![]() |
||
![]() 2011-01 Αντόρνο: Εισαγωγή στη διαλεκτική Theodor W. Adorno: Einführung in die Dialektik (Nachgelassene Schriften. Abteilung IV: Vorlesungen, Band 2· επιμ. Ch. Ziermann). Frankfurt: Suhrkamp 2010, 440 σ., 43 €. Κρίνει ο Κώστας Μάρας (Institute for Advanced Study of the Humanities, Essen)
Συνηθισμένος στην ιδιόρρυθμη και ενίοτε γριφώδη υφή του λόγου του Αντόρνο, ο αναγνώστης αυτής της Εισαγωγής στη διαλεκτική έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μια άλλη, αμεσότερη πλευρά του φιλοσόφου, ο οποίος αναπτύσσει μεν εδώ ex cathedra τις θέσεις του για τη διαλεκτική, ο τρόπος ωστόσο της παρουσίασης αποκλίνει αισθητά από την ιδιότυπα (συντακτικά και μορφολογικά) περίτεχνη γλώσσα έργων όπως η Αρνητική διαλεκτική και η Αισθητική θεωρία. Στις παραδόσεις του αυτές του Θερινού Εξαμήνου του 1958 στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης, όπως και σε άλλες των κατάλοιπων έργων του, ο Αντόρνο μετέρχεται με ευχέρεια τους κώδικες της προφορικής (“διαλεκτικής”, θα έλεγε κανείς) επικοινωνίας· προσαρμόζει χωρίς καμιά αναστολή στις ανάγκες μιας ευκατανόητης από τη μεταπολεμική γενιά, άρτιας εισαγωγής την ανάπτυξη των θέσεων και επιχειρημάτων του για μια διαλεκτική πέρα από συνήθεις προσλήψεις, στερεότυπες αντιλήψεις και δογματικές ερμηνείες. Παραθέτοντας χωρία από την εισαγωγή στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ο Αντόρνο τονίζει από την αρχή πως η κατανόηση της διαλεκτικής (πρέπει να) αφορμάται από μια διπλή κίνηση της έννοιας, κίνηση που υπαγορεύεται τόσο από τη συνεπή ακολουθία στην ανάπτυξη του στοχασμού όσο και από την ιδιοσυστασία του αντικειμένου, το οποίο αποτελεί αναφορά, βηματοδότη και ρυθμιστικό όρο της σκέψης (σ. 19). Η διπλή (στη βάση της συστοιχίας σκέψης-αντικειμένου) εκδιπλούμενη κίνηση συνιστά ένα γίγνεσθαι, όπου η σκέψη, διαλεγόμενη με το σημείο αναφοράς της, εκλαμβάνει το αντικείμενο όχι ως αμετακίνητο ταυτό, αλλά ως αυτοκινούμενη και ουσιαστικά ιστορική διαδικασία. Η κριτική στην ανιστορική, μεταφυσική υποστασιοποίηση ή “πραγμοποίηση” του αντικειμένου αντλεί για τον Αντόρνο διαπιστευτήρια εγκυρότητας από το εγελιανό credo της αλήθειας ως ολότητας, δηλαδή ενός ολισμού ο οποίος αίρει τις μονομέρειες της εννοιακής καθήλωσης του αντικειμένου στο πάγιο σχήμα του καθοριστικού προσδιορισμού, αναγκάζοντάς την σε πολλαπλές μεταβάσεις και αναδιπλώσεις, ή αλλιώς διαμεσολαβήσεις, η ολότητα των οποίων συγκροτεί την αλήθεια ως αποτέλεσμα (σ. 38). Τη διαμεσολάβηση, ή κινητικότητα ως συστοιχία έννοιας και αντικειμένου, εδραιώνει ο Αντόρνο με μια αναφορά και ένταξη της προβληματικής αυτής στο ευρύτερο ιστορικοφιλοσοφικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης του Χέγκελ με την καντιανή φιλοσοφία πάνω στο θέμα της ανασκόπησης (Reflexion· σ. 95). Το ουσιαστικό βήμα που κάνει ο Χέγκελ απέναντι στον Καντ σύμφωνα με τον Αντόρνο, ο οποίος στο σημείο αυτό ακολουθεί κάπως αβίαστα την παραδοσιακή πρόσληψη της εγελιανής φιλοσοφίας ως υπέρβασης της υπερβατολογικής διαλεκτικής του Καντ, συνίσταται στο ότι ο Χέγκελ αφαιρεί από την καντιανή ανασκόπηση του Λόγου τον χαρακτήρα απλά εξωτερικής σχέσης, με την έννοια ότι ο Λόγος εν είδει αντανάκλασης (Reflexion) του εαυτού του στον καθρέπτη στέκεται απλά απέναντι στο κάτοπτρό του και το εξετάζει κριτικά. Απεναντίας, ο Χέγκελ αίρει τη «διχοστασία» αυτή συγκεράζοντας κάτοπτρο και κατοπτριζόμενο σε ένα ενιαίο ενέργημα αυτοαναφοράς, κατά την οποία και τα δύο αποτελούν στιγμές του ενός Λόγου, ο οποίος θέτει τη σχέση αυτή αντανάκλασης απλά ως βαθμίδα αυτογνωσίας. Αν δηλαδή σε πρώτο επίπεδο ο Λόγος διενεργεί την ανασκόπηση ως αυτοκριτικό έλεγχο και εξέταση της αντιστοιχίας μορφών και περιεχομένων, εννοιακών προσδιορισμών και εμπειρικών στοιχείων της σκέψης, στο δεύτερο επίπεδο συντελείται μια ανασκόπηση αυτής της ανασκόπησης, καθώς η ίδια η διαφορά μορφής και περιεχομένου, υποκειμενικού και αντικειμενικού, a priori και a posteriori, μετατρέπεται σε περιεχόμενο και αντικείμενη αναφορά μιας αυτοστοχαστικής μορφής, δηλαδή σε ένα είδος νόησης νοήσεως. Αυτό με τη σειρά του παραπέμπει, σύμφωνα με τον Αντόρνο, στην αρχή της αρνητικότητας ως άρσης των ορίων της απλά αντιθετικής, “εξωτερικής” ανασκόπησης, η οποία συντελείται χωρίς τη διαμεσολάβηση της ανώτερης βαθμίδας αυτογνωσίας του Λόγου. Γι’ αυτό και η διαλεκτική κατανόηση της έννοιας της (λογικής) αντίφασης αντιτίθεται στην “εξωτερική” άρνηση, δηλαδή στην αντιθετική αντιπαραβολή δύο όρων, θεωρώντας την απλά σημείο μετάβασης και ένδειξη περιορισμού ή ελλειμματικότητας, η οποία αίρεται καθώς η σκέψη αναγνωρίζει την κίνηση του αντικειμένου και συστοιχίζεται προς αυτήν, υπερβαίνοντας τη μονομέρεια του εκάστοτε προσδιορισμού και της αναλήθειας που τον συνοδεύει. Έτσι ο αφηρημένος προσδιορισμός, ο έρμαιος αναφορών στον ιστορικό πυρήνα του αντικειμένου, “ρευστοποιείται” στο συνεχές της ολιστικής (αυτο-)αναδίπλωσης (των στιγμών) της αλήθειας. Η διαλεκτική σκέψη περιγράφεται λοιπόν από τον Αντόρνο ως το εγχείρημα μιας ιδιότυπης σύλληψης του αντικειμένου: όχι ως διαδικασία υπαγωγής του στην ταξιθετική και νομοθετική γενική-καθολική έννοια, αλλά ως ένα είδος διάσπασης του πυρήνα του, δηλαδή μιας διάνοιξης που αναδεικνύει τη σχέση και αντίθεση μεταξύ καθολικού και μερικού ως όρο συγκρότησης, αλλά και κινητήριο έλασμα της αυτοαναδίπλωσής του (σ. 60). Εξού και η δυσφορία του Αντόρνο απέναντι στην κατανόηση της διαλεκτικής ως τρόπον τινά βασιλικής οδού και αλάνθαστης μεθόδου – και τούτο όσον αφορά τόσο μια (ιδεαλιστική) παραγωγή (Deduktion) εννοιών, όσο και μια (υλιστική) κοσμοθεωρία στο πλαίσιο του σοβιετικού μαρξισμού. Κατά μία έννοια εγγύτερα στο θετικιστικό πνεύμα προσκόλλησης στην αμεσότητα της δεδομένης εμπειρίας, και απορρίπτοντας την “εξωτερική” αντιπαραβολή θέσης και αντίθεσης με σκοπό τη δήθεν απρόσκοπτη σύνθεση, ο Αντόρνο χαρακτηρίζει τη διαλεκτική ως μικρολογικό (mikrologisch) εγχείρημα: Καθώς αυτή βυθίζεται σε ό,τι στοιχειώνει τον πυρήνα του αντικειμένου, αναδεικνύει εκεί την ανάδυση της αντίθεσης μέσα από αυτό που αρχικά προσλήφθηκε ως θέση (σ. 191). Μικρολογία και αντίφαση που γεννά η θέση: Εδώ βλέπουμε τη διαλεκτική αυτή κατανόηση να παίρνει ένα σαφέστερο περίγραμμα, καθώς η σκέψη στοχεύει να αναδείξει στην ταυτότητα του αντικειμένου το στοιχείο μη-ταυτότητας – να καταδείξει δηλαδή πώς στον πυρήνα της ταυτότητας εμφιλοχωρεί η ετερότητα. Αν και ο Αντόρνο δεν αναφέρεται στην «Ιδέα της φυσικής ιστορίας», μικρό κείμενο (εισήγηση) που εκφωνήθηκε με την ευκαιρία της έναρξης της συνεργασίας του με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Φρανκφούρτη, είναι ωστόσο προφανές πως η διαλεκτική μεταχείριση στην οποία υπόκειται στο κείμενο αυτό η αντίθεση φύσης και ιστορίας αποτελεί παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Αντόρνο κατανοεί τη διαλεκτική αντίφαση ως εγγενές χαρακτηριστικό της ταυτότητας του αντικειμένου. Αν λοιπόν η διαλεκτική συνίσταται στην ανάδειξη μέσα στον έσχατο πυρήνα της ταυτότητας του διαλεκτικού της Άλλου, και αν επιπλέον η λογική μορφή της διαλεκτικής έγκειται στις μεταβάσεις ή διαμεσολαβήσεις της σκέψης καθώς διασχίζει τα άκρα της σχέσης “θέση-αντίθεση” (σ. 265) χωρίς να παραμένει κάτι ενδιάμεσο, τότε στο παράδειγμά μας το ιστορικό Είναι μεταβαίνει στη φυσική ιστορία και η φύση, ακόμα και εκεί που φαίνεται όλως στατική και πάγια, εξελίσσεται ως ιστορικό Είναι. Προεκτείνοντας αυτόν τον συλλογισμό στην αναφορά στο αντικείμενο εν γένει, βλέπουμε εδώ τον Αντόρνο να υιοθετεί το εγελιανό σχήμα μιας ταυτότητας που θέτει εντός της τη διαφορά, ή αλλιώς μιας διαφοράς που τίθεται ως ταυτότητα. Μεταφέροντας ουσιαστικά το σχήμα της ανασκοπικότητας της συνείδησης στον τρόπο διαλεκτικής εκδίπλωσης του αντικειμένου, ο Αντόρνο αποδίδει σε αυτό, πάντα βέβαια υπό το φως του εννοιακού διαλέγεσθαι, μια αυτοαναφορικότητα για την οποία το εκάστοτε Άλλο (η αντίθεση) δεν νοείται ως εξωτερική άρνηση, αλλά ως εμμενές θέτειν ταυτότητας και διαφοράς. Σημαντικό μέρος της παράδοσης για τη διαλεκτική αφιερώνεται στη διασάφηση του πώς η κατανόησή της αντιτίθεται στις παραδοσιακές προσλήψεις περί αδιάψευστα αληθογενούς, επιστημολογικά στέρεας και συστηματικά αδιάβλητης μεθόδου, όπως αυτές βρίσκουν κλασικό περίγραμμα στο έργο του Καρτέσιου. Σε αντιπαράθεση με το γνωσιοθεωρητικό ιδεώδες της ασφαλούς οδού φιλοσοφικής μεθοδολογίας, ο Αντόρνο εστιάζει το καθήκον της διαλεκτικής στη στοιχειοθέτηση μοντέλων (σ. 236): τούτα διατάσσουν τις έννοιες ώστε να σχηματίζουν αστερισμούς (Konstellationen· σ. 294), οι οποίοι περιβάλλουν εκείνο το στοιχείο του αντικειμένου που, ως μη-ταυτόσημο, δεν υπάγεται εξ ορισμού στην ταυτιστική έννοια. Με τα μοντέλα στοχασμού, όπως τα ευαγγελίζεται ο Αντόρνο, το μη-ταυτόσημο ως πηγή της αντίφασης και κινητήρια δύναμη για την εκδίπλωση της διαλεκτικής σκέψης ούτε εντάσσεται εξ αρχής στο συνεχές ενός συστηματικού Όλου (όπως στον Χέγκελ), αλλά ούτε παραμένει απρόσιτο και απροσπέλαστο, έγκλειστο σε κάποιον υπερβατικό νοούμενο κόσμο (όπως στον Καντ). Αν λοιπόν το διαλέγεσθαι του φιλοσοφικού στοχασμού προϋποθέτει για τον Αντόρνο μια αντιστοιχία της σκέψης με το αντικείμενο, δηλαδή μια θεωρία για την αλήθεια ως ενάργεια (Evidenztheorie), τούτο δεν παραπέμπει σε κάποιο είδος διανοητικής εποπτείας, αφού η αντιστοιχία δεν συνεπάγεται πράγματα που χαρακτηρίζονται από μονιμότητα και ταυτιστική προσδιοριστικότητα. Η αλήθεια ως αστερισμός εννοιών υπό διαμόρφωση (δηλαδή ως κινητική και μεταβαλλόμενη διάταξη εννοιακών στοιχείων) μετατρέπει την αντιστοιχία σε συνεκτικότητα της αλήθειας (Kohärenztheorie): Καθώς οι σκέψεις που θέλουν να είναι αληθινές ανανεώνονται αδιάκοπα μέσα από την κίνηση των διαλεκτικών διαμεσολαβήσεων και αναβαπτίζονται μέσα από την εμπειρία του (κατά βάση ιστορικού) πράγματος, τα μοντέλα διαμορφώνουν τη συνεκτικότητα ως ένα είδος αλληλόδρασης μεταξύ της συναστέρωσης των εννοιών από τη μια μεριά και του πλέγματος των πραγμάτων από την άλλη. Φυσικά, η αλληλόδραση αυτή αντιτίθεται τόσο στη θετικιστική προσήλωση στη δεδομενικότητα του αντικειμένου, όσο και στην ιδεαλιστική εξ ορισμού υπαγωγή του στην εννοιακή τάξη της προσδιοριστικής γενικής έννοιας. Εξού και το γνωσιοθεωρητικό καθήκον που, σύμφωνα με τον Αντόρνο, απορρέει για μια διαλεκτική σκέψη στο ύψος των καιρών και σε αντίθεση με τη φιλοσοφική παράδοση (είτε ιδεαλιστικής είτε υλιστικής απόχρωσης): η αξίωση της αστερισμικής γνώσης να διαυγάζει τον πυρήνα του αντικειμένου στο φως της εννοιακής, αλλά επ’ ουδενί εννοιοκρατικής σύλληψης (σ. 241). Την εννοιοκρατία αυτή διαβλέπει ο Αντόρνο, ο οποίος στο σημείο αυτό παραλληλίζει τη διαλεκτική θεώρηση της αλήθειας με την αλήθεια στην αποφατική θεολογία (σ. 269), ακόμη και στην επιστημολογική διάκριση και συχνά μονομερή συστράτευση με έναν από τους όρους της αντίθεσης μεταξύ (ιστορικής) γένεσης και (κανονιστικής/δεσμευτικής) ισχύος: Από τη μια μεριά η ανάλυση των συνθηκών προέλευσης και ανάδυσης ενός φαινομένου δεν εξαντλεί το νοηματικό του περιεχόμενο, ούτε σχετικοποιεί με αυτόν τον τρόπο την αξίωση γενικής/δεσμευτικής ισχύος του, ενώ από την άλλη μεριά η υποστασιοποίηση της αλήθειας σε υπεριστορική δεσμευτικότητα αντιβαίνει στον ουσιαστικά ιστορικό χαρακτήρα της αλήθειας ως αποτελέσματος ή ως φορέα πολλαπλών διαμεσολαβήσεων – κυρίως ιστορικο-γενετικής υφής. Μια παρεμφερή εννοιοκρατία διαγιγνώσκει ο Αντόρνο και στην τάση της δομής των κρίσεων να προτάσσουν το νοητικό σκέλος, τη συνθετική-εννοιακή λειτουργία της κρίσης, σε βάρος του νοηματικού της περιεχομένου, σε αντίθεση δηλαδή με τη διαλεκτική κατανόηση της κρίσης ως υποτύπωση της αμοιβαίας, αλληλοπεριχωρητικής διαμεσολάβησης μορφής και περιεχομένου, της αμοιβαίας αυτοπαραγωγής (σ. 304) μορφής και περιεχομένου, υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου. Η εισαγωγή στη διαλεκτική σε αυτές τις παραδόσεις ούτε πλήρης, ούτε οριστική επιδιώκει να είναι. Αντίθετα ο Αντόρνο υποστηρίζει πως η σύγχρονη διαλεκτική σκέψη και φιλοσοφία μπορεί να έχει μόνο αποσπασματικό χαρακτήρα (σ. 310). Ωστόσο η αποσπασματικότητα αυτή δεν υποδηλώνει πνεύμα παραίτησης, γιατί εμμένει στην αξίωση της σκέψης για αντικειμενική γνώση. Αυτή την αξίωση θέλουν να μεταδώσουν στη μεταπολεμική γενιά της Γερμανίας οι παραδόσεις αυτές, οι οποίες, αν και δεν προσφέρουν στον γνώστη του λόγου του Αντόρνο νέες όψεις της σκέψης του, εντούτοις αποτελούν μια καθόλα χρήσιμη εισαγωγική σύνοψη της διαλεκτικής θεωρίας του. Δημοσιεύθηκε: 17.2.2011 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |