει ο ίδιος το πρωτότυπο κείμενο. Τα σχόλια στο τρίτο μέρος επιτυγχάνουν ακριβώς τον στόχο που πρέπει να έχει ο σχολιασμός ενός τέτοιου τόμου. Παρουσιάζουν και διανοίγουν τα καίρια ερμηνευτικά ζητήματα, παραθέτουν τις μείζονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις τους στη βιβλιογραφία, και παρόλο που η ερμηνευτική προτίμηση του συγγραφέα συχνά διαφαίνεται, αυτό γίνεται διακριτικά, προσκαλώντας τον αναγνώστη να ερευνήσει το θέμα για να καταλήξει σε δική του θέση. Σε μία ίσως περίπτωση ο συγγραφέας παρασύρεται προς μια δογματική θέση, η οποία είναι μάλλον ατυχής. Όταν ο Επίκουρος γράφει στην επιστολή Προς Μενοικέα ότι ο θάνατος είναι μηθὲν πρὸς ἡμᾶς, δεν εννοεί ότι ο θάνατος δεν είναι απολύτως τίποτα. Σίγουρα είναι κάτι, και ο ίδιος σημειώνει ότι είναι αυτό που μας κάνει να μην έχουμε πια καμιά αίσθηση – έχει επομένως επιπτώσεις, μας αφαιρεί τις αισθήσεις, και οτιδήποτε έχει επιπτώσεις θα πρέπει το ίδιο να είναι κάτι. Αυτό που ο Επίκουρος εννοεί με το μηθὲν πρὸς ἡμᾶς, ορθά ή λανθασμένα, είναι ότι ο θάνατος δεν έχει καμία αξία για μας, αρνητική ή θετική, και το επιβεβαιώνει παραθέτοντας δύο επιχειρήματα: το ένα επιχειρεί να δείξει ότι δεν πρέπει να απεχθανόμαστε τον θάνατο και το άλλο ότι ούτε πρέπει να ευχόμαστε να συμβεί. Θα ήθελα τώρα να σταθώ σε ορισμένα θέματα που σχετίζονται με την παραδοσιακή ερμηνεία της επικούρειας φιλοσοφικής προσέγγισης, κάνοντας μερικές παρατηρήσεις για την ερμηνευτική προσέγγιση του Ζωγραφίδη, όπως αυτή διαφαίνεται στον τόμο. Οι σημαντικότερες αιτίες της εργαλειακής ερμηνείας της φιλοσοφίας του Επικούρου φαίνονται να είναι δύο. Η μία σχετίζεται με την κατηγορία περί αμορφωσιάς του Επικούρου, με βάση την οποία του αποδίδεται και μια γενικότερη έλλειψη φιλοσοφικής ευαισθησίας. Όπως σωστά επισημαίνει ο Ζωγραφίδης, τούτο σχετίζεται με ένα κλίμα που ο ίδιος ο Επίκουρος είχε δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό του και το οποίο προσφέρεται σε (ηθελημένες ή μη) παρερμηνείες. Είναι γνωστή η κριτική του στάση προς την κυριαρχούσα φιλοσοφική εκπαίδευση των ημερών του, όπως και προς τα μαθηματικά. Γιατί όμως μια τέτοια στάση επιδέχεται μόνο απορριπτική κρίση; Όσον αφορά την εκπαίδευση, πολλά φαίνεται να συνηγορούν στην εκτίμηση ότι εκείνο κατά του οποίου ο Επίκουρος καταφέρεται (και μάλιστα δικαιολογημένα) είναι η χαμηλής ποιότητας αναπαραγωγή θεωριών, καθώς πολλοί από εκείνους που τις δίδασκαν μάλλον δεν τις κατανοούσαν επαρκώς. Όσον αφορά τώρα τα μαθηματικά, είναι γεγονός ότι ήδη από τις αρχές της ελληνιστικής περιόδου αρχίζουν να αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη φιλοσοφία, χωρίς όμως να δημιουργείται ταυτόχρονα και καθαρή συνείδηση της θεωρητικής τους ανεξαρτησίας από αυτήν. Είναι λοιπόν απόλυτα δικαιολογημένο να εκφράσει κανείς (όπως σίγουρα κάνει ο Επίκουρος) την ανησυχία ότι οι μετρήσεις των αστρονόμων και τα αποτελέσματα των μαθηματικών χρειάζονται φιλοσοφική ερμηνεία και θεμελίωση. Δεν μπορούμε λοιπόν να τον καταδικάσουμε για ακαλλιέργητη επίθεση κατά των μαθηματικών, χωρίς να εξετάσουμε σοβαρά την πιθανότητα να είναι δικαιολογημένη η ανησυχία που εκφράζει. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο Πλάτων, του οποίου η ενασχόληση με τα μαθηματικά είναι οργανικά συνδεδεμένη με τη φιλοσοφική του δραστηριότητα, έχει όχι μόνο πλήρη επίγνωση της διαφορετικότητας των δύο, αλλά και την ξεκάθαρη θέση ότι η φιλοσοφία έχει θεμελιακό ρόλο σε σχέση με τα μαθηματικά. Πιο σοβαρή αιτία εδραίωσης της παραδοσιακής ερμηνείας φαίνεται να είναι μια κάποια εργαλειακή αντίληψη του Επικούρου για βασικές ηθικές έννοιες, όπως η δικαιοσύνη. Πράγματι, ο Επίκουρος εκτιμά ότι η δικαιοσύνη δεν είναι καλή από μόνη της, αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά μόνο για όσα παρέχει. Το κακό με τις άδικες πράξεις δεν είναι το ότι είναι ενάντιες σε αυτό που ορίζει η δικαιοσύνη, αλλά ο πόνος που θα συνοδεύσει την τιμωρία για μια τέτοια πράξη, ή ο πόνος που θα συνοδεύει τη συνεχή ανησυχία ότι η πράξη θα αποκαλυφθεί και θα τιμωρηθεί. Όπως θα μπορούσαμε να πούμε, η αξία της δικαιοσύνης βρίσκεται όχι στο ότι η ίδια, αυτή καθ’ εαυτήν, είναι καλή αλλά στο ότι είναι αιρετή: είναι δηλαδή επιλέξιμη για τα επακόλουθά της και μόνο. Παρ’ ότι όμως μια τέτοια θέση θα αποτελούσε ανάθεμα για τα περισσότερα από τα παραδοσιακά ρεύματα της ελληνικής ηθικής σκέψης, δεν παύει να είναι φιλοσοφικά θεμιτή, όπως και απόλυτα σύμφωνη με την επικούρεια θεωρία περί αξιών, η οποία κτίζεται με βάση τον κανόνα ότι καθ’ εαυτό καλό είναι μόνο η αίσθηση ηδονής και κακό μόνο η αίσθηση πόνου. Άλλωστε, πώς μια καθαρά ηδονιστική ηθική όπως εκείνη του Επικούρου (κι όπως επίσης πολλές άλλες που προτάθηκαν αργότερα) θα μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς την αξία της δικαιοσύνης; Το κλίμα μέσα στο οποίο δρα ο Επίκουρος, τα ερεθίσματα και τα κίνητρα της σκέψης του, συνδέονται αιτιακά με τη μορφή που παίρνει η φιλοσοφία του, και είναι απόλυτα δικαιολογημένη η πλήρης αναφορά που κάνει σε αυτά ο Ζωγραφίδης, καθώς και η σημασία που τους αποδίδει. Όποια όμως και να είναι η γενεαλογία της σκέψης του Επικούρου, δικαιούται και οφείλει να αξιολογηθεί από την οπτική γωνία της φιλοσοφικής αξίας του προϊόντος της. Σε τελευταία ανάλυση, ο υλισμός όπως και ο ηδονισμός της έχουν αποτελέσει πλούσιες πηγές φιλοσοφικής επίδρασης, με τον πρώτο μάλιστα να είναι ίσως ο νικητής στο πεδίο της θεωρητικής θεμελίωσης της φυσικής. Ακόμα και η ίδια η στάση του Επικούρου απέναντι στο έργο του κάνει αναγκαία τη φιλοσοφική αξιολόγησή του. Η μαρτυρία σχετικά με έναν από τους λόγους που αρχικά τον έβαλαν στον δρόμο της φιλοσοφίας είναι ενδεικτική: Ενώπιον της θέσης του δασκάλου του ότι πριν από αυτά που τώρα υπάρχουν υπήρχε χάος, αντέδρασε ερωτώντας τι υπήρχε πριν από το χάος. Μπορεί μεν η παρατήρηση του δασκάλου του να ήταν το αίτιο αυτής της αντίδρασης του Επικούρου, η ερώτηση όμως που ο ίδιος θέτει είναι καθαρά φιλοσοφική, όπως επίσης αμιγώς φιλοσοφικό είναι και το εγχείρημα απάντησης το οποίο μια τέτοια ερώτηση προκαλεί. Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ συνοπτικά σε έναν διαχωρισμό ο οποίος κατά τη γνώμη μου πρέπει να γίνει, και που δεν είναι ξεκάθαρο ότι γίνεται στην παρούσα έκδοση, ανάμεσα στην εσωτερική συνοχή της προσέγγισης και γενικότερης φιλοσοφικής θέσης του Επικούρου από τη μια μεριά, και της αλληλεξάρτησης των μερών του φιλοσοφικού του έργου από την άλλη. Είναι σίγουρο ότι το σύνολο του έργου του Επικούρου διέπεται από βασικές μεθοδολογικές αρχές, και αυτό το θέμα αξίζει σίγουρα συστηματική εξέταση. Όπως π.χ. ο Επίκουρος θεμελιώνει τη φύση πάνω σε βασικά διακριτά στοιχεία, τα άτομα, θεμελιώνει επίσης πάνω σε βασικά διακριτά στοιχεία, τα επεισόδια ηδονής και πόνου, τη θεωρία αξιών και ορθολογικής πρακτικής επιλογής, ενώ, τέλος, αντίστοιχα θεμελιώνει τη γνωσιολογία του πάνω σε διακριτά επεισόδια αισθήσεων και προλήψεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το καθένα από αυτά τα πεδία θεώρησης δεν μπορεί να σταθεί και να αξιολογηθεί σαν τέτοιο από μόνο του, ανεξάρτητα από τα άλλα. Η θεμελίωση των βασικών στοιχείων της αξιολογικής του θεώρησης επιτελείται τελείως ανεξάρτητα από το μέρος της φιλοσοφίας του που αφορά τη φυσική, βασιζόμενη μόνο στη συστηματική παρατήρηση ψυχολογικών αντιδράσεων έμψυχων οργανισμών. Επίσης, καμία από τις πηγές δεν μαρτυρεί ότι ο Επίκουρος δεν θα άφηνε (και πολύ σωστά, άλλωστε) ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιος να αποδέχεται, π.χ., τον ηδονισμό του χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδεχθεί τον φυσικό ατομισμό, και αντιστρόφως. Εν κατακλείδι: Η έκδοση συμβάλλει σημαντικά στην έρευνα της ηθικής σκέψης του Επικούρου, ενώ ταυτόχρονα κινεί το ενδιαφέρον για το υπόλοιπο φιλοσοφικό του έργο. Είναι φυσικό λοιπόν να περιμένουμε τώρα από τον Ζωγραφίδη την έκδοση ενός ανάλογου τόμου για την επικούρεια φυσική. Δημοσιεύθηκε: 22.11.2010 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |