Pdf

2010-14

Δημητρίου: Ηθική και πολιτική

Στέφανος Δημητρίου: Ηθική και πολιτική. Δικαιολόγηση των πεποιθήσεων και πολιτική φιλοσοφία. Αθήνα: Πόλις 2008, 244 σ., 22 €.



Κρίνει ο Κώστας Σταμάτης (ΑΠΘ)
stam-zick@otenet.gr

Α. Το δοκίμιο τούτο συνεχίζει με εμβρίθεια την πνευματική διαδρομή του συγγραφέα στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία, ύστερα από το επίσης εντυπωσιακό έργο του Θεμελίωση και ανασκευή. Επιχείρημα, νοηματική ταυτότητα και φιλοσοφική αξιολογία (Αθήνα: Εστία 2003). Εκεί κυρίαρχο ζήτημα ήταν ότι στις επιστήμες του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την κριτική φιλοσοφία, ο φορμαλισμός και ο σχετικισμός κατ’ ουσίαν αποκλείουν αντινομίες και αμφισημίες. Εμμένοντας στην αρχή της νοηματικής ταυτότητας, αδυνατούν να αναδείξουν τις πρακτικές αρχές και τις αξίες ως πρόβλημα, πόσο μάλλον να τις θεμελιώσουν κιόλας, σε έναν κόσμο υπό συνθήκες κανονιστικής αβεβαιότητας.

Η κριτική σκέψη, τουναντίον, καθότι προσηλωμένη με ήρεμη βεβαιότητα στο χειραφετητικό ορθολογικό πρόταγμα, διόλου δεν διστάζει να πάρει στα σοβαρά εννοιακές αμφισημίες και πραγματικές αντινομίες που περιζώνουν το αντικείμενο του στοχασμού. Συνήθως θεωρείται ότι τούτο το έργο αποτελεί το προσφιλές πεδίο επιχειρηματολογίας, το ισχυρό πλεονέκτημα του σοφιστή. Ωστόσο, απέναντι στον σοφιστή, ήδη με τον Πλάτωνα, ο κριτικά σκεπτόμενος φιλόσοφος αντιγυρίζει ότι εκείνος αρκείται να εκμεταλλεύεται την αναπότρεπτη σημασιολογική αοριστία των εννοιών και τις αναμενόμενες διχογνωμίες των επιχειρηματολογούντων περί του πρακτέου, προκειμένου ο διάλογος να απολήξει σε έκβαση συμφέρουσα για την πλευρά του σοφιστή. Επειδή ο σοφιστής διεκδικεί για τον εαυτό του το προνόμιο να μην τοποθετείται με ορθοπρακτική δεσμευτικότητα γύρω από οτιδήποτε, αποφεύγει και να θεματοποιεί επί της ουσίας τις αντινομίες που ανακύπτουν στο εκάστοτε συζητούμενο θέμα. Κάτι τέτοιο θα έφερνε τον σοφιστή αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο της αναίρεσής του, δηλαδή με το φιλοσοφικό ζήτημα των αξιακών κριτηρίων ως προς την ορθότητα της αναζητούμενης λύσης.

Στο καινούργιο δοκίμιό του ο Στέφανος Δημητρίου επεκτείνει και συνάμα εμβαθύνει τον προβληματισμό του, με θεματικό επίκεντρο τους τρόπους δικαιολόγησης πεποιθήσεων. Σε αντιδιαστολή προς τον σοφιστή ή τον σύγχρονο σχετικισμό, δεν εκλαμβάνει τις πεποιθήσεις ως οριστικά σχηματισμένες αντιλήψεις, ανεπίδεκτες ορθολογικού ελέγχου, αλλά ανάγεται συνειδητά στις κανονιστικές παραμέτρους τους. Οι πεποιθήσεις δεν είναι έσχατο δεδομένο των διαλόγων περί του πρακτέου. Επικυρώνονται, μεταβάλλονται ή ανασκευάζονται στη δημόσια σφαίρα μέσα από τη βάσανο κριτικών ελέγχων που τις υπερβαίνουν. Τούτο διεξάγεται μέσω συσχέτισης των πεποιθήσεων προς την αλήθεια και την ορθότητα ως ρυθμιστικές αρχές οποιουδήποτε διαλόγου, θεμελιωτικού ή εφαρμοστικού. Με τις σκέψεις αυτές, αφόρμημα του δοκιμίου γίνεται το ερώτημα: μπορούν να δικαιολογηθούν ορθολογικά κριτήρια που προασπίζουν έναν κανονιστικό σύνδεσμο ηθικής και πολιτικής; Η καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερωτηματικό αναζητείται μέσα από ένα οδοιπορικό του συγγραφέα σε τρία διαφορετικά θεωρητικά υποδείγματα, στον δικό μας ιστορικό και προερμηνευτικό ορίζοντα: τη φιλοσοφία του Ρωλς, τον κοινοτισμό και τη νεοφιλελεύθερη σκέψη τύπου Νόζικ.

Θα ήταν υπερφίαλο να αξίωνε κανείς από τον συγγραφέα ένα συστηματικό έργο θεμελίωσης αρχών, βάσει των οποίων να καθίσταται δυνατή η κανονιστική αποτίμηση των λογής-λογής πεποιθήσεων των ανθρώπων περί ορθού, αγαθού, αρετής κ.λπ. Τέτοια συνθετικά φιλοσοφικά εγχειρήματα δεν αφθονούν στη διεθνή κίνηση ιδεών, ως γνωστόν. Και εν πάση περιπτώσει απαιτείται μακρά διαδικασία ωρίμανσης στον καθένα μας, προκειμένου να πλησιάσει καν σε παρόμοιο σημείο.

Αυτό που είναι θεμιτό, απεναντίας, είναι να παρατηρηθεί ότι ως προς τον συνεκτικό ιστό του δοκιμίου ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι η επιλογή των συγκεκριμένων, ετερογενών μεταξύ τους, υποδειγμάτων και ιδίως η μεταξύ τους συνάρθρωση δεν αιτιολογούνται στον επιθυμητό βαθμό. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να είχε γίνει περισσότερο εμφανές ποιους βασικούς όρους για συστηματική πραγμάτευση του προβλήματος σκέπτεται ο ίδιος ο συγγραφέας, με κεντρικό γνώμονα την κανονιστική σύνδεση ηθικής, δικαίου και πολιτικής. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεσπόζον στοιχείο θα ήταν ό,τι ο ίδιος ο συγγραφέας εκτιμά ως κρίσιμες φιλοσοφικές ιδέες προς αυτή την κατεύθυνση. Τούτο έχει γίνει κυρίως στην κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου. Παρά ταύτα, η μέχρι τούδε ερευνητική πορεία του συγγραφέα προδιαθέτει ότι πιθανόν να αποπειραθεί κάτι τέτοιο προσεχώς. Άλλωστε η κεντρική ιδέα του βιβλίου αποτελεί ήδη σημαίνουσα προζύμη προς τούτο. Ποια είναι λοιπόν αυτή;

Για τον συγγραφέα, η ηθική, δικαιική και πολιτική φιλοσοφία υπεραμύνεται των θεμελιωδών αιτημάτων που εισηγείται, διότι καταφάσκει τη γνωσιοκρατική θέση ότι μπορούμε να γνωρίζουμε, όσο επίπονο κι αν είναι τούτο, τι είναι ορθό να πράττουμε και τι όχι. Όπως επίσης είναι δυνατόν να προσπελάζουμε τι είναι αληθές και τι όχι, οσοδήποτε δύσκολο κι αν μοιάζει αυτό. Ειδ’ άλλως, εάν δεν υπήρχε δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στο ορθό και το επιλήψιμο, στο δίκαιο και το άδικο, θα κατέρρεε και η ίδια η δυνατότητα του ηθικώς πράττειν εν γένει. Επομένως, οι έννοιες “αξιολογική ορθότητα” και “ηθική πράξη” είναι αξεχώριστες: αιρομένης της μίας αίρεται και η άλλη. Η κριτική φιλοσοφία εκτιμά ότι η γνώση ως προς αυτά προσλαμβάνει και αντικειμενική ισχύ, κατ’ αρχάς εφόσον ακουμπά σε λόγους περί της αλήθειας και της ορθότητας οι οποίοι ενέχουν κύρος καθολικό.

Έχω τη γνώμη ότι αυτό εξυπονοεί ο Στέφανος Δημητρίου, όταν κάνει λόγο για «ύπαρξη ηθικής πραγματικότητας», έκφραση που κανονικά παραπέμπει σε έναν ηθικό ρεαλισμό με καταγωγική προέλευση τον Πλάτωνα. Διαφορετικά θα ανέκυπτε εδώ ένα απαράβλεπτο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η ηθική «πραγματικότητα» δεν μπορεί να είναι ένα προϋφιστάμενο καθεστώς αλήθειας και ορθότητας. Δεν συνταυτίζεται με κάποια προϋπάρχουσα τάξη αξιών, η οποία σε τελική ανάλυση θα μπορούσε να αποδοθεί περιγραφικά και εκ των έξω. Η ηθική πραγματικότητα δεν «υπάρχει» ξέχωρα από την ηθική αντικειμενικότητα των πρακτικών αρχών, εκτός κι αν ομιλούμε για πεποιθήσεις κοινωνικής και όχι αυτόνομης ηθικής. Η πραγματικότητά της, επομένως, δεν είναι άλλη από την ενεργητική συμπαρουσία των ανθρώπινων όντων στον κόσμο και την ικανότητα της συνείδησής τους να θέτει αυτόνομα κανόνες γενικής ισχύος, κάτω από τους οποίους η ελευθερία καθενός μπορεί να συνυπάρξει με εκείνη των άλλων.

Με την έννοια αυτή φρονώ ότι η τάξη της ηθικής πραγματικότητας είναι κατά κάποιον τρόπο νοητή. Βασικό της γνώρισμα είναι ότι τα ηθικά υποκείμενα που την συναποτελούν είναι σε θέση να αντλούν γενικεύσιμες –και με αυτή την έννοια αντικειμενικές, διυποκειμενικά δεσμευτικές– πρακτικές αρχές από τον πρακτικό Λόγο και να τις εξειδικεύουν σε κανονιστικές κρίσεις χάρη στην κριτική ικανότητά τους. Στην πρακτική του χρήση, ο Λόγος ως αντικείμενο της βούλησης θέτει «μόνο το ηθικό πρόσωπο της ανθρωπότητας» (έτσι αποφαίνεται π.χ. η Διένεξη των Σχολών), όπως προσδιορίζεται από εσωτερικούς νόμους της συνείδησης, που τίθενται αυτόνομα από και για τα μέλη της ανθρωπότητας.

Η ηθική πράξη, συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται βάσει δεσμεύσεων που πηγάζουν από τους όρους που την καθιστούν δυνατή. Τέτοια θεώρηση δεν μπορεί παρά να είναι κριτική, αφού ανιχνεύει αρχήθεν το δέον γενέσθαι θέτοντας η ίδια τις προϋποθέσεις του – χωρίς να δεσμεύεται ούτε από δήθεν θεόσταλτους κανόνες ή κάποια ουσιολογικά συνειλημμένη, αντικειμενική φυσική τάξη πραγμάτων ή αξιών ούτε από κατεστημένες κοινωνικές συμβάσεις. Εάν λόγου χάρη σκεπτόμαστε πάνω σε αρχές δικαιοσύνης, η καθολική εγκυρότητά τους καταφαίνεται από το εξής. Κάθε φορά που θα χρειαστεί να επιχειρηματολογήσουμε γύρω από αυτές, η ηθικοπολιτική μας συνείδηση θα ανατρέξει αυτόνομα σε πρωταρχικούς όρους για νομιμοποιημένη συγκρότηση έννομης τάξης και πολιτικού εξουσιασμού.

Β. Η ιθύνουσα ιδέα του δοκιμίου υπογραμμίζει εύστοχα και με ισχυριστική πειθώ ότι η πρακτική φιλοσοφία εν συνόλω χρειάζεται ορισμένα μεταθεωρητικά διαπιστευτήρια, κάποιους απαραίτητους αρμούς που να οργανώνουν τη σκέψη μας, προσδίδοντάς της ικανή συνοχή και προσανατολισμό άξιο λόγου. Επειδή η πρακτική φιλοσοφία νοιάζεται για την ουσιαστική ορθότητα των πρακτικών αρχών, τα διαπιστευτήρια αυτά συναρτώνται με ορισμένο μεταηθικό διαλογισμό γύρω από τα κριτήρια δικαιολόγησης αυτών των αρχών. Συγχρόνως αποκτούν και σπουδαιότητα μεταμεθοδολογική, αφού διέπουν και τις προϋποθέσεις σύστασης της μεθόδου προσέγγισης αυτών των αρχών.

Υπό το φως αυτής της καθοδηγητικής εκτίμησης, το δοκίμιο υποστηρίζει βάσιμα ότι ήδη η κατασκευασιοκρατία της Θεωρίας δικαιοσύνης του Ρωλς είχε παραγνωρίσει τη σπουδαιότητα των μεταθεωρητικών και μεταηθικών ζητημάτων. Το πρόβλημα παροξύνεται πολύ περισσότερο με την εγκατάλειψη από τον ύστερο Ρωλς του αναγκαίου συνδέσμου ανάμεσα στη θεωρία δικαιοσύνης και το γνωσιοκρατικό αίτημα αληθείας και ορθότητας. Έτσι όμως θολώνει, αν δεν χάνεται εντελώς, η προτεραιότητα της ουσιαστικής ορθότητας των επιχειρημάτων έναντι της εύλογης αποδοχής τους. Αντίστοιχα απομειώνεται το (ούτως ή άλλως εκ προθέσεως περικεκομμένο) βεληνεκές ηθικής αντικειμενικότητας στην οποία αποβλέπει ο Πολιτικός φιλελευθερισμός του Ρωλς. Μακριά από του να είναι κατεδαφιστική, η κριτική αποτίμηση του δοκιμίου εύλογα ανατοποθετεί το ρωλσιανό αίτημα για «ευρεία αναστοχαστική ισορροπία» στην κατεύθυνση που αναφέραμε παραπάνω.

Ο αξιακός δεσμός μεταξύ ορθότητας και επιχειρήματος επιτρέπει στον συγγραφέα του δοκιμίου να ασκήσει ανάλογη κριτική στην κοινοτιστική θεωρία τύπου Σαντέλ και Μακιντάυρ. Η θεωρία αυτή έλκεται από τον σχετικισμό και τον ιστορισμό, οπότε το ορθοπρακτικό ζητούμενο διαλύεται μέσα σε πολλαπλότητα πεποιθήσεων στην αχανή διάταξη των συμβεβηκότων και της ιστορικής περιστασιακότητας. Η κριτική στον κοινοτισμό μπορεί παρ’ όλα αυτά να διαχωρίσει από αυτόν κάτι που αξίζει να συγκρατηθεί: ένα αρετολογικό στοιχείο πολύτιμο για τον σύγχρονο ηθικό στοχασμό, αποσπασμένο από την αριστοτελική προέλευσή του. Πράγματι, η δεοντοκρατική θεώρηση περί δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να διαπλεχθεί με ορισμένη αρεταϊκή παράμετρο γύρω από μια γενική ιδέα κοινού καλού της πολιτικής κοινότητας, είτε σε εθνικό είτε και σε κοσμοπολιτικό επίπεδο. Παρόμοια νύξη, εξ άλλου, κατέλιπε και ο ίδιος ο Καντ: η εξωτερική χρήση της ελευθερίας μας δέον να γίνεται έντιμα, αλλά και σκόπιμα για το καλό του κόσμου (π.χ. στο κείμενό του «Τι σημαίνει: προσανατολίζομαι στην πράξη»).

Σε επίπεδο μεταηθικό, προκειμένου η ηθικοπολιτική θεωρία να τεκμηριώσει πρακτικές αρχές, καλείται προκαταρκτικά να αναλογισθεί πάνω στο αξιακό πρόσημό τους. Κι εδώ επίσης η καντιανή υπόμνηση (στο κείμενο «Το τέλος των πάντων») διατηρεί αρυτίδωτη φρεσκάδα: «στα ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχει ουδετερότητα κι ακόμη λιγότερο κράση αντίθετων αρχών». Αντικείμενο της πρακτικής φιλοσοφίας είναι η συμμόρφωση του πράττειν, ατομικά και συλλογικά, προς γενικούς νόμους ελευθερίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μην τεθεί ένα πρωτοφιλοσοφικό ερώτημα: προς τι και με ποιο πρακτικό ενδιαφέρον;

Η απάντηση του δοκιμίου, πολύ ορθά, τονίζει ότι η συνθήκη της δικαιολόγησης τροφοδοτείται αξιακά από την αρχή της ίσης αυτονομίας και ελευθερίας. Από αυτή την ακρογωνιαία αρχή μπορούμε να συναγάγουμε περαιτέρω αρχές, δικαιικές και πολιτικές, για (νεωτερική) κοινωνία ελεύθερων, ίσων και αλληλέγγυων προσώπων, διατεθειμένων για κοινούς όρους χειραφέτησής τους από σχέσεις ανισότητας, ανελευθερίας και αλλοτρίωσης. Τα δρώντα υποκείμενα λογαριάζονται ως αυτοσκοπός και όχι απλώς ως μέσο για οτιδήποτε. Συνεπώς η επιζητούμενη ορθολογικότητα δράσης και συμπεριφοράς ισοδυναμεί με έλλογο αυτοκαθορισμό τους, σε συνθήκες ίσης ελευθερίας και αλληλεγγύης, με αμοιβαίο σεβασμό στα «δίκαια της ανθρωπότητας», κατά την καντιανή έκφραση.

Τα ανθρώπινα υποκείμενα χρειάζονται αρχές που να προσανατολίζουν τη δράση τους και κανόνες που να την διέπουν. Αλλιώς η ύπαρξή τους καταντά ανερμάτιστη και συγχρόνως ανυπόφορα ανασφαλής. Μολονότι συχνά δυσχερές, τελώντας κάτω από αναπόφευκτες συνθήκες ορθοπρακτικής επισφάλειας, τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι προικισμένα με την ικανότητα να επιθυμούν, υπό το πρίσμα του καθορισμού της δράσης τους από τη βούληση, οι πράξεις τους να είναι ορθές. Η οικειοθελής τήρηση του καθήκοντος από καθαρή συνείδηση καθήκοντος καθιστά το πρόσωπο ενάρετο. Παράλληλα, η συμμόρφωσή του προς κανόνες δικαίου κατά το δυνατόν ορθούς καθιστά το υποκείμενο δικαίου και νομοταγή πολίτη. Όχι άνευ όρων, ωστόσο. Η συμμόρφωση του προσώπου γίνεται σε υποχρέωση που να είναι και η ίδια άξια υπακοής, κατ’ αρχάς εφόσον ισχύει με εγκυρότητα καθολική. Στο δοκίμιο διαφαίνεται η διαφωτιστική ιδέα ότι η πρακτική φιλοσοφία φέρει το βάρος να εκφέρει τέτοιες αρχές ηθικές, αλλά και αρχές δικαιοπολιτικές, κατ’ άλλη διατύπωση αρχές δικαιοσύνης, ώστε να δικαιολογείται βάσιμα η ελπίδα ο ανθρώπινος βίος να βαίνει βελτιούμενος και το ανθρώπινο γένος να πορευθεί προς το καλύτερο. Αλλά σε τι θα ενέκειτο παρόμοια βελτίωση και γιατί πριν απ’ όλα θα άξιζε τον κόπο;

Η θέση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στάθηκε διαυγής. Για τον Ρουσσώ, οι αρχές πολιτικού δικαίου δέον να συλλαμβάνονται έτσι, ώστε η δικαιοσύνη και η ωφελιμότητα να μη βρίσκονται σε διάσταση (στο Κοινωνικό συμβόλαιο). Για τον Καντ, πάλι, η ωφέλεια για το γένος των ανθρώπων θα συνίστατο στο ότι οι καλές πράξεις τους, ως ηθικών προσώπων, ως υποκειμένων δικαίου και ως πολιτών, θα γίνονταν καλύτερες και περισσότερες (στη Διένεξη των Σχολών). Σε δικαιοταξία εύτακτης πολιτείας θα σμικρυνόταν η αυθαιρεσία των ισχυρών. Όχι μόνο των κρατούντων απέναντι στους πολίτες, αλλά και των οικονομικά ισχυρών ιδιωτών έναντι των υπολοίπων. Συνακόλουθα, θα αύξανε η ενσυνείδητη υπακοή στους νόμους, τόσο σε καθεμία πολιτική κοινωνία χωριστά όσο και στην κλίμακα της διεθνούς κοινωνίας. Εν προκειμένω, η κρίσιμη διαφορά από τον συνεπειοκρατικό και ωφελιμιστικό τύπο δικαιολόγησης συνίσταται σε τούτο: δεν είναι οι πρακτικές αρχές που απορρέουν από προεκτίμηση πιθανών ωφελειών, αλλά το αντίστροφο. Η ελπιζόμενη ωφέλεια θα είναι απότοκος της συνεπούς τήρησης των πρακτικών αρχών. Υπόκειται στο καθήκον, δεν το θεμελιώνει.

Το μεστό δοκίμιο του Στέφανου Δημητρίου διεξέρχεται με τη δέουσα σοβαρότητα τη στενή συνάφεια της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας με τη θεωρία δικαιοσύνης. Η συνάφεια αυτή εκδιπλώνεται στο συγκεκριμένο έργο ειδικά ως προς τους τρόπους δικαιολόγησης αρχών, βάσει των οποίων να αξιολογούνται ακολούθως οι πεποιθήσεις, είτε τρέχουσες είτε σταθεροποιημένες. Ωστόσο, με την έμφαση που ο συγγραφέας αποδίδει στην ανάγκη για μεταηθικό βάθρο της θεωρίας δικαιοσύνης, διανοίγει και μία πολύ γόνιμη δίοδο προς ορισμένη ηθική θεώρηση δεύτερου βαθμού. Αυτή θα είχε ως αντικείμενο την αποτίμηση των αρχών δικαιοσύνης που οποιαδήποτε επί μέρους θεωρία δικαιοσύνης εξαγγέλλει σε πρώτο βαθμό.

Η θεωρία δικαιοσύνης διατιμάται, πράγματι, ανάλογα με το δυναμικό που διαθέτει ως προς τον φωτισμό των αξιότερων διαστάσεων του κοινωνικού βίου. Εάν οι διαστάσεις αυτές αξιώνουν για τα μέλη του ανθρώπινου γένους σχέσεις πραγματικής ελευθερίας, ουσιαστικής ισότητας και αλληλεγγύης, τότε ξεπροβάλλουν ευκρινώς πια οι κεφαλαιώδεις αρχές για δίκαιη κοινωνία: η ελευθερία, η ισότητα, η αλληλέγγυα βιοτική αυτοτέλεια των κοινωνών. Καθόλου συμπτωματικά, αυτή ακριβώς η σύλληψη έχει κατατεθεί από τον Καντ (στην §46 της Θεωρίας δικαίου), με τη μορφή τριών πρωταρχικών αρχών για ορθή πολιτειακή συγκρότηση.

Γ. Εντελώς δευτερεύον είναι ότι θα διστάζαμε να συμμερισθούμε κάποιες επί μέρους θέσεις του συγγραφέα. Τέτοιες είναι λόγου χάριν: ορισμένη ροπή στον πλατωνισμό μέσω ηθικού ρεαλισμού, η εκτίμηση του συγγραφέα ότι η γνωσιοθεωρητική σκευή του Νόζικ είναι ισχυρή, ή ότι ο κοινοτισμός προσφέρει αρετολογικά στοιχεία απαραίτητα για την ανανέωση του δημοκρατικού ιδεώδους και των σύγχρονων αστικών κοινωνιών. Δύο ακόμη σχόλια φαίνονται χρήσιμα:

α) Κατ’ αρχάς, το βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου δεν γράφηκε ως διδακτικό εγχειρίδιο, από το οποίο αναγνώστης αρχάριος στη φιλοσοφία εύλογα θα αξίωνε να είναι ιδιαίτερα εύληπτο και διαφανές ως προς τα νοήματά του. Γράφηκε ως δοκίμιο, το οποίο απευθύνεται σε αρκετά ενημερωμένο αναγνώστη ως προς τα ρεύματα ιδεών που αναφέρονται σε αυτό. Αλλά φιλοσοφικό δοκίμιο έτσι κι αλλιώς αναμένεται να κινείται σε υψηλό αφαιρετικό επίπεδο, κάτι που ασφαλώς συντρέχει και στο κρινόμενο έργο. Στο γνώρισμα τούτο προστίθεται εδώ ένα ύφος γλωσσικά περίτεχνο στην εκφορά του λόγου, που ενίοτε αποβαίνει εις βάρος της αναλυτικής σαφήνειας, αλλά και νοηματικά πυκνό, που ενίοτε γίνεται στρυφνό. Νομίζω όμως πως, εάν ο αναγνώστης στέρξει αυτή την ιδιομορφία της γραφής, θα αποζημιωθεί αρκούντως από το περιεχόμενο του δοκιμίου.

β) Ίσως κάποιο διακριτό συμπέρασμα να διευκόλυνε τη συγκεφαλαίωση της προσωπικής θέσης του συγγραφέα, ανοίγοντας συνάμα ένα παράθυρο σε μελλοντική συνέχιση της έρευνάς του γύρω από τον κατά τη γνώμη του προσφορότερο τρόπο δικαιολόγησης αρχών δικαιοσύνης. Αυτό όμως αναφέρεται σε άλλο δοκίμιο πλέον, το περιεχόμενο του οποίου εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να προδικασθεί ούτε καν από τον συγγραφέα του.



Δημοσιεύθηκε: 7.12.2010

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Σταμάτης, Κ.: (Βιβλιοκρισία του:) Στέφανος Δημητρίου: Ηθική και πολιτική. Δικαιολόγηση των πεποιθήσεων και πολιτική φιλοσοφία (Αθήνα: Πόλις 2008). Κριτικά 2010-14, <http://www.philosophica.gr/critica/2010-14.html>.



ISSN 1791-776X