![]() |
||
![]() 2011-07 Βούλγαρης: Λογική Ευγενίου Βουλγάρεως: Λογική («Κείμενα νεοελλήνων φιλοσόφων», 2). Προλεγόμενα – επιμέλεια – ευρετήρια: Κ.Θ. Πέτσιος. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2010, 875 σ. Κρίνει ο Ιωάννης Α. Δημητρακόπουλος (Πανεπιστήμιο Πατρών)
Κάθε έκδοση που μεταφέρει ένα έργο από το Τμήμα Παλαιτύπων των βιβλιοθηκών στο Τμήμα Αναγνωστηρίου και από τους καταλόγους των παλαιοβιβλιοπωλείων στα ράφια των κοινών βιβλιοπωλείων είναι εκ προοιμίου ευπρόσδεκτη. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν για όλες τις επανεκδόσεις παλαιτύπων, αναστατικές και μη. Δεδομένης, ωστόσο, της σημαντικής προόδου στον τομέα της ψηφιοποίησης έντυπου υλικού, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής γραμματείας του 18ου αι., οι αναστατικές εκδόσεις συχνά κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας. Πραγματικά, η Λ. περιλαμβάνεται σε επτά, τουλάχιστον, δωρεάν προσβάσιμες ψηφιακές βάσεις δεδομένων [1]. Έτσι, η επανέκδοσή της θα προσέθετε υπολογίσιμα στην προσιτότητά της, αν γινόταν όχι με την τυπογραφικά εύκολη μέθοδο της φωτογραφικής ανατύπωσης, αλλά μέσω αναστοιχειοθέτησης. Σε αυτή την περίπτωση, ο αναγνώστης θα την προσέγγιζε αναμετρούμενος μόνο με τη στρυφνή αρχαΐζουσα του Β. και όχι και με την περισσότερο καλλιτεχνική παρά ευκρινή για το σημερινό μάτι ελληνική γραμματοσειρά που συνέβαινε να χρησιμοποιεί ο εκδοτικός οίκος του Bernhard Christoph Breitkopf της Λειψίας στα μέσα του 18ου αι. Η συγκεκριμένη ανατύπωση φιλοδοξεί, ωστόσο, να βοηθήσει τον μελετητή της Λ. μέσω Εισαγωγής και Ευρετηρίων. Στο εισαγωγικό μέρος (σ. *11-*174) περιέχονται στοιχεία κυρίως ιστορικά, προσωπογραφικά και εκδοτικά. Όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία των υποσημειώσεων, πρόκειται για στοιχεία ως επί το πλείστον γνωστά. Η επανειλημμένα εκφραζόμενη εξαιρετικά θετική κρίση για τον Β. (βλ. π.χ. σ. *11-*13: «πρωτότυπη σύνθεση» με «φιλοσοφική ταυτότητα»· πρβ. σ. *171-*172) θα περίμενε κανείς να συνοδεύεται από μια –επιλεκτική, έστω– ανάλυση του τρόπου με τον οποίον ο Β. αντιμετώπισε, υποτίθεται, κάποια φιλοσοφικά προβλήματα· το υλικό, όμως, που εκτίθεται (σ. *114-*170) απλώς αναπαράγει σημεία της Λ. Εντούτοις, αυτό είναι μάλλον ευτύχημα. Διατρέχοντας κανείς την ενότητα (σ. *87-*114) περί των πιθανών πηγών της Λ., όπου απαριθμούνται περί τα δέκα έργα Λογικής του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αι., υποψιάζεται (αν και δεν του παρέχεται υλικό για να επαληθεύσει ή να απορρίψει την υποψία) ότι το περιεχόμενό της είναι εξ ολοκλήρου παράγωγο. Στην πραγματικότητα, τα εγχειρίδια Λογικής στα οποία θα μπορούσε να έχει στηριχθεί ο Β. είναι πολύ περισσότερα· από το 1700 μέχρι το έτος έκδοσης της Λ. εμφανίστηκαν στην Ευρώπη –με μέσο ρυθμό 20 εκδόσεις ανά έτος– 1.356 εκδόσεις έργων Λογικής [2], από τις οποίες οι 1.170 σε γλώσσες που ο Β. γνώριζε (λατινικά, ιταλικά, γαλλικά και, βεβαίως, ελληνικά). Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ένα έργο που δεν απαντά στην ενότητα περί των πηγών: η Λογική του Αντόνιο Τζενοβέζι, την οποία ο Β. μπορούσε να διαβάσει σε κάποια από τις 11 εκδόσεις της μέχρι το 1766 [3]. Καθώς ο Β. την ίδια περίοδο μετέφρασε άλλα διδακτικά εγχειρίδια του Τζενοβέζι [4], το ενδεχόμενο να αξιοποίησε και τη Λογική είναι σοβαρό. Μια αδρή σύγκριση της Λ. με τη Λογική αυτή (G) και με τη Λογική του Εντμόν Πουρσό (P) [5] οδηγεί στις εξής αντιστοιχίσεις: I,1: P I,1 και G II,1· Ι,2: G II,2· Ι,4: P I,3· Ι,6: P I,5· Ι,7: P I,6· ΙΙ,2: G III,1· ΙΙ,3: G III,4· ΙΙΙ,1: P II,1,1· ΙΙΙ,3: P II,2,3· IV,1: P ΙΙΙ,1 και G V,4· IV,3: P IΙΙ,3· IV,4: P IΙΙ,4· IV,6: P IΙΙ,5· IV,7: P IΙΙ,6· IV,9: P IΙΙ,7· IV,10: P IΙΙ,8 και G V,12· V,1: P IV,1 και G V,6· V,3: P IV,2 και G V,7· V,4: P IV,3 και G V,8. Μια υπομονετικότερη σύγκριση των παραγράφων των Προδιατριβῶν και των 966 παραγράφων του σώματος της Λ. με τις 633 παραγράφους του Τζενοβέζι αποκαλύπτει πολύ περισσότερες ομοιότητες [6]. Σε αυτά πρέπει, ασφαλώς, να προστεθεί το ευρωπαϊκό υλικό που είχε ήδη μεταφερθεί στα ελληνικά, όπως η εμφανώς Σχολαστικής δομής ανέκδοτη Λογική του Βικέντιου Δαμοδού (βλ. π.χ. χφ. 1141 της Ε.Β.Ε.), οι ομοιότητες της οποίας με τη Λογική του Πουρσό είναι προφανείς. Ένα στοιχείο σχετικό με τον παράγωγο χαρακτήρα της Λ. το οποίο προσφέρεται στον αναγνώστη (σ. *65-*67) είναι μια (υποτιθέμενη) αναφορά του Β. σε αυτήν. Σε επιστολή του ο Β. φέρεται να περιγράφει τη Λ. ως εξής: «σχέδια ἀτελῆ, μεταφράσεις ἀφυεῖς οὐδὲ δευτέρας σκέψεως τυχοῦσαι, φράσεις ἐκβεβιασμέναι, ξένα πράγματα» (σ. *66)· και συνεχίζει [7]: «tumultuario studio exarata, ἀνάξια τοῦ φωτός, ἄξια τοῦ πυρός, καθ’ ὅσον ἔχουσι παρ’ ἐμοῦ ὅσον ἐστὶν ἡ μετάφρασις». Αυτοί οι αυτοαπαξιωτικοί χαρακτηρισμοί υποβαθμίζονται από τον επιμελητή της έκδοσης, θεωρούμενοι δείγματα «μετριοπάθειας [...] ύφους» (σ. *65). Είναι, όμως, έτσι; Εν πρώτοις, οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν αφορούν στη Λ. (όπως εσφαλμένα νόμισε πρώτος ο εκδότης της επιστολής Β. Στογιόγλου), αλλά σε άλλο διδακτικό εγχειρίδιο του Β., το Τὰ ἀρέσκοντα τοῖς φιλοσόφοις [8]. Τέτοια σφάλματα θα συμβαίνουν, όσο η επιστολογραφία του Β. παραμένει ανέκδοτη. Εντούτοις, στην επιστολή του ο Β. αναφέρεται και στη Λ., χαρακτηρίζοντάς την παρομοίως: «ἴσως δὲν εἶναι ἔργον τοῦ φωτὸς ἄξιον» [9]. Δεδομένου ότι η κρίση του Β. πως το Τὰ ἀρέσκοντα τοῖς φιλοσόφοις είναι έργο εξ ολοκλήρου παράγωγο αληθεύει [10], ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Ανυποψίαστος αφήνεται ο αναγνώστης όσον αφορά στον παράγωγο χαρακτήρα και άλλων έργων του Β., όπως των Στοιχείων τῆς μεταφυσικῆς, για τα οποία εκτιμάται ότι «συντίθενται με προσωπικό τρόπο» (σ. *50-*51) – μολονότι στον αυτόγραφο κατάλογο των έργων του Β. χαρακτηρίζονται «in græcum conversa» [11]. Αυτό ισχύει και για ένα ανέκδοτο κείμενο που εύλογα υποστηρίζεται πως αποτελεί πρώιμη εκδοχή της Λ., μέρος των Περιεχομένων του οποίου εκδίδεται στις σ. *73-*75. Ο χωρισμός σε βιβλία, μέρη και κεφάλαια και, κυρίως, η υποδιαίρεση σε ἔριδας, ζητήματα και διαλογοδιαλέξεις με επιχειρήματα υπέρ και κατά θέσεων συνοδευόμενων από πορίσματα (αποδόσεις, προφανώς, των νεολατινικών Σχολαστικών disputationes ή disquisitiones, quæstiones ή quæstiones disputatæ, positiones και corollaria) μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε και πάλι ενώπιον «ξένων πραγμάτων», όχι ενώπιον αυτόχθονος φιλοσοφικού «προβληματισμού», «θεωρητικών παραδοχών» κ.τ.ό. (σ. *67, *73). Για παράδειγμα, ο αδόκιμος τίτλος του Προλόγου, Λογικῆς προανακρούσματα (σ. *73), συμπίπτει με τον τίτλο του Προλόγου (Logicæ præludia) λατινικών εγχειριδίων Λογικής της εποχής εκείνης [12]· η διάλεξις με την οποία κλείνει το ελληνικό εγχειρίδιο, η οποία αφορά σε ένα παραδοσιακό Σχολαστικό ζήτημα (Petrus Aureoli κ.ά.), την τιμή αληθείας της δήλωσης του Χριστού (Ματθ. 26,34) σχετικά με το ενδεχόμενο καθέκαστον μέλλον ότι ο Πέτρος θα τον αρνηθεί τρις, είναι μετάφραση παραγράφου της Λογικής του Πουρσό [13]· η τελευταία Propositio του συγκεκριμένου κεφαλαίου του Πουρσό είναι το πρωτότυπο της θέσεως του ἐσχάτου ζητήματος του ελληνικού εγχειριδίου [14]· ο τίτλος του Πορίσματος περί μη συνωνύμου κατηγορήσεως της οὐσίας επί Θεού και κτισμάτων (σ. *75) είναι μετάφραση της Conclusio secunda της Quæstio III της Disputatio II του τόμου V του ίδιου έργου [15] κ.λπ. Μήπως βρισκόμαστε, εν όλω ή εν μέρει, ενώπιον της «χαμένης» ή «λανθάνουσας» [16] μεταφράσεως της Λογικής του Πουρσό από τον Β.; Διαβάζοντας κανείς το κείμενο από το χφ. 7 της Ιδιωτικής Βιβλιοθήκης Ευαγγ. Βολονάκη του Ιστορικού Αρχείου Δωδεκανήσου (Ρόδος), κλίνει προς αυτό το συμπέρασμα. Πάντως, ο ίδιος ο Β. λέει ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά συλλογή πραγμάτων παρενεσπαρμένων σε πολλά άλλα (σ. *70): «Τῶν ἀνηκόντων τῇ Λογικῇ τὰς Εἰσηγήσεις [μετάφραση, προφανώς, του Institutiones] ποιούμενος πολλοὺς ἔσχον τῶν πάλαι καὶ νεωτέρων ἐμοὶ συναντειλημμένους, μᾶλλον δὲ καὶ τὰς ὑποθέσεις αὐτὰς παρεσχημένους» (φ. 6r2-5). Συνεπώς, τι νόημα θα μπορούσε να έχει μια «παρουσίαση του φιλοσοφικού περιεχομένου» (σ. *73, σημ. 254) του; Ασφαλώς, το έργο περιέχει και πράγματα που μοιάζουν αυτόχθονα, όπως μια κριτική του σκωτισμού του Θεόφιλου Κορυδαλέα (σ. *70-*72). Όμως, δεδομένου ότι ο Κορυδαλέας δεν είναι παρά Cremoninus Græcus και ότι ο Β. το γνώριζε αυτό [17], η “κριτική” του Β. κατά του Κορυδαλέα ίσως είναι απλή μεταφορά της απαξίωσης του νεοαριστοτελισμού της Πάδοβας από τους φιλοκαρτεσιανούς ή βολφιανούς καθηγητές του 18ου αι. από τους οποίους ερανιζόταν ο Β.: «Πάντως γὰρ οὐδ’ ὀπαδῶν εὐμοιρεῖ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς ἡ δόξα, ᾗ πάντες ἴσασιν, ἢν τοὺς περὶ Σκότον ἐξέλῃς καὶ Κορυδαλέα» (φ. 6v14-16). Θα μας αρκούσε αυτό για να θεωρήσουμε, όπως υποστηρίζεται (σ. *13), έναν συγγραφέα διδακτικών εγχειριδίων φιλόσοφο; Εξίσου ανυποψίαστος αφήνεται ο αναγνώστης όσον αφορά στον παράγωγο χαρακτήρα έργων της προγενέστερης του Β. «ελληνικής φιλοσοφίας». Για παράδειγμα (σ. *146), η διάκριση μεταξύ νοήματος, κρίσης και συλλογισμού αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στον Γεώργιο Σχολάριο-Γεννάδιο Β΄, με παραπομπή σε χωρίο του “έργου” του Προλεγόμενα εἰς τὴν Λογικὴν καὶ εἰς τὴν Πορφυρίου «Εἰσαγωγήν», το οποίο, όμως, είναι απλώς μετάφραση μέρους της Ars vetus του Radulphus Brito [18] και μέρους του ημιτελούς Υπομνήματος του Θωμά Ακυινάτη στο αριστοτελικό Περί ερμηνείας [19]. Έρχομαι στα Ευρετήρια (σ. *819-*875), των οποίων η σύνταξη, όταν πρόκειται για έργο ογκώδες και μάλιστα διαθέσιμο μόνο σε έκδοση του 18ου αι., προϋποθέτει κόπο πολύ. Αβλεπτήματα υπάρχουν διάφορα, πράγμα αναπόφευκτο· συνήθως αφορούν σε κύρια λατινικά ονόματα (πράγμα που ισχύει και για τίτλους, κεφάλαια και χωρία ξενόγλωσσων έργων που παρατίθενται στην Εισαγωγή). Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένα παράδοξα. Για παράδειγμα, μεταξύ των κυρίων ονομάτων Δημῶναξ και Διαγόρας, που φέρουν την ιδιότητα του φιλοσόφου, ο αναγνώστης συναντά αίφνης τον Διάβολον με την ιδιότητα του εὑρετοῦ τῆς διαλεκτικῆς. Μεταξύ των «Όρων και εννοιών» απαντούν κοινές λέξεις και φράσεις όπως Γέννημα ἀποφώλιον, Ἐνδόσιμον, Κυκεών και Πάτρα. Λέξεις πολύσημες (π.χ. Ὥρα) αναγράφονται χωρίς διάκριση των σημασιών τους. Συναντά, επίσης, κανείς απουσίες κυρίων ονομάτων, όπως του Cosimo dei Medici (σ. 39), οι οποίες παραξενεύουν όχι τόσο καθ’ εαυτές όσο εν όψει της παρουσίας ονομάτων όπως ο Νέρων, καθώς και απουσίες γεωγραφικών ονομάτων, όπως της Ναζιανζοῦ (σ. 32 κ.α.), οι οποίες παραξενεύουν εν όψει της παρουσίας γεωγραφικών ονομάτων όπως η Δρύστρα. Όμως, αυτά είναι πράγματα περισσότερο αξιοπερίεργα παρά αξιόλογα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι το εξής: ποιο το νόημα του ευρετηριασμού έργων συμπιληματικών, δηλαδή έργων αποτελούμενων από «ξένα πράγματα»; Για παράδειγμα –για να αναφερθούμε όχι στον μυθικό αλλά στον ιστορικό ευρετή της διαλεκτικής–, στο ευρετήριο ονομάτων απαντά ο Petrus Gassendus. Ανατρέχοντας στη σχετική σελίδα, βρίσκουμε μια παραπομπή στο έργο του De origine et varietate Logicæ («Γασσένδ. περὶ Ἀρχ. τῆς Λογικ. Κ. β΄»), όπου υποστηρίζεται ότι ιδρυτής της διαλεκτικής υπήρξε ο Ζήνων ο Ελεάτης· και, λογικά, υποθέτουμε ότι ο Β. το είχε συμβουλευθεί. Στην πραγματικότητα, ο Β. απλώς κλέβει μια παραπομπή από την Ιστορία φιλοσοφίας του Γιόχαν Γιάκομπ Μπρούκερ («Gassend. De orig. et var. Logic. C. 2»· ο Β. παρέλειψε το «var.», προφανώς επειδή δεν ήταν σίγουρος ποια είναι η λέξη ολόκληρη) [20]. Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιείται η Historia του Μπρούκερ σε ολόκληρη την Πρώτην προδιατριβήν [21]. Αυτό η κατάρτιση ενός συμβατικού index nominum (καίτοι κατ’ αρχήν απαραίτητη, ασφαλώς) καταλήγει, λόγω της ανυπαρξίας apparatus fontium, όχι μόνο να μην το υποδηλώνει αλλά και να το συσκοτίζει κιόλας. Προφανώς, αυτό που πρωτίστως χρειάζεται ένα έργο «συνερανισθέν» δεν είναι index (nominum, notionum ή rerum), αλλά apparatus fontium. Ακόμα περισσότερο: η χρήση του όρου “πηγή” εν προκειμένω εξωραΐζει την κατάσταση· στην πραγματικότητα, οι “πηγές” του Β. είναι απλώς κομμάτια λατινικών πρωτοτύπων μεταφερμένων στα ελληνικά. Βέβαια, στα Προλεγόμενα επισημαίνεται (σ. *119-*121) ότι η οφειλή του Β. στον Μπρούκερ είναι σημαντική και ότι αυτό το ομολογεί (σ. 31) ο ίδιος ο οφειλέτης. Από αυτό, όμως, δύσκολα υποπτεύεται κανείς ότι στην «Ἀφήγησιν προεισοδιώδη…» ο Β. ξεσηκώνει (κυρίως από τον Μπρούκερ και συμπληρωματικά από άλλες πηγές, όπως Πουρσό και Διογένη Λαέρτιο) αυτολεξεί μέχρι και παραπομπές, κατά κανόνα μαζί με τα λάθη τους, στα οποία προσθέτει κιόλας. Ώς και ο τίτλος, «Ἀφήγησις προεισοδιώδης…» (σ. 1), της οποίας ο νεολογισμός ξενίζει (σ. *114, σημ. 402), είναι μετάφραση του τίτλου της «Dissertatio præliminaris…» που προέταξε ο Μπρούκερ της Ιστορίας του [22]. Αυτός ο «tumultuarius» τρόπος συγγραφής οδήγησε σε αναρίθμητα ευτράπελα. Μνημονεύω δύο. Ο Πύρρων (σ. 15) χαρακτηρίζεται όχι Ἠλεῖος αλλά Ἐλεάτης· προφανώς, πρόκειται για βιαστική απόδοση του «Elea» του Μπρούκερ, στηριγμένη σε εσφαλμένη θεώρηση του μακρού αρχικού E ως βραχέος [23]. Ο υστεροβυζαντινός Γεώργιος Λαπίθης αναφέρεται ως Λαπίθας (σ. 35)· προφανώς, ο Β., στηριζόμενος στη λατινική μορφή του ονόματος (Lapitha) και αγνοώντας το πραγματικό ελληνικό, κατασκεύασε ένα ανύπαρκτο πρωτόκλιτο επώνυμο. Τα παραπάνω θέτουν ένα γενικότερο πρόβλημα, που αφορά στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφικής, θεολογικής και επιστημονικής γραμματείας του 18ου αι. (αλλά και του 19ου και του 20ού) ως αντικείμενου έρευνας. Σύμφωνα με τη λογική σειρά των πραγμάτων, της κατατάξεως και μελέτης ενός συγγραφέα ως “φιλοσόφου” προηγείται η φιλολογικώς άρτια έκδοση των έργων του. Στην περίπτωση των έργων εκείνων που εδώ και μισό περίπου αιώνα συνηθίζεται στην Ελλάδα –και μόνο στην Ελλάδα– να θεωρούνται “φιλοσοφικά” έργα της περιόδου του “νεοελληνικού Διαφωτισμού”, ο φιλολογικός μόχθος που έχει καταβληθεί είναι, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε σχέση προς την ποσότητα του πηγαίου υλικού, μικρός. Πολύ λίγοι άρτιοι κατάλογοι σχετικών χειρογράφων και εντύπων έχουν συνταχθεί, και ακόμα λιγότερα έργα μπορεί να μελετήσει κανείς σε σύγχρονες εκδόσεις. Τρόπος να παρακάμψει κανείς αυτό το εμπόδιο δεν υπάρχει. Ακόμα και στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου νεότερες εκδόσεις είναι διαθέσιμες, το πρόβλημα παραμένει. Για παράδειγμα, το 1940 εκδόθηκε (εννοώ τυπώθηκε) για πρώτη φορά η Σύνοψις ἠθικῆς φιλοσοφίας του Βικέντιου Δαμοδού [24]· όμως, το έργο αυτό είναι απλώς μετάφραση-επιτομή των σχετικών μερών των Institutiones philosophicæ του καρτεσιανίζοντος Πουρσό [25]. Το 1953 εκδόθηκε (εννοώ τυπώθηκε) για πρώτη φορά η Λογικὴ ἐλάττων του Μεθόδιου Ανθρακίτη [26]· στην πραγματικότητα, πρόκειται για μετάφραση μέρους της Præfatio του 1ου τόμου και του Compendium Logicæ του 5ου τόμου του ίδιου διδακτικού εγχειριδίου (με ελάχιστες παραλείψεις). Το 2002 εκδόθηκε (εννοώ τυπώθηκε) για πρώτη φορά το Συνταγμάτιον τῆς μεταφυσικῆς του Δαμοδού [27]· στην πραγματικότητα, πρόκειται για μετάφραση-επιτομή μερών του 1ου και του 5ου τόμου του ίδιου έργου [28]. «Εννοώ τυπώθηκε» – με τη φράση αυτή έρχομαι σε ένα σημαντικό θέμα: Τι σήμαινε “εκδίδω” στον ελληνικό χώρο του 18ου αι.; Η Λ. ήταν “ανέκδοτη” προτού τυπωθεί; Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Β., η Λ. γνώρισε επιτυχία ως εγχειρίδιο: αναπαράχθηκε σε εκατοντάδες χειρόγραφα («Τῷ ἀναγινώσκοντι», b4· πρβ. σ. *67, σημ. 240). Γενικά, όλα σχεδόν τα έργα της εποχής εκείνης κυκλοφορούσαν περισσότερο σε χειρόγραφη μορφή παρά σε έντυπη· το δεύτερο εθεωρείτο μεγάλη τύχη. Η Λ., λοιπόν, είχε “εκδοθεί” στον ελληνικό χώρο προτού τυπωθεί στη Λειψία. Τι σημαίνει, τώρα, “εκδίδω” σήμερα ένα τέτοιο έργο; Σήμερα, κείμενα όπως η Λ. του Β. δεν εκδίδονται για να διδαχθούν. Συνεπώς, “εκδίδω” δεν σημαίνει “τυπώνω” ή “ανατυπώνω”. Σημαίνει: συλλέγω όλο το σωζόμενο χειρόγραφο υλικό, το επεξεργάζομαι και το τυπώνω με τρόπο τέτοιο ώστε να εφοδιάσω τον μελετητή με τα στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου η συγγραφική πράξη του Β. να ανασυγκροτηθεί, να ταξινομηθεί γραμματολογικά, να ενταχθεί στο ιστορικό της πλαίσιο και να αποτιμηθεί. Προς τούτο, η χρήση του παραδοσιακού μοντέλου “εισαγωγή (πρωτίστως φιλολογική), κείμενο με κριτικό υπόμνημα, υπόμνημα πηγών και ευρετήρια” (προσαρμοσμένου, ασφαλώς, στις ιδιαιτερότητες της γραμματείας της εποχής) είναι εκ των ων ουκ άνευ. Επίσης, δεδομένου του παράγωγου, spiritu et littera, χαρακτήρα του μεγαλύτερου μέρους αυτής της γραμματείας, θα ήταν χρήσιμο να υιοθετηθούν μέθοδοι της σύγχρονης ψηφιακής εκδοτικής. Για παράδειγμα, μόνο μια δίγλωσση ηλεκτρονική έκδοση των εγχειριδίων του Δαμοδού και του Β. θα μας επέτρεπε να τα αντιστοιχίσουμε με απόλυτη ακρίβεια προς τα πρωτότυπά τους και να εντοπίσουμε περιστασιακές τροποποιήσεις ή προσθήκες, οι οποίες ίσως μαρτυρούν σκέψη προσωπική [29]. Τέτοιου είδους εκδόσεις (του παραδοσιακού, έστω, κριτικού τύπου) τα έργα του λεγόμενου νεοελληνικού Διαφωτισμού μάλλον δεν θα γνωρίσουν στο εγγύς και στο ανθρωπίνως προβλέψιμο απώτερο μέλλον, για μια σειρά λόγων – από την εγχώρια απουσία σχετικών ερευνητικών προγραμμάτων με διάρκεια μέχρι τη διεθνή έλλειψη ενδιαφέροντος για κείμενα παράγωγου χαρακτήρα. Είναι φυσικό τα κείμενα αυτά, δύο-τρεις αιώνες μετά τη συγγραφή τους να μελετώνται αποκλειστικά στον χώρο προέλευσής τους, ο οποίος έκτοτε, παρά τις εργώδεις προσπάθειες λογίων όπως ο Β., βρίσκεται στο περιθώριο της πνευματικής παραγωγής [30]. Και είναι εξίσου φυσικό, στον βαθμό που η γνώση για την ιστορία της νεότερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και της διδασκαλίας της παραμένει στον χώρο αυτό ελλιπής, ελληνικά εγχειρίδια των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εντοπίσουν με ευκολία ή ακρίβεια οι τοτινοί αναγνώστες τους (που ήσαν, ως επί το πλείστον, οι μαθητές του “συγγραφέα”-μεταφραστή) να περνιούνται σήμερα για έργα των συγγραφέων τους, για τεκμήρια φιλοσοφικής σκέψης – τεκμήρια, υποτίθεται, κι αυτά της αδιάκοπης ιστορίας της “ελληνικής” φιλοσοφίας από την Αρχαιότητα έως σήμερα. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 14.8.2011 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |