![]() |
||
![]() 2011-06 Βιρβιδάκης: Ηθική Στέλιος Βιρβιδάκης: Η υφή της ηθικής πραγματικότητας. Αθήνα: Leader Books 2009, 479 σ., 34 €. Κρίνει ο Ανδρέας Μιχαλάκης (Πανεπιστήμιο Πατρών)
Κάθε κανονιστική θεωρία που αποτιμά την ορθότητα ή την αγαθότητα των ανθρώπινων πράξεων, των κοινωνικών πρακτικών και των μορφών κοινωνικής οργάνωσης εγείρει αξίωση εγκυρότητας των κανονιστικών κριτηρίων της και των κρίσεων που διατυπώνει. Οι σύγχρονες συζητήσεις της αγγλοαμερικανικής μεταηθικής αφορούν στη διερεύνηση των γνωσιολογικών, οντολογικών, σημασιολογικών και ψυχολογικών ερωτημάτων που θέτει αυτή η αξίωση εγκυρότητας του κανονιστικού ηθικού-αξιακού λόγου μας. Επιδέχονται οι ηθικές κρίσεις μας τιμές αληθείας; Και αν ναι, είναι κάποιες από αυτές πράγματι αληθείς, ή αντίθετα πρέπει να θεωρηθούν συλλήβδην ψευδείς; Υπάρχει κάποια ηθική πραγματικότητα που αποτελείται από ηθικά γεγονότα τα οποία “περιγράφουν” οι ηθικές μας κρίσεις; Αποτελεί η ύπαρξη μιας τέτοιας πραγματικότητας αναγκαία συνθήκη για την αντικειμενικότητα του ηθικού λόγου, ή μήπως οι ηθικές κρίσεις μας μπορεί να είναι έγκυρες ακόμα και εάν δεν υφίστανται ηθικά γεγονότα ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις μας; Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε τα ηθικά γεγονότα παρόμοια με τα γεγονότα που περιγράφουν και εξηγούν οι φυσικές επιστήμες, ή αντίθετα απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό οντολογικό status; Πώς έχουμε γνωστική πρόσβαση σε αυτή την ηθική πραγματικότητα; Μέσω μιας ιδιαίτερης ευαισθησίας, μέσω του πρακτικού λόγου μας ή μέσω της ενόρασης; Και τέλος, μπορούν τα ηθικά γεγονότα να δεσμεύσουν κανονιστικά τη βούλησή μας και να μας κινητοποιήσουν να πράξουμε ηθικά; Τα ερωτήματα αυτά δύσκολα μπορούν να παρακαμφθούν ή να αγνοηθούν από όσους ασχολούνται με την κανονιστική πρακτική φιλοσοφία, δηλαδή με ερωτήματα πρώτης τάξεως –π.χ. “πώς πρέπει να πράξω;”, “ποιος βίος είναι αγαθός;”– καθώς οι απαντήσεις σε αυτά τα πρωτοβάθμια ερωτήματα αναγκαστικά προϋποθέτουν κάποιες, έστω άρρητες και ανεξέταστες, μεταηθικές θέσεις. Το βιβλίο του Στέλιου Βιρβιδάκη Η υφή της ηθικής πραγματικότητας μας προσφέρει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ορισμένες από τις σημαντικότερες συζητήσεις της σύγχρονης αγγλοαμερικανικής μεταηθικής, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειώσει εντυπωσιακή ανάπτυξη και έχει φωτίσει τα παραπάνω ερωτήματα αντλώντας από τη γνωσιολογία, τη φιλοσοφία της γλώσσας και του νου, τη μεταφυσική και την ηθική ψυχολογία τα απαραίτητα εννοιολογικά εργαλεία για την επιτυχή θεματοποίησή τους. Ο Βιρβιδάκης εστιάζει την ανάλυσή του στις κυριότερες εκδοχές ηθικού ρεαλισμού που έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, διαδεχόμενες συγκινησιοκρατικές και ενορασιοκρατικές προσεγγίσεις που είχαν επικρατήσει κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Ο ηθικός ρεαλισμός, κατά τον Βιρβιδάκη, δεν αρκείται στις γνωσιοκρατικές θέσεις ότι οι ηθικές κρίσεις μας επιδέχονται τιμές αληθείας και κάποιες τουλάχιστον από αυτές είναι αληθείς, αλλά προχωρά και σε μια οντολογική θέση, σύμφωνα με την οποία υπάρχει μια ηθική πραγματικότητα που αποτελεί το αντικείμενο των ηθικών κρίσεών μας και χαίρει κάποιου βαθμού ανεξαρτησίας από τις πεποιθήσεις μας. Ο Βιρβιδάκης στα δύο πρώτα κεφάλαια προετοιμάζει τον αναγνώστη, ανασυγκροτώντας την εξέλιξη της αναλυτικής μεταηθικής κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα και παρουσιάζοντας μια τυπολογία των διάφορων μορφών ηθικού ρεαλισμού. Τα κύρια κεφάλαια του βιβλίου του αφιερώνονται στην εξέταση της αμερικανικής ρεαλιστικής σχολής τoυ Πανεπιστημίου Κορνέλ (Cornell), η οποία επεξεργάζεται μορφές μη αναγωγιστικού νατουραλιστικού ρεαλισμού, με κύριους εκπροσώπους τους Στέρτζον (Nicholas Sturgeon), Μπρινκ (David Brink) και Μπόιντ (Richard Boyd), της βρετανικής σχολής όπως εκπροσωπείται από τον ΜακΝτάουελ (John McDowell) και τον Ντάνσι (Jonathan Dancy), και τέλος των ρασιοναλιστικών προσεγγίσεων των Νόζικ (Robert Nozick), Νέιγκελ (Thomas Nagel) και Ρωλς (John Rawls), αλλά και γενικότερα τοποθετήσεων που αμφιταλαντεύονται μεταξύ ρεαλισμού και κατασκευασιοκρατίας (constructivism). Οι γνωσιολογικές και οντολογικές διαφορές στις απόψεις αυτών των σχολών παρουσιάζονται με τρόπο αναλυτικό και σαφή από τον συγγραφέα, ο οποίος παρακολουθεί επίσης συστηματικά τις κριτικές που τους έχουν ασκηθεί και με πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές κατευθύνει τον αναγνώστη στην περαιτέρω μελέτη του. Ο συγγραφέας εμπλουτίζει το βιβλίο –το κυρίως σώμα του οποίου αποτελεί μετάφραση από την Τερέζα Μπούκη του γαλλικού πρωτοτύπου που εκδόθηκε το 1996– με ένα επίμετρο 150 σελίδων, στο οποίο προσφέρει μια κριτική επισκόπηση των εξελίξεων κατά τη δεκαπενταετία που μεσολάβησε και περαιτέρω επεξεργασία της δικής του θέσης. Αξίζει εδώ να τονιστεί η σημασία που έχει για την ανάπτυξη της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης η απόδοση στα ελληνικά της σύνθετης ειδικής ορολογίας, την οποία ο Βιρβιδάκης συγκεντρώνει σε ένα γλωσσάρι καθιστώντας την άμεσα προσβάσιμη στον αναγνώστη. Ωστόσο, Η υφή της ηθικής πραγματικότητας δεν περιορίζεται σε μια κριτική έκθεση των τριών σχολών ηθικού ρεαλισμού που αναφέρθηκαν. Ο Βιρβιδάκης αποτιμά τα επιχειρήματα αυτών των σχολών στο πλαίσιο μιας απόπειρας διατύπωσης των βασικών κατευθύνσεων της δικής του εκδοχής μετριοπαθούς, ρασιοναλιστικού ρεαλισμού που οικειοποιείται στοιχεία από τις νατουραλιστικές και ενορασιοκρατικές προσεγγίσεις και ταυτόχρονα αποπειράται να υπερβεί τους περιορισμούς τους. Οι νατουραλιστικές προσεγγίσεις αδυνατούν να εξηγήσουν την κανονιστικότητα των ηθικών ιδιοτήτων και υπερτονίζουν την ανεξαρτησία της ηθικής πραγματικότητας από τον ανθρώπινο νου, λόγω της προσκόλλησής τους σε ένα επιστημονιστικό γνωσιολογικό και οντολογικό πλαίσιο που ακόμα και στις μη αναγωγιστικές εκδοχές του δεν επιτρέπει καμία σχεδόν απόκλιση από μια νατουραλιστική οντολογία και γνωσιολογία. Από την άλλη μεριά, οι προσεγγίσεις που αξιοποιούν το μοντέλο των δευτερευουσών ιδιοτήτων για να επεξεργαστούν ένα μοντέλο ανθρωποκεντρικού ρεαλισμού κάνουν λόγο για τις ηθικές ιδιότητες ως προδιαθέσεις που, ενώ έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν είναι ανεξάρτητες από τον νου μας και αναγνωρίζονται άμεσα λόγω των ιδιαίτερων αντιληπτικών και συναισθηματικών ικανοτήτων (ηθική ευαισθησία) που αναπτύσσουν οι πράττοντες μέσω της ηθικής διάπλασής τους εντός της ηθικής ζωής της κοινότητας. Για τον Βιρβιδάκη, το σημαντικότερο ζήτημα αυτών των ρεαλισμών είναι η κανονιστικότητα των αξιών, στον βαθμό που η ηθική εμπειρία και κρίση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την αισθητηριακή αντιληπτική εμπειρία και τη συνακόλουθη αντιληπτική κρίση. Χρειαζόμαστε ορθολογικό έλεγχο των εννοιών και των αρχών που αξιοποιούμε για τη διατύπωση των κρίσεών μας, και συνεπώς ηθική σκέψη, η οποία σίγουρα δεν εξαντλείται στην ευαισθησία μας που ανιχνεύει τις ηθικές ποιότητες της πραγματικότητας. Ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα του μετριοπαθούς ανθρωποκεντρικού ρεαλισμού του ΜακΝτάουελ και της νεο-ενορασιοκρατίας του Ντάνσι, κατά τον Βιρβιδάκη, είναι ότι αμφισβητούν τη δυνατότητα και τη χρησιμότητα των ηθικών αρχών και κανόνων. Οι ηθικοί λόγοι, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, δεν μπορούν να συστηματοποιηθούν σε γενικές κατηγορίες, οι οποίες στη συνέχεια θα εφαρμόζονται σε μελλοντικές παρόμοιες περιπτώσεις, και στον βαθμό αυτόν είναι αυστηρά προσδεδεμένοι στα επιμέρους ηθικά γεγονότα και στα επιμέρους υποκείμενα εντός συγκεκριμένων κάθε φορά πλαισίων κρίσης και πράξης. Κατά τον Βιρβιδάκη, η αντίληψη της ηθικής γνώσης ως γνώσης τοπικού χαρακτήρα οδηγεί στη διολίσθηση αυτών των προσεγγίσεων προς τον σχετικισμό και τελικά στην αδυναμία εξήγησης και δικαιολόγησης των ηθικών κρίσεών μας. Ο Βιρβιδάκης βρίσκεται εγγύτερα σε αυτές τις ανθρωποκεντρικές προσεγγίσεις, αφού προτείνει έναν ανθρωποκεντρικό μετριοπαθή ρεαλισμό που αποφεύγει τον επιστημονιστικό αντικειμενισμό ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από επιμεροκρατικές (particularist) και σχετικιστικές θέσεις. Η αναγνώριση της σημασίας γενικών ηθικών αρχών και η επλογή του να αποφευχθεί κάθε οντολογία που παρουσιάζει τις ηθικές ιδιότητες ως μυστηριώδεις ή αινιγματικές φέρνει, επιπλέον, τον Βιρβιδάκη εγγύτερα προς ρασιοναλιστικές ρεαλιστικές θέσεις. Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι η μεταηθική του τοποθέτηση μπορεί να χαρακτηριστεί ρεαλιστική γιατί τονίζει τη «ρώμη» (robustesse) των ηθικών κατηγοριών, χωρίς ωστόσο να οδηγείται στην υποστασιοποίησή τους, στην πλήρη ανεξαρτητοποίησή τους από τα ανθρώπινα υποκείμενα και στην υιοθέτηση μιας «απόλυτης αντίληψης της πραγματικότητας». Οι ηθικές κατηγορίες μας είναι πραγματικές αλλά την ίδια στιγμή λιγότερο πραγματικές από την ατομική σύσταση ενός μετάλλου και πάντοτε σχετικές με τις προσδοκίες και τις κοινωνικές πρακτικές μας (σ. 294). Η προσέγγιση αυτή παραμένει ανθρωποκεντρική, χωρίς να διολισθαίνει σε μια σχετικιστική και τοπικιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ηθική σκέψη μας είναι αναγκαστικά εξαρτημένη από συγκεκριμένες μορφές ζωής που είναι αδύνατο να υπερβούμε. Στο οντολογικό επίπεδο, ο Βιρβιδάκης διατηρεί τη ρεαλιστική ιδέα περί ύπαρξης ηθικής πραγματικότητας, επιμένοντας, ωστόσο, στην ανάγκη αποφυγής υπερβολικών οντολογικών δεσμεύσεων. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο του επιλόγου του βιβλίου, «η απομυθοποίηση της ηθικής πραγματικότητας σημαίνει ότι δεχόμαστε την ύπαρξη κανονιστικών λόγων δράσης [...] οι οποίοι απορρέουν σε μεγάλο μέρος από τις επικοινωνιακές μας δραστηριότητες στους κόλπους μιας κοινωνίας που επιδιώκει να διασφαλίσει τη συντονισμένη ικανοποίηση των συμφερόντων των μελών της. Αν κατανοηθούν έτσι, αυτοί οι λόγοι διαθέτουν αντικειμενική εγκυρότητα και κατηγορική ισχύ» (σ. 296). Ο Βιρβιδάκης εδώ αναφέρεται σε ορισμένους θεμελιώδεις κανονιστικούς λόγους όπως η καντιανή κατηγορική προστακτική, το ιδεώδες της αυτονομίας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ίσως κάποιες αξίες σχετικές με το αγαθό. Η οντολογική αυτή θέση συμπληρώνεται και από μια γνωσιολογική τοποθέτηση σύμφωνα με την οποία, ενώ ο κλασικός ρασιοναλισμός που αντιλαμβάνεται ως a priori τις ηθικές αρχές μάλλον δεν αποτελεί μια βιώσιμη προοπτική, μπορούμε να παραμείνουμε ρασιοναλιστές στον βαθμό που η θεωρία μας εδράζεται σε μια αντίληψη περί πρακτικού λόγου ή ορθολογικότητας και δεν αναγνωρίζει τον τελικό καθοριστικό ρόλο, όσον αφορά στον προσδιορισμό της βούλησής μας και των ηθικών κρίσεών μας, στα ηθικά συναισθήματά μας ή την ηθική ευαισθησία μας. Πιστεύω ότι οι θέσεις αυτές του Βιρβιδάκη [1] αναδεικνύουν τη συγγένεια του ηθικού ρεαλισμού του με τη σύγχρονη καντιανή κατασκευασιοκρατία, αν και επανειλημμένως τονίζει ότι τους κανονιστικούς λόγους δράσης δεν τους κατασκευάζουμε αλλά τους ανακαλύπτουμε. Με αυτόν τον τρόπο διαχωρίζει τη θέση του από τους εκπροσώπους μιας ριζοσπαστικής καντιανής κατασκευασιοκρατίας όπως είναι η Ο’ Νιλ (Onora O’ Neill) και η Κόρσγκαρντ (Christine Korsgaard), οι οποίες έχουν υποστηρίξει ότι όλοι οι κανονιστικοί λόγοι κατασκευάζονται και ότι δεν υπάρχουν κανονιστικά-ηθικά γεγονότα ανεξάρτητα από τη διαδικασία κατασκευής [2]. Για τον Βιρβιδάκη «η ισχύς του ηθικού δέοντος δεν μπορεί να απορρέει εξολοκλήρου από την αναστοχαστική επιβολή κανόνων στον εαυτό μας ή τη συμβολαιική συμφωνία των μελών της κοινότητας. Μάλλον χρειάζεται η ανταπόκριση του Λόγου μας σε κανονονιστικές αλήθειες που υποδεικνύουν τρόπους δράσης και δεν αποτελούν προϊόντα επινόησης, κατασκευής ή συμφωνίας από τα δρώντα υποκείμενα» (σ. 365-6). Η θέση αυτή επιτρέπει τη σύνθεση ρασιοναλιστικού ρεαλισμού και μετριασμένης κατασκευασιοκρατίας, στον βαθμό που οι κανονιστικοί λόγοι δεν αποτελούν προϊόντα κατασκευής αλλά συνιστούν τα βασικά «υλικά» (Ρωλς) μέσω των οποίων κατασκευάζονται ηθικές αρχές για τη ρύθμιση των αξιώσεων των προσώπων. Στις σύγχρονες συζητήσεις, τα ζητήματα που εγείρει αυτή η πρόταση βρίσκονται στο επίκεντρο τόσο συστηματικών όσο και ιστορικών προσεγγίσεων που φωτίζουν τις κλασικές θεωρίες της ρασιοναλιστικής παράδοσης (Καντ και Χέγκελ). Η υφή της ηθικής πραγματικότητας αποτελεί έναν πολύτιμο οδηγό για τις σύγχρονες θεωρίες του αγγλοαμερικανικού ηθικού ρεαλισμού. Το βιβλίο του Βιρβιδάκη είναι γραμμένο με ευθύτητα και σαφήνεια και έτσι επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει τα απαιτητικά επιχειρήματα που παρουσιάζονται στις σελίδες του και τον παρακινεί να σκεφθεί κριτικά ως προς τις αρετές και τις αδυναμίες των διαφορετικών εκδοχών ηθικού ρεαλισμού. Ο αναγνώστης θα εξοικειωθεί με τις βασικές θέσεις των θεωριών και τις κριτικές που τους έχουν ασκηθεί και θα μπορέσει να προσανατολιστεί στην πλούσια σχετική βιβλιογραφία. Ταυτόχρονα, το κοινό που είναι εξοικειωμένο με τις σχετικές συζητήσεις πιστεύω ότι θα βρει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα την πρόταση του Βιρβιδάκη υπέρ ενός μετριοπαθούς, ρασιοναλιστικού και ανθρωποκεντρικού ρεαλισμού που αποπειράται να υπερβεί τις αδυναμίες των προηγούμενων ρεαλιστικών θεωριών και να προσφέρει έναν μεταηθικό λόγο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ηθικής και της πολιτικής φιλοσοφίας. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 1.8.2011 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |