Pdf

2011-08

Καστοριάδης: Φιλοσοφία και Επιστήμη

Κορνήλιος Καστοριάδης: Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γιώργο Λ. Ευαγγελόπουλο (δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση). Αθήνα: Ευρασία 2010, 154 σ., 16 €.



Κρίνει η Δήμητρα Σφενδόνη-Μέντζου (ΑΠΘ)
sfendoni@edlit.auth.gr

Ο στενός δεσμός φιλοσοφίας και επιστήμης, που έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα, άρχισε να χάνει τη δύναμή του κυρίως από την Αναγέννηση και μετά. Η ανάπτυξη των επιστημών από τον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Γαλιλαίο με κορύφωση τη νευτώνεια φυσική και οι εκπληκτικές επιτυχίες των επιστημών στον 19ο αιώνα, οδήγησαν σε ρήξη των δεσμών της επιστήμης με τη φιλοσοφία, που επισημοποιήθηκε με τον θετικισμό του Κοντ (A. Comte). Αυτό συνεχίσθηκε με την κυριαρχία του Λογικού Θετικισμού έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί μια ουσιαστική πτυχή της φυσιογνωμίας της επιστήμης, κάτι το οποίο ενέτεινε η παράλληλη διαμόρφωση του τεχνοκρατικού πολιτισμού που έχει βάλει τη σφραγίδα του στην εποχή μας.

Μπορούν όμως τα πράγματα να συνεχίσουν έτσι και σήμερα, ή μήπως φιλοσοφία και επιστήμη πρέπει να βρουν και πάλι όσα τις ενώνουν, ώστε να οδηγηθούν σε μία γόνιμη συνεργασία; Αυτό, βέβαια, έχει ήδη συντελεσθεί, σε μεγάλο βαθμό, στο πεδίο του σύγχρονου κλάδου της φιλοσοφίας των επιστημών. Είναι όμως αρκετά σπάνιο να συναντήσει κανείς εκτός αυτού του χώρου έναν στοχαστή, ο οποίος να γνωρίζει καλά τις μαθηματικές και φυσικές θεωρίες και να μπορεί να συζητήσει πάνω σε θεμελιώδη ερωτήματα που εγείρουν οι ανακαλύψεις των επιστημών.

Αυτή είναι η περίπτωση του Κορνήλιου Καστοριάδη. Η, για τους πολλούς, άγνωστη αυτή πτυχή του ανήσυχου πνεύματός του εκδιπλώνεται στον διάλογό του με τον Γιώργο Ευαγγελόπουλο, που δημοσιεύεται στο βιβλίο Φιλοσοφία και Επιστήμη. Πρόκειται για τη δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες [1]. Στο βιβλίο προτάσσεται ένα κείμενο του Γιώργου Γραμματικάκη αφιερωμένο στον Καστοριάδη, με τον τίτλο «Ένας δικός μας Homo Universalis», καθώς και ο Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση και μια ενδιαφέρουσα Εισαγωγή του Γιώργου Ευαγγελόπουλου για το ιστορικό της συνέντευξης, που συμπληρώνονται από έναν ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχολιασμό και εκτενή βιβλιογραφία.

Όπως σημειώνει ο Ευαγγελόπουλος στον Πρόλογο του βιβλίου, στόχος του δεν είναι να παρουσιάσει τον Καστοριάδη ως φιλόσοφο της επιστήμης, αλλά «ως στοχαστή με ασίγαστο πάθος και ακόρεστη δίψα για γνώση που περιλαμβάνει και την κατανόηση [...] των σύγχρονων επιτευγμάτων στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και τη βιολογία» (σ. 9). Ενώ ο Καστοριάδης είναι γνωστός για το έργο του που αφορά «την πολιτική φιλοσοφία και την ψυχανάλυση, την κριτική του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και την ιστορία του εργατικού και του ευρύτερου χειραφετητικού κινήματος», εντούτοις δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι γνώριζε πολύ καλά τις θετικές επιστήμες. Βέβαια, οι απόψεις του για τη φιλοσοφία και την επιστήμη είχαν εμφανισθεί τμηματικά σε προηγούμενα κείμενά του[2], όπου αναλύονται βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του όπως μάγμα, στιβάδα του όντος, διαύγαση, συνολοταυτιστική λογική, κ.ά. Αυτές παίζουν σημαντικό ρόλο στον διάλογο γύρω από θέματα που αναφέρονται, μεταξύ άλλων: στον ρόλο της φιλοσοφίας σήμερα και στη σχέση της με τη φυσική, τα μαθηματικά, τη λογική, την ψυχανάλυση, τη θεολογία και τον πολιτισμό· στη σχέση των μαθηματικών με τη φυσική αλλά και τη φυσιολογία του εγκεφάλου· στον επιστημονικό ή μη χαρακτήρα της ψυχανάλυσης· στη θέση της τεχνικής στον πολιτισμό μας. Η συζήτηση όμως υπεισέρχεται και σε ζητήματα πιο ειδικά, όπως αυτό της τοπικότητας στην κβαντική φυσική και της ερμηνείας των πειραμάτων του Άσπεκτ (Aspect), στη σχέση του Άινσταϊν (Einstein) με την κβαντομηχανική και το θέμα της αιτιότητας και τοπικότητας, στην ανθρωπική αρχή των Μπάροου και Τίπλερ (Barrow & Tipler), καθώς και στο ερώτημα για τη δυνατότητα ενοποίησης των θεμελιωδών δυνάμεων της φύσης.

Θα ξεκινήσω δηλώνοντας την απόλυτα θετική μου εκτίμηση για την προσπάθεια του Καστοριάδη, αλλά και του συνομιλητή του, να καταδειχθεί ο σημαντικός ρόλος της φιλοσοφίας, η αξία της φιλοσοφικής διερεύνησης θεμάτων που εγείρουν οι ανακαλύψεις των επιστημών, αλλά και ο ρόλος της επιστήμης σήμερα για την κατανόηση προβλημάτων που παραδοσιακά ανήκαν στον χώρο του φιλοσοφικού στοχασμού. Με βρίσκει επίσης από κάθε άποψη σύμφωνη η αντίθεση του Καστοριάδη στο πνεύμα του λογικού θετικισμού, στην τάση για μαθηματικοποίηση της φιλοσοφίας και κατακερματισμό της σε άπειρες ειδικότητες κατά το πρότυπο των επιστημών. Τέλος, προσυπογράφω τη θέση του Καστοριάδη ότι με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει έρθει το τέλος της φιλοσοφίας, όπως διακήρυξε ο Χάιντεγκερ.

Θα προχωρήσω, τώρα, σε μία κριτική ανάγνωση, μέσα από την οπτική της φιλοσοφίας της επιστήμης, κάποιων από τα ποικίλα θέματα του διαλόγου, χωρίς να υπεισέλθω σε πολύ εξειδικευμένα προβλήματα από τον χώρο των μαθηματικών και της φυσικής [3]. Θα πρέπει, βέβαια, να δηλώσω από την αρχή ότι η κριτική μου, ή και η διαφωνία μου σε κάποιες περιπτώσεις, με κανέναν τρόπο δεν ακυρώνει το γεγονός ότι ο Καστοριάδης υπήρξε ένας γνήσιος στοχαστής που άφησε τη σφραγίδα του στον 20ό αιώνα με το ανήσυχο και πληθωρικό του πνεύμα, με την «εμβρίθεια και πολυ-επιστημονική του κατάρτιση» [4], με την πληθωρικότητα και πολυπλοκότητα που διακρίνει τη σκέψη του, με τον «λαμπρό, πλούσιο [και] από μια άποψη ριζοσπαστικό» του λόγο [5]. Είναι, λοιπόν, φυσικό ένα τόσο ανήσυχο και κριτικό πνεύμα να επιζητεί και το ίδιο την κριτική. Έτσι στην ομιλία του με τον τίτλο «Το “τέλος της φιλοσοφίας”;» δηλώνει χαρακτηριστικά τα εξής: «Ένας φιλόσοφος γράφει και δημοσιεύει, διότι πιστεύει ότι έχει να πει σημαντικά και αληθινά πράγματα, αλλά επίσης διότι επιθυμεί, αυτά που πιστεύει, να γίνουν αντικείμενο συζήτησης», δηλαδή «να υποστούν κριτική και ενδεχομένως να αναιρεθούν». Και συνεχίζει: «αυτή η δημόσια κριτική των φιλοσόφων [...] είναι απολύτως ουσιώδης για να διατηρηθεί και να εξαπλωθεί αυτός ο χώρος σαν ένας χώρος ελευθερίας, μέσα στον οποίον δεν υπάρχουν αυθεντίες» [6].

Ας περάσουμε τώρα στον διάλογο, ο οποίος ξεκινάει με την κεντρική ερώτηση για τον ρόλο της φιλοσοφίας και τη σχέση της με την επιστήμη (σ. 39). Προκειμένου να αναδείξει τη βαθιά συγγένεια φιλοσοφικού στοχασμού και επιστήμης, ο Καστοριάδης εύστοχα επισημαίνει ότι αυτός ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, όπου συντελέσθηκε η ταυτόχρονη γένεση φιλοσοφίας και επιστήμης (σ. 40). Προς επίρρωσιν, μάλιστα, του δεύτερου σκέλους της επισήμανσής του –με το οποίο δεν συμφωνώ, διότι θεωρώ ότι η φιλοσοφία προηγείται της επιστήμης– αναφέρεται στον Δημόκριτο, στους Ίωνες και στον Αριστοτέλη, υποστηρίζοντας ότι «τα περί φυσικής έργα του [Αριστοτέλη] είναι διακεκριμένα από τα φιλοσοφικά». Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν ευσταθεί. Παρά το γεγονός ότι ο Σταγειρίτης φιλόσοφος έθεσε τα θεμέλια της βιολογίας και όλων των βασικών κλάδων των επιστημών –προχώρησε μάλιστα για πρώτη φορά στη συστηματική ανάλυση εννοιών που ανήκουν στο σώμα της επιστήμης, όπως λ.χ. αυτές της αιτιότητας, του χώρου, του χρόνου, της ύλης, του απείρου– εν τούτοις τα «περί φυσικής» έργα του δεν μπορούμε να τα δούμε ξέχωρα από τα φιλοσοφικά. Συνδέονται οργανικά με το φιλοσοφικό του οικοδόμημα και θεμελιώνονται πάνω στις οντολογικές κατηγορίες της ουσίας, του δυνάμει και εν ενεργεία όντος, της ύλης και της μορφής, όπως αυτές παρουσιάζονται τόσο στις φυσικές του πραγματείες, όσο και στα Μετά τα φυσικά, την αριστοτελική πρώτη φιλοσοφία.

Στη συνέχεια ο Καστοριάδης παρουσιάζει τη θεωρία του για τις τρεις στάσεις της σκέψης: (1) την εξήγηση, τη στάση δηλαδή της φυσικής επιστήμης (σ. 41), (2) την κατανόηση, που «αφορά τον ανθρώπινο χώρο», και (3) τη διαύγαση, η οποία «αποτελεί το έργο της φιλοσοφίας». Όσον αφορά τις δύο πρώτες, η ένστασή μου είναι ότι εξήγηση και κατανόηση δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν. Χαρακτηρίζουν και οι δύο την επιστήμη, η οποία, όπως ορθά επισημαίνει ο Καστοριάδης, συνίσταται στην αναζήτηση αιτίων. Αυτό μας παραπέμπει κατ’ ευθείαν στον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν ο πρώτος στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης που προσδιόρισε με αυτόν τον τρόπο την επιστήμη: Ἐπεὶ γὰρ τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία, εἰδέναι δ’ οὐ πρότερον οἰόμεθα ἕκαστον πρὶν ἂν λάβωμεν τὸ διὰ τί περὶ ἕκαστον, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ λαβεῖν τὴν πρώτην αἰτίαν (Φυσ. 194b 17-21). Όταν ανακαλύψουμε το αίτιο κάποιου φαινομένου, επισημαίνει ο Σταγειρίτης, τότε μόνον μπορούμε να πούμε ότι φθάσαμε στην εξήγηση και άρα μπορούμε να το κατανοήσουμε. Όσον αφορά τώρα τη «διαύγαση», αντικείμενό της, κατά τον Καστοριάδη, είναι «το σύνολο της ανθρώπινης πείρας, δηλαδή η σκέψη επί παντός του σκεπτού» (σ. 43). Τι εννοεί άραγε με αυτό ο φιλόσοφος; Δεν είναι καθόλου σαφές. Στη σ. 45, λ.χ., προσθέτει ένα ακόμη χαρακτηριστικό που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα: «Η διαύγαση είναι η δημιουργία φιλοσοφικών σημασιών που μας επιτρέπουν να σκεφθούμε το ον και τα όντα στη σύνδεσή τους και τη σχέση τους με την εμπειρία μας». Λίγο νωρίτερα, όμως, είχε αποδώσει το ίδιο χαρακτηριστικό της «δημιουργίας νοημάτων και σημασιών» στη δεύτερη στάση της σκέψης, στην κατανόηση (σ. 41). Εδώ τελειώνει η απάντηση του φιλοσόφου στο πρώτο ερώτημα.

Στην ορθή, κατά τη γνώμη μου, επισήμανση από τον Ευαγγελόπουλο της αναλογίας μεταξύ μαθηματικών και φιλοσοφίας (σ. 56), ο Καστοριάδης δηλώνει την απόλυτη διαφωνία του και αναπτύσσει μία από τις κεντρικές θέσεις της φιλοσοφίας του. «Τα μαθηματικά», παρατηρεί, «στη δουλειά τους είναι συνολοταυτιστικά» (σ. 57), δηλαδή εργάζονται με τη συνολοταυτιστική λογική που είναι η λογική της θεωρίας των συνόλων, της οποίας «το βασικό [...] αξίωμα είναι η αρχή της ταυτότητας, ή η αρχή της μη αντίφασης» (σ. 58) [αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι άλλη από την τυπική λογική, Δ.Σ.-Μ.]. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την επιλογή αξιωμάτων τους, τα μαθηματικά είναι αυστηρώς ποιητικά, δηλαδή «δημιουργικά». Εδώ δεν υπάρχει κανένας περιορισμός ή εξαναγκασμός στην «επιλογή των αξιωμάτων, εκτός φυσικά, από τη μη αντιφατικότητα [...] αλλά και την επάρκειά τους» (σ. 58). Αντίθετα, «η φιλοσοφία δεν υπακούει, παρά μόνον εν μέρει [...] στη συνολοταυτιστική λογική, διότι το αντικείμενό της υπερβαίνει τα σύνολα» και ασχολείται με αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει μάγμα (σ. 59).

Τι σημαίνει όμως το μάγμα; Ο φιλόσοφος εισάγει τον όρο για να εκφράσει, όπως πιστεύει, μια νέα ιδέα τόσο για την πραγματικότητα όσο και για το αντικείμενο της φιλοσοφίας. Αντιπαραθέτει, λοιπόν, το μάγμα, καταρχήν προς την έννοια του συνόλου των μαθηματικών, το οποίο, όπως δηλώνει, έχει τα χαρακτηριστικά του συνόλου του Κάντορ. Αποτελείται, δηλαδή, «από στοιχεία ορισμένα και διακεκριμένα τα μεν από τα δε, είτε του πραγματικού κόσμου, είτε της σκέψης μας» (59). Φθάνουμε έτσι σε ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, παρόλο που ο Καστοριάδης χρησιμοποιεί δικούς του όρους, στην ουσία έχουμε την κλασική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μοντέλα: αφενός το στατικό, ατομικό μοντέλο των Ατομικών και Μεγαρικών φιλοσόφων, το οποίο ξαναβρίσκουμε στον Κάντορ, και αφετέρου το δυναμικό μοντέλο του γίγνεσθαι, το οποίο υπάρχει ήδη στον Ηράκλειτο, οικοδομείται όμως συστηματικά από τον Αριστοτέλη, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την πραγματικότητα της κίνησης και της μεταβολής μέσα στον φυσικό κόσμο. Κάτι ανάλογο, μάλιστα, επιχειρεί και ο αμερικανός φιλόσοφος Περς (C.S. Peirce), ο οποίος, αντιδρώντας στους συγχρόνους του Ατομικούς και ιδιαίτερα στον Κάντορ, και εμπνεόμενος από τον Αριστοτέλη, εισάγει την έννοια της «δυνάμει συνάθροισης» (potential aggregate). Αυτή, σε αντίθεση προς το καντοριανό σύνολο, χαρακτηρίζεται από τη συνέχεια, δηλαδή από τη «ρευστότητα, [τη] συγχώνευση του μέρους μέσα στο μέρος» [7] – κάτι ανάλογο, θα έλεγα, με το μάγμα.

Επανερχόμενος, όμως, ο Καστοριάδης στο ζήτημα της πραγματικότητας (σ. 64), προσθέτει ένα ακόμη χαρακτηριστικό, αυτό του συνολοταυτιστικού χαρακτήρα, που ως τώρα τον είχε αποδώσει στο αντικείμενο των μαθηματικών: «αυτό που ονομάζω συνολοταυτιστικό», παρατηρεί τώρα, «είναι αναγκαία διάσταση κάθε μορφής του όντος». Το στοιχείο αυτό από μόνο του ηχεί περίεργα, αλλά ακόμη πιο περίεργα ηχεί η δήλωση του Καστοριάδη ότι αυτό «το είχε δει θαυμάσια ο Αριστοτέλης με το έμβιο ον», όταν έλεγε «άνθρωπος άνθρωπον γεννά»! Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, και πάλι για μια άστοχη αναφορά στον Σταγειρίτη.

Το χαρακτηριστικό, τώρα, της συνολοταυτιστικής διάστασης που αποδίδει ο Καστοριάδης στην πραγματικότητα, το χρησιμοποιεί ως βάση για να εξηγήσει την «παράλογη» [δεν θα συμφωνούσα με τον όρο, Δ.Σ.-Μ.] σύμπτωση μαθηματικών και πραγματικότητας. Έτσι, στη σελίδα 69, αναφερόμενος στη δαρβινική άποψη, υποστηρίζει ότι ο εγκέφαλός μας είναι προορισμένος να συλλαμβάνει τη φυσική πραγματικότητα μέσω μαθηματικών εννοιών και κατασκευών που ανταποκρίνονται στη συνολοταυτιστική διάσταση της πρώτης φυσικής στιβάδας, όπου ο χώρος είναι ευκλείδειος. Εδώ, διατείνεται ο φιλόσοφος, ο εγκέφαλος του ανθρώπου, αλλά και των ζώων, μπορεί να επιλύει προβλήματα διαφορικού λογισμού. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι, όταν λ.χ. ο σκύλος διαγράφει μία καμπύλη διώξεως του λαγού για να τον προλάβει, λύνει μια διαφορική εξίσωση! Η άποψη αυτή είναι μεν ενδιαφέρουσα, την θεωρώ όμως, αν μη τι άλλο, υπερβολική.

Προκειμένου, τώρα, να δώσει τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής σκέψης, ο Καστοριάδης προστρέχει σε ένα «ελληνικό Υπερ-Παράδειγμα», το οποίο συνίσταται στις εξής ιδέες: (α) «Στο “λόγον διδόναι”, δηλαδή γιατί το λες αυτό», (β) «στο τι είναι δεκτό ως απόδειξη, δηλαδή ως αυστηρή λογική ή πειραματική επαλήθευση», (γ) «στη μεταφυσική θέση [...] μιας εν μέρει τουλάχιστον υπάρχουσας πρακτικής δυνατότητας εξήγησης και εκλογίκευσης του κόσμου» (σ. 88-9). Εδώ έχω τις εξής παρατηρήσεις: (1) Δεν θα έλεγα ότι αυτές οι τρεις ιδέες αποτελούν καθαρά χαρακτηριστικά της επιστημονικής σκέψης. Άλλωστε, στην αρχή του διαλόγου ο Καστοριάδης είχε αποδώσει διαφορετικό χαρακτήρα στην επιστήμη (βλ. σ. 41). (2) Αν θέλαμε να δώσουμε το «Υπερ-Παράδειγμα» της επιστημονικής σκέψης που προκύπτει από την αρχαιότητα, αυτό θα ήταν του Αριστοτέλη, για τον οποίο η επιστήμη, όπως προανέφερα, χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση των αιτίων και στοχεύει στην εξήγηση, δηλαδή στην αναζήτηση του διὰ τί (propter quid) και όχι του ὅτι (quid).

Τέλος, ο Ευαγγελόπουλος θέτει πολύ εύστοχα το ζήτημα της διεπιστημονικής συνεργασίας: Είναι δυνατή η αυτόνομη προσέγγιση ερωτημάτων σχετικά με τη νόηση, τη συνείδηση και την ελεύθερη βούληση, με τη βοήθεια μόνον της φιλοσοφίας, ή μήπως το πανάρχαιο πρόβλημα νου-σώματος-ψυχής θα λυθεί κάποτε με τη συνδρομή επιστημών όπως η νευροβιολογία, η ψυχολογία, η επιστήμη της τεχνητής νοημοσύνης, ακόμη και η σύγχρονη φυσική; Η σύντομη απάντηση του Καστοριάδη, ότι μόνον το συνολοταυτιστικό μέρος της σκέψης μπορεί να αλγοριθμοποιηθεί (σ. 83), είναι κατά τη γνώμη μου ανεπαρκής. Παρά το γεγονός ότι ο φιλόσοφος αναπτύσσει έναν πλούτο ιδεών προκειμένου να αναδείξει τη βαθιά συγγένεια φιλοσοφίας και επιστήμης, καθώς και την ανάγκη επανασύνδεσής τους, δεν φαίνεται να υποστηρίζει τη χρησιμότητα της διεπιστημονικής συνεργασίας, που αποτελεί το κατ’ εξοχήν αίτημα των καιρών.

Κλείνοντας, η γενική μου εκτίμηση είναι ότι στο βιβλίο αυτό έχουμε έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και υψηλής ποιότητας διάλογο. Οι δύο συνομιλητές κινούνται με άνεση στον χώρο των μαθηματικών, της φυσικής και της βιολογίας. Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι το γεγονός ότι ο Ευαγγελόπουλος, αν και νομικός –με σπουδές στον χώρο των νομικών επιστημών και της ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής– διαθέτει εξαιρετικά καλή γνώση των επιστημονικών θεωριών στις οποίες αναφέρεται, με την παράλληλη εμβάθυνση στον προβληματισμό που αναπτύσσεται στο πεδίο της φιλοσοφίας της επιστήμης. Έτσι, το όλο εγχείρημα υπερβαίνει κατά πολύ τον αρχικό του στόχο, να κάνει δηλαδή γνωστή μια άγνωστη πτυχή της σκέψης του Καστοριάδη. Με τις εύστοχες ερωτήσεις και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις του, ο Ευαγγελόπουλος οδηγεί τον Καστοριάδη να εκθέσει τις απόψεις του για θέματα που δεν εντάσσονται στον κύριο κορμό της φιλοσοφίας του, με έναν τρόπο κατά πολύ εναργέστερο αυτού που συναντούμε συνήθως στα γραπτά του. Εκεί, με την πληθωρικότητα και πολυπλοκότητα που διακρίνει το πνεύμα του, οδηγεί συνήθως τον αναγνώστη στους λαβυρίνθους όχι μόνον της πολύπλοκης υφής της πραγματικότητας, αλλά και της πολυσύνθετης και χειμαρρώδους σκέψης του, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει πολλές φορές την προσπάθεια κατανόησης του συναρπαστικού, κατά τα άλλα, στοχασμού του. Έτσι ο Ευαγγελόπουλος, με τη στέρεη γνώση των θεμάτων που θίγει, με τον ξεκάθαρο, πειθαρχημένο, απαλλαγμένο από περιττούς βερμπαλισμούς λόγο του, φέρει εις πέρας με απόλυτη επιτυχία ένα δύσκολο εγχείρημα: Οδηγεί τον αναγνώστη, με τη συνδρομή ενός από τους κορυφαίους ευρωπαίους έλληνες στοχαστές του 20ού αιώνα, σε μια πολύτιμη ξενάγηση στον συναρπαστικό και δύσβατο χώρο συνάντησης επιστημονικής σκέψης και φιλοσοφικού στοχασμού, την οποία από κάθε άποψη αξίζει να ακολουθήσει κανείς.


Σημειώσεις:
[1] Στη δεύτερη έκδοση προστίθενται τα εξής: (i) «Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση» με νέα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως η απάντηση του Ντεκόμπ (V. Descombes) στο ερώτημα του Προφούμι (E. Profumi) για τη συμβολή του Καστοριάδη στην επιστήμη, στο πλαίσιο συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε τρία χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του «Διαλόγου»· (ii) μακροσκελής κατάλογος βιβλιοκρισιών για την πρώτη έκδοση, από δημοσιογράφους, ανθρώπους του πνεύματος και πανεπιστημιακούς μαθηματικούς και φυσικούς· (iii) εμπλουτισμένη βιβλιογραφία με βιβλία, μελέτες και άρθρα καθαρά επιστημονικού, αλλά και κάποια εκλαϊκευτικού, χαρακτήρα· (iv) εμπλουτισμένη παράθεση νέων, καί ιδιαίτερα ουσιαστικών, σημειώσεων του Ευαγγελόπουλου στο ήδη υπάρχον πλούσιο σώμα της πρώτης έκδοσης. Οι σημειώσεις αυτές στην πλειοψηφία τους δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά προχωρούν με τέτοιον τρόπο εις βάθος σχετικά με το θέμα του διαλόγου, ώστε το περιεχόμενό τους, στο σύνολό του, να αποτελεί μια μικρή πραγματεία.
[2] Βλ. «Νεοτερική επιστήμη και φιλοσοφική ερώτηση», «Η κρίση της νεοτερικής επιστήμης και ο επιστημονικός προοδευτισμός»,  «Τα θεμέλια της μαθηματικής και το μη αποφασίσιμο», «Η κατάσταση της φυσικής», «Το πρόβλημα της ιστορίας της επιστήμης», «Η σύγχρονη βιολογία – Ψευδή και αληθή προβλήματα», «Οι ανθρωπολογικοί κλάδοι γνώσης», τα οποία περιλαμβάνονται ως κεφάλαια στο βιβλίο του Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Επίσης, «Η λογική των μαγμάτων και το ζήτημα της αυτονομίας», στο Χώροι του ανθρώπου, αλλά και το opus maximum του Καστοριάδη, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και τη δημοσίευση στα ελληνικά του βιβλίου με τίτλο Διάλογοι (2001), όπου περιλαμβάνονται συνομιλίες του Καστοριάδη με τον μαθηματικό Κον (A. Connes) και τον βιολόγο Βαρέλα (F. Varela).
[3] Γι’ αυτά έχουν ήδη αποφανθεί έγκριτοι φυσικοί επιστήμονες, μαθηματικοί και φιλόσοφοι της επιστήμης με την ευκαιρία της πρώτης έκδοσης του βιβλίου. Βλ. για παράδειγμα: Σ. Γαλανής, «Τρόποι αναπαράστασης του κόσμου», Κυριακάτικη Αυγή, 16 Ιανουαρίου 2005· Ε.Ν. Οικονόμου, «Εφ’ όλης της ύλης», Ελληνική έκδοση του Scientific American, Απρίλιος 2005, σελ. 98· Θ. Φωκάς, «Ο Καστοριάδης, η φιλοσοφία και η επιστήμη», Κυριακάτικη Καθημερινή, 22-5-2005· Δ. Χριστοδούλου, «Γόνιμος και ερεθιστικός διάλογος», Νέα Εστία, Νοέμβριος 2005, σ. 787-91· Ε. Μπιτσάκης, «Επιστήμες και Φιλοσοφία: Η περίπτωση του Κορνήλιου Καστοριάδη», Ουτοπία, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2005, σ. 155-68.
[4] Κ.Ι. Δεσποτόπουλος, «Φιλοσοφίας Εγκώμιον», ομιλία στη Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών την 5η Φεβρουαρίου 1998, «εις μνήμην» του Κορνήλιου Καστοριάδη.
[5] Ε. Μπιτσάκης, «Επιστήμες και Φιλοσοφία: Η περίπτωση του Κορνήλιου Καστοριάδη», ό.π., σ. 167.
[6] «Το “τέλος της φιλοσοφίας”;», στο Κ. Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα (Αθήνα: Εκδόσεις Ύψιλον), σ. 16.
[7]  Βλ. C. Hartshorne, P. Weiss & A. Burks (επιμ.), Collected Papers of Charles Sanders Peirce (Cambridge, Mass: Belkapp Press of the Harvard University Press, 1931), τ. 1, παρ. 164. Για τη θεωρία αυτή του Peirce, βλ. το κεφάλαιο «Η έννοια του χρόνου στον Αριστοτέλη και στον C.S. Peirce», στο βιβλίο μου Ο Αριστοτέλης σήμερα. Πτυχές της Αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης (Θεσσαλονίκη: Ζήτη 2010), σ. 141-71.



Δημοσιεύθηκε: 19.9.2011

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Σφενδόνη-Μέντζου, Δ.: (Βιβλιοκρισία του:) Κορνήλιος Καστοριάδης: Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γιώργο Λ. Ευαγγελόπουλο (Αθήνα: Ευρασία 2010). Κριτικά 2011-08, <http://www.philosophica.gr/critica/2011-08.html>.



ISSN 1791-776X