![]() |
||
![]() 2011-02 Μάκι: Ηθική Τζον Λ. Μάκι [John L. Mackie]: Ηθική. Η επινόηση του ορθού και του εσφαλμένου (μτφρ.: Δ. Μιχαήλ· επιμ.: Μ. Θεοδοσίου· εισ.: Α. Χατζημωυσής). Αθήνα: Εκκρεμές 2010, 445 σ., 24 €. Κρίνει η Γκόλφω Μαγγίνη (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
To Ηθική. Η επινόηση του ορθού και του εσφαλμένου του Τζ. Λ. Μάκι αποτελεί ένα κλασικό για τη σύγχρονη ηθική θεωρία κείμενο, η έκδοση του οποίου στα ελληνικά θα συμβάλει ουσιαστικά στην προαγωγή των σχετικών συζητήσεων στη χώρα μας. Ήδη από τη δημοσίευσή της το 1977, η μελέτη του Μάκι προκάλεσε έντονες ζυμώσεις στον χώρο τόσο της αναλυτικής μεταηθικής όσο και της κανονιστικής ηθικής, και η συζήτηση γύρω από τις θέσεις του συγγραφέα της έλαβε τη μορφή έντονης και διαρκούς πολεμικής [1]. Οι λόγοι είναι ορατοί ήδη από τις εισαγωγικές διατυπώσεις της Ηθικής: «οι αξίες δεν είναι αντικειμενικές, δεν ανήκουν στην ύφανση του κόσμου» (σ. 48). Ο συγγραφέας σπεύδει να διακηρύξει ρητά τον ηθικό σκεπτικισμό και προχωρεί σε διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να τον εννοήσουμε. Δεν πρόκειται, κατά πρώτο λόγο, για έναν σκεπτικισμό «πρώτης» αλλά «δεύτερης» τάξης, ο οποίος δεν παίρνει τη μορφή μιας κανονιστικής φιλοσοφικής θέσης, αλλά ούτε και φιλοδοξεί να επηρεάσει την κοινή ηθική μας εμπειρία (σ. 48, 104-6). Δεν πρόκειται, κατά δεύτερο λόγο, για έναν σκεπτικισμό που περιορίζεται σε μια λογική και σημασιολογική θέση αλλά έχει κατ’ ανάγκην οντολογικές προεκτάσεις, και υπ’ αυτή την έννοια διακρίνεται από τον ηθικό υποκειμενισμό, με τον οποίο συνήθως τον συγχέουν: Για τον Μάκι, ο ηθικός υποκειμενισμός είναι μια μορφή σκεπτικισμού, πράγμα όμως που δεν ισχύει αντιστρόφως. Ο συγγραφέας της Ηθικής διατυπώνει μια προκλητική θέση για το status quo της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, το πνεύμα της οποίας αποτυπώνεται με τον πιο σαφή τρόπο από τον Χέαρ (R.M. Hare). Ο τελευταίος δεν κατανοεί τι σημαίνει «αντικειμενικότητα», καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο ένα «παλιομοδίτικο ζήτημα» (σ. 56), αυτό της αντικειμενικότητας των ηθικών αξιών: «αυτό είναι το κεντρικό μεταηθικό ερώτημα, η αντικειμενικότητα ή η υποκειμενικότητα των αξιών και των απαιτήσεων, όχι η ανάλυση των ηθικών εννοιών ή της ηθικής γλώσσας» (σ. 147) [2]. Με αφετηρία αυτή την ισχυρή πεποίθηση, ο Μάκι θα κάνει σε όλη την πορεία της μελέτης του ρητές αναφορές στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας –περνώντας από τους αρχαίους Σοφιστές (σ. 204, 209) στον Χομπς (σ. 95, 205-7, 209-15) και στον Χιουμ (σ. 75, 90, 94, 208-15), ο οποίος είναι και η βασική αναφορά του για τη νεωτερική ηθική σκέψη, μιας και αυτός πρώτος διέγνωσε τα εγγενή προβλήματα που παρουσιάζει η κυρίαρχη αντικειμενιστική αντίληψη για την καταγωγή των ηθικών κατηγοριών– ενώ παράλληλα θα επιχειρήσει να αναγνώσει την ιστορία της ηθικής στο φως της σύγχρονης ηθικής προβληματικής. Πέρα όμως από τον διάλογό του με την ιστορία της ηθικής, ο Μάκι επιχειρεί να συνδέσει την ηθική και μεταηθική θεωρία με άλλα πεδία, όπως την οντολογία, τη γνωσιοθεωρία, τη φιλοσοφική ψυχολογία, αλλά και με τη φαινομενολογία της κοινής ηθικής μας εμπειρίας, την οποία επικαλείται επανειλημμένα όσον αφορά την αξίωση των ηθικών όρων για αντικειμενικότητα (σ. 81-2). Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, ποιες είναι οι φιλοσοφικές αξιώσεις του ηθικού σκεπτικισμού; Ο τελευταίος κατέχει σαφώς κατά τον Μάκι το status μιας «αρνητικής» θεωρίας, μιας θεωρίας πλάνης (error theory), που στρέφεται ταυτοχρόνως τόσο κατά της κοινής ηθικής μας εμπειρίας όσο και κατά του εγγενούς αντικειμενισμού ολόκληρης της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης. Ο ηθικός σκεπτικισμός θέτει επίσης σε αμφισβήτηση τις πιο καθιερωμένες χρήσεις της ηθικής γλώσσας, στο μέτρο που υποστηρίζει ότι η βαθιά ριζωμένη πεποίθησή μας ότι οι ηθικές αξίες είναι αντικειμενικές είναι ψευδής (σ. 74-5). Ως «αρνητική» θεωρία, ο ηθικός σκεπτικισμός δέχεται παραδοσιακά υποστήριξη από επιχειρήματα δύο ειδών: αυτό της σχετικότητας (relativity) και εκείνο της ιδιορρυθμίας (queerness). Από τα δύο επιχειρήματα που επικαλείται ο Μάκι, είναι το δεύτερο που έχει τύχει διεξοδικότερης ανάλυσης, αλλά και δριμύτερης κριτικής, καθώς σε αυτό επανέρχονται τόσο οι θιασώτες όσο και οι πολέμιοι της αντιρεαλιστικής, ή για την ακρίβεια «ιρρεαλιστικής» (irrealist) θέσης του εισηγητή του, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει κανένα πραγματικό θεμέλιο και καμία επαρκής δικαιολόγηση της αντικειμενικότητας των ηθικών κατηγοριών: «Αν υπήρχαν αντικειμενικές αξίες, θα ήταν οντότητες ή ποιότητες ή σχέσεις κάποιου πολύ παράξενου είδους, εντελώς διαφορετικού από οτιδήποτε άλλο μέσα στο σύμπαν. Αντίστοιχα, αν τις γνωρίζαμε, αυτό θα όφειλε να συμβαίνει χάρη σε κάποια ειδική ικανότητα ηθικής αντίληψης ή ενόρασης, εντελώς διαφορετικής από τους συνηθισμένους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουμε όλα τ’ άλλα» (σ. 86-7). Στο πλαίσιο επεξεργασίας των δύο επιχειρημάτων, ο Μάκι αναφέρεται σε μια σειρά από πρότυπα αντικειμενοποίησης ή, χρησιμοποιώντας έναν όρο που πρώτος αυτός εισάγει στη σύγχρονη ηθική θεωρία, προβολής των ηθικών στάσεων, με αφετηρία αυτό που ο Χιουμ αποκάλεσε «τάση του νου να επεκτείνεται στα εξωτερικά αντικείμενα» (σ. 94). Τέτοια πρότυπα αντικειμενοποίησης είναι η προβολή συναισθημάτων με τον τρόπο της «παθητικής πλάνης», η διάκριση μεταξύ υποθετικών και κατηγορικών προσταγών, η συσχέτιση νόμου και ηθικής μέσω της αναφοράς στην τελευταία ως ένα σύστημα θετού ή θείου δικαίου από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο νομοθέτης και, τέλος, η τελολογική αριστοτελική-ακινάτεια αντίληψη για τον γενικό σκοπό (τέλος) του ανθρώπινου βίου. Το κεντρικό, λόγω της προγραμματικής του φύσης, εισαγωγικό κεφάλαιο του πρώτου μέρους της Ηθικής διαδέχονται τρεις σημαντικές πραγματεύσεις που αφορούν το νόημα και τις χρήσεις των κύριων ηθικών όρων, όπως «το καλό» (κεφ. 2), «οι υποχρεώσεις» και «οι λόγοι» (κεφ. 3) και η «καθολίκευση» (κεφ. 4). Όσον αφορά, συγκεκριμένα, τον ηθικό όρο «καλό», ο Μάκι αποφαίνεται ότι: «Το γενικό νόημα της λέξης είναι ουδέτερο και βρίσκεται μεταξύ αυτών των δύο αντίπαλων απόψεων. Επιπλέον, όμως, ακόμη κι αν έχω δίκιο ότι η κύρια ηθική χρήση αναφέρεται όντως σε υποτιθέμενες εγγενείς απαιτήσεις, αυτό δεν συνεπάγεται ότι υπάρχουν αντικειμενικές αξίες, παρά μόνο ότι η ηθική σκέψη περιλαμβάνει παραδοσιακά και συμβατικά –και, όπως πρότεινα, πολύ φυσικά και κατανοητά– αξίωση για αντικειμενικότητα» (σ. 129). Στο δεύτερο κεφάλαιο, και ενώ εξετάζει την κλασική για τη φιλοσοφική νεωτερικότητα, χιουμιανής προέλευσης, ηθική διάκριση “είναι/δέον” υπό το πρίσμα της σύγχρονης γλωσσαναλυτικής φιλοσοφίας (Μουρ, Σερλ), ο Μάκι ενισχύει τη θέση του περί της μη αντικειμενικότητας των όρων: «Αυτές οι ιδέες, οι οποίες με τη σειρά τους συμβάλλουν σημαντικά στις κοινές μας έννοιες των καλών λόγων και της ηθικής υποχρέωσης, ενσωματώνουν πλάνες οι οποίες είναι πολύ φυσικές. Δεν παύουν όμως να είναι πλάνες» (σ. 162) [3]. Στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Μάκι θέτει το δύσκολο για τον ηθικό σκεπτικισμό πρόβλημα της καθολίκευσης στην ηθική, την οποία πραγματεύεται ως προς τα τρία στάδιά της: το αδιάφορο των αριθμητικών διαφορών, το να τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου και, τέλος, το να λαμβάνουμε υπόψη μας τις διαφορετικές προτιμήσεις και τα αντίπαλα ιδανικά· όσον αφορά το τελευταίο, ανώτερο, στάδιο καθολίκευσης, ο Μάκι κάνει ρητή αναφορά σε κανονιστικές ηθικές θεωρίες όπως ο ωφελιμισμός –στον οποίο επανέρχεται στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου– και η ρωλσιανή θεωρία της δικαιοσύνης (σ. 183-4). Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει όσον αφορά το λογικό status της καθολίκευσης δεν πλήττει ουδόλως την εγκυρότητα της συλλογιστικής του ηθικού σκεπτικιστή, καθώς τίποτε δεν φαίνεται να αποκλείει το υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο υπεισέρχεται εδώ με το λογικό status της απόφασης: «Όποια κι αν είναι η τιμή αληθείας της λογικής θέσης, απαιτείται πάλι ανεξάρτητη απόφαση υπέρ ή κατά της αντίστοιχης ουσιώδους πρακτικής αρχής. Δεν είναι μόνο ότι οι ατομικές επιταγές, οι οποίες εισάγονται σε ένα επιχείρημα στο πλαίσιο της καθολίκευσης, αντιπροσωπεύουν αποφάσεις: το ίδιο ισχύει και για τη γενική, τυπική, πρακτική αρχή, η εφαρμογή της οποίας τις καθολικεύει ή τις προεκτείνει σε ανάλογες περιπτώσεις» (σ. 190). Η επικράτηση του υποκειμενικού στοιχείου όχι απλώς δεν εξασθενεί, αλλά αντιθέτως ενισχύεται στο ανώτερο στάδιο καθολίκευσης λόγω του μη παραδοσιακού, μετασυμβατικού τρόπου χρήσης των ηθικών όρων και των προτύπων πρακτικού συλλογισμού (σ. 195). Το δεύτερο μέρος της Ηθικής πραγματεύεται την κανονιστική ηθική, αντιμετωπίζοντας τις κυριότερες κανονιστικές ηθικές θεωρίες υπό το πρίσμα των συνεπειών του ηθικού σκεπτικισμού ως μεταηθικής θέσης. Και εδώ ο Μάκι εισάγει μια ρηξικέλευθη άποψη, διακρίνοντας ανάμεσα σε «ανακάλυψη» και «δημιουργία» στην ηθική: «Δεν πρέπει να ανακαλύψουμε την ηθικότητα αλλά να την δημιουργήσουμε: πρέπει να αποφασίσουμε ποιες ηθικές απόψεις θα υιοθετήσουμε, ποιες ηθικές στάσεις θα λάβουμε» (σ. 200, πρβ. σ. 230-2). Πρόκειται για μια μορφή ηθικότητας, της οποίας προηγούμενα στην ιστορία της ηθικής σκέψης εντοπίζει ο Μάκι στους Σοφιστές (Πρωταγόρας), στον Χομπς και στον Χιουμ και στην οποία αναφέρεται ως «το τέχνασμα [device] της ηθικής» – όρο που ο Μάκι δανείζεται εδώ από τον Γουόρνοκ (G.J. Warnock). Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να συλλάβει το «τέχνασμα της ηθικής» είναι η εξήγηση της υπόσχεσης ως «τεχνάσματος» στον Χιουμ (σ. 215). Στη βάση αυτής της θέσης περί της μορφής του «τεχνάσματος της ηθικής», ο Μάκι επιτίθεται στα κυριότερα νεωτερικά ηθικά συστήματα, με πρώτο το ηθικό σύστημα του ωφελιμισμού: «Ο ωφελιμιστικός συλλογισμός είναι μύθος και, μου φαίνεται, μύθος όχι και τόσο χρήσιμος» (σ. 257). Αντ’ αυτού προκρίνει το «εύπλαστο της ηθικής» αναφορικά με το περιεχόμενο της «ωφέλειας» (σ. 266 κ.ε.). Ανάλογης δριμύτητας είναι και οι επιθέσεις του τόσο στη συνεπειοκρατία όσο και στη δεοντοκρατία (σ. 273 κ.ε.). Στο πλαίσιο επεξεργασίας ενός συστήματος πρακτικής ηθικής ο Μάκι διατυπώνει μια ακόμη ρηξικέλευθη θέση: «Δεν υπάρχει τίποτε το εσφαλμένο στην αγάπη προς εαυτόν και την περιορισμένη γενναιοδωρία καθαυτές. Έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι μπορούν να προκαλέσουν άσχημα αποτελέσματα, η αντιμετώπιση των οποίων είναι έργο του ειδικού τεχνάσματος της ηθικής με τη στενή σημασία. Χρειαζόμαστε περιορισμούς όσον αφορά την επιδίωξη αυτών των συγκεκριμένων συμφερόντων. Ωστόσο, η επιδίωξή τους συνιστά ένα μεγάλο και κεντρικό μέρος της καλής ζωής» (σ. 309). Πάνω σε αυτή την έννοια του αυτοαναφορικού αλτρουισμού αφενός και των δικαιωμάτων αφετέρου, ο Μάκι στηρίζει την αντίληψή του περί καλής ζωής· είναι εντούτοις σαφές ότι ο τρόπος που εννοεί τα δικαιώματα (λ.χ. το δικαίωμα στην ιδιοκτησία) είναι αρνητικός, καθώς αντιτίθεται τόσο στον a priori, καθολικό προσδιορισμό τους όσο και στην απόλυτη ισχύ τους. Η απάντησή του στους Λοκ και Νόζικ όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι ενδεικτική της γενικής τοποθέτησής του: «το συμπέρασμα δεν είναι ότι δικαίωμα ιδιοκτησίας (ή, πιο συγκεκριμένα, ιδιωτικής ιδιοκτησίας) δεν μπορεί να υπάρξει αλλά μόνο ότι δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτονόητες πρώτες αρχές» (σ. 321). Το δεύτερο μέρος του βιβλίου κλείνει με τη διατύπωση από τον Μάκι μιας ισχυρής θέσης για τα κίνητρα της ηθικής, η οποία φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά το ζήτημα του ηθικού εγωισμού. Στο ερώτημα εάν υπάρχει ένταση και ανεπίλυτη σύγκρουση μεταξύ ορθού λόγου και προσωπικού συμφέροντος, αυτός απαντά: «Υποστήριξα ότι ο εγωισμός δεν είναι ανήθικος, αλλά αποτελεί σημαντικό μέρος κάθε βιώσιμου ηθικού συστήματος» (σ. 341). Στο ερώτημα που υφέρπει ήδη από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του και αφορά το ποια «πρωτοβάθμια» ηθική προκρίνει εντέλει, ο Μάκι απαντά εδώ εισηγούμενος έναν ιδιότυπο «ωφελιμισμό κανόνων, δικαιωμάτων, καθηκόντων και προδιαθέσεων», ο οποίος «θα μπορούσε να κληθεί και εγωισμός κανόνων, δικαιωμάτων, καθηκόντων και προδιαθέσεων» (σ. 357) – μια τοποθέτηση με προβληματικές προεκτάσεις που έχουν συχνά επισημανθεί [4]. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου εξετάζονται οι «προβολές» της ηθικής σε πεδία εκτός των ορίων της, όπως η ψυχολογία και η μεταφυσική, το δίκαιο και η πολιτική, και τέλος η θρησκεία (σ. 403 κ.ε.). H ελληνική μετάφραση της σημαντικής μελέτης του Μάκι (από τον Δημήτρη Μιχαήλ, με επιμέλεια Μιλτιάδη Θεοδοσίου) βοηθά τον αναγνώστη να εισαχθεί σε μια δύσκολη και από πολλές απόψεις τεχνική μεταθεωρητική συζήτηση με τρόπο ομαλό και απρόσκοπτο. Η απόδοση ορισμένων όρων θα ήγειρε ενδεχομένως ενστάσεις (για παράδειγμα, η απόδοση του private property ως «ιδιωτικής ιδιοκτησίας», αντί της καθιερωμένης στην ελληνική επιστημονική κοινότητα «ατομικής ιδιοκτησίας»). Διαφωτιστική είναι και η σύντομη εισαγωγή του Αντώνη Χατζημωυσή που εστιάζει στο πολύ σημαντικό πρώτο μέρος του βιβλίου, ως χώρο όπου τίθενται οι προκείμενες της όλης μεταηθικής διερώτησης, αλλά και στην ιστορία πρόσληψης των θέσεων του Μάκι στη μετέπειτα συζήτηση γύρω από τον ηθικό ρεαλισμό εντός του πεδίου της αναλυτικής ηθικής φιλοσοφίας. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 20.4.2011 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |