![]() |
||
![]() 2011-11 Λονγκ: Αλήθεια στον Αριστοτέλη Christopher Long: Aristotle on the Nature of Truth. Cambridge: Cambridge UP 2011, 253 σ., 70 €. Κρίνει ο Μιχάλης Παντούλιας (Υπ. Δρ Φιλοσοφίας)
Ένας από τους λόγους που αξίζει κανείς να ασχοληθεί με το βιβλίο του Κρίστοφερ Λονγκ Aristotle on the Nature of Truth είναι ότι ανήκει στις λιγοστές σήμερα απόπειρες ερμηνευτικής-φαινομενολογικής προσέγγισης στο έργο του Σταγιρίτη. Όπως και στο προηγούμενο έργο του The Ethics Of Ontology (2004), έτσι και εδώ ο Λονγκ εκκινεί ρητά από αυτή την παράδοση, εντάσσοντας έτσι τον αναγνώστη σε μια ζωντανή συζήτηση μεταξύ επιφανών φαινομενολόγων ερμηνευτών. Σημειώνεται ότι ο Λονγκ έχει αποσπάσει από τη μία τον έπαινο του Μπρόγκαν (W. Brogan) και από την άλλη τη σκληρή κριτική του Γκονζάλες (F. Gonzales) – γνωστών για την έρευνά τους στη σχέση Χάιντεγκερ-Αριστοτέλη. Στα θετικά προσμετράται και το γεγονός ότι μετά τις σχετικές κριτικές ο Λονγκ δημοσίευσε λεπτομερείς απαντήσεις, οι οποίες θα ληφθούν υπόψη στα παρακάτω. Το θέμα του βιβλίου είναι η έννοια της αλήθειας στον Αριστοτέλη, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και δύσκολο θέμα, αφού ο φιλόσοφος δεν το αντιμετωπίζει χωριστά σε κάποια πραγματεία, παρά αφήνει ίχνη σε διάφορα σημαντικά ή και ελάσσονα γραπτά του, τα οποία φαίνονται καταρχήν να αντιφάσκουν ως προς την έκταση και το περιεχόμενο της έννοιας [1]. Το βιβλίο του Λονγκ θα μπορούσε να κριθεί με βάση τη συνεισφορά του στο δύσκολο αυτό ζήτημα, αλλά στην πραγματικότητα φιλοδοξεί να κάνει κάτι παραπάνω: εκκινώντας από τον Αριστοτέλη, θέλει να αναπτύξει μια φιλοσοφικά έγκυρη και αποδεκτή έννοια της αλήθειας εν γένει. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το βιβλίο αποσκοπεί στην ανάδειξη της αριστοτελικής έννοιας της αλήθειας ως μιας έννοιας που δεν βρίσκεται ούτε στη διάνοια (ἐν διανοίᾳ, πρβ. Μτφ. 1027b 27) ούτε στα πράγματα (πρβ. Κατ. 14b 20), αλλά στη συνάντηση και στον διάλογο μεταξύ τους (σ. 3, 11). Ως κεντρικό νόημα της αλήθειας χαρακτηρίζεται η «οικο-λογία της δικαιοσύνης», ένας λόγος που θα πρέπει να πηγάζει από το όλον των όντων ως «οικείο» του ανθρώπου και ο οποίος είναι ταυτόχρονα «δίκαιος» απέναντι στον ετερόκλητο (σ. 6) και φευγαλέο χαρακτήρα (σ. 13) των πραγμάτων. Ο Λονγκ στηρίζει την ερμηνεία του αυτή σε αριστοτελικές μεταφορές από τον χώρο της κατοικίας, όπου αφενός η τάξη της φύσης ως όλου παρομοιάζεται με οικία (Μτφ. 1075a 19) και αφετέρου η πρόσβαση στην αλήθεια της φύσης με την εύρεση μιας θύρας (σ. 162, πρβ. 993b 5· η περὶ τῆς ἀληθείας θεωρία παρουσιάζεται ως ένα λέγειν τι περὶ τῆς φύσεως). Όσον αφορά, τέλος, στη δικαιοσύνη, ο Λονγκ επικαλείται μια φράση από τα Πολιτικά, σύμφωνα με την οποία λόγος ἐπὶ τῷ δηλοῦν ἐστι τὸ συμφέρον καὶ τὸ βλαβερόν, ὥστε καὶ τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον (1253a 14). Το ότι ο Αριστοτέλης κατονομάζει το δίκαιο και το άδικο σε αυτό το χωρίο σημαίνει για τον συγγραφέα ότι το δηλοῦν, και μέσα από αυτό το ἀληθές, συνδέονται ουσιωδώς με τη δικαιοσύνη. Έτσι τεκμηριώνεται ότι η αλήθεια σημαίνει να αποδίδεται δικαιοσύνη στο πράγμα. Είναι βέβαια προφανές ότι τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο σκέλος της μεταφοράς είναι παρατραβηγμένα: μάταια θα ψάξει κανείς στο corpus μια αναλόγως “οικο-λογική” περιγραφή της αλήθειας. Ας δεχτούμε όμως προς το παρόν ότι πρόκειται για ερμηνευτική υπόθεση, η οποία αποσκοπεί απλώς στο να “ξεκλειδώσει” το αριστοτελικό κείμενο ασκώντας μια καλώς εννοούμενη ερμηνευτική βία. Σε αυτή την περίπτωση περιμένουμε πως, όταν δοθεί ο λόγος στο κείμενο, αυτό θα αναδειχθεί εκ νέου βάσει της υπόθεσης εργασίας. Κάτι τέτοιο καθυστερεί αρκετά για ένα βιβλίο 253 σελίδων, αφού στις πρώτες 50 ελάχιστα γίνεται λόγος για τον Αριστοτέλη. Μετά το εισαγωγικό κεφάλαιο, πρώτη κίνηση του Λονγκ είναι μια ανασκόπηση κυρίως σύγχρονων απόψεων για την αλήθεια (κεφ. 2), η οποία δεν πείθει ότι είναι πάντα σχετική με το κυρίως θέμα. Παρότι πάντως το κεφάλαιο αναλώνεται στις επιρροές του συγγραφέα τόσο από τον αμερικάνικο πραγματισμό όσο και από τον Χάιντεγκερ, η συζήτηση αυτή ίσως βοηθά να αναδειχθεί η συνεισφορά μιας αριστοτελικής έννοιας της αλήθειας σε σύγχρονο πλαίσιο. Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Λονγκ ασχολείται με τη μέθοδο του Αριστοτέλη. Ο συγγραφέας προβάλλει τον αποφασιστικό ρόλο της ανάλυσης του λόγου, ως αρθρωμένης περιγραφής των όντων, για τη γνώση της φύσεως και των αρχών (σ. 50 κ.ε.). Φαίνεται μάλιστα να προωθεί μια μέθοδο, εμπνευσμένη από τον Αριστοτέλη και συμπληρωματική της φαινομενολογίας, σύμφωνα με την οποία δεν είναι μόνο το φαινόμενο (ως αυτοπροσφορά) που πρέπει να υπολογίζεται ως αφετηρία για τον προσδιορισμό της ουσίας του πράγματος, αλλά και ο υπάρχων διαδεδομένος λόγος περί του φαινομένου – καθώς, όπως λέει ο συγγραφέας, έστω και «η προσπάθεια να βάλουμε τα πράγματα σε λέξεις, φέρει πάντα κάτι από την αλήθεια» [2]. Ο Λονγκ είναι έτοιμος να στηρίξει αυτούς τους ισχυρισμούς στη μεθοδολογία του Αριστοτέλη, που ξεκινά από τα φαινόμενα και τα ἔνδοξα, από τους πολλαπλούς δηλαδή τρόπους, με τους οποίους «λέγονται» εκάστοτε τα πράγματα (σ. 67-8). Η αριστοτελική διαλεκτική συνίσταται έτσι σε μια επεξεργασία του ήδη αρθρωμένου λόγου ως τρόπου φανέρωσης της αλήθειας των όντων. Αυτό μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο να γίνει παραδεκτό, όμως κάθε μελετητής του Αριστοτέλη οφείλει να λάβει υπόψη πολυάριθμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις οποίες τόσο τα άμεσα αισθητηριακά δεδομένα (ἴδια αἰσθητά, πρβ. Περί ψυχής 428b 18-9) όσο και τα είδη εμφανίζονται αληθή στις αισθήσεις και τον νου (430b 26-30) αντίστοιχα, δίχως να μεσολαβεί κατηγορικός λόγος (πρβ. Μτφ. 1051b 21-8). Αφού ο λόγος στο 3ο κεφάλαιο έχει λάβει τη μεθοδολογική σημασία που του αποδίδεται, στο 4ο αναλύεται διεξοδικότερα ως προς τη δομή του, με κατεύθυνση τώρα προς το Περί ψυχής. Καθοδηγούμενος από την αναζήτηση μιας ενιαίας έννοιας της αλήθειας σε όλα τα αριστοτελικά κείμενα και βασισμένος στην πρώτη παράγραφο του Περί ερμηνείας για τα «παθήματα της ψυχής» ως ομοιώματα των πραγμάτων, ο Λονγκ καταφεύγει στην αίσθηση και τη φαντασία, στις σχέσεις τους με τον λόγο και κατόπιν με τον νου. Ο συγγραφέας επιμένει στη φαντασία και στη σύνδεσή της με τη φωνή και τον λόγο, διότι η φαντασία είναι, κατά την ανάλυσή του, αυτό που ανταποκρίνεται κριτικά (discerning) στον «λόγο των πραγμάτων» μεσολαβώντας μεταξύ παθητικής αίσθησης και νου. Η φαντασία ερμηνεύεται από τον Λονγκ φαινομενολογικά και βάσει της ετυμολογίας της ως φανέρωση (being appeared). Ο ένας της τύπος, κοινός σε ανθρώπους και ζώα, αποκαλούμενος αισθητική φαντασία, έχει κατά τον συγγραφέα διττή φύση, ενεργητική και παθητική, αφού με αυτήν τα έμβια ανταποκρίνονται στα ερεθίσματα του κόσμου (σ. 85-8)· στον άνθρωπο ενυπάρχει ωστόσο και φαντασία βουλευτική (434a 5-8), επειδή ο άνθρωπος είναι ικανός για συλλογισμό – που σημαίνει για τον Λονγκ: συλλέγειν (91: reckoning) τα πραγμάτα (ἓν ἐκ πλειόνων φαντασμάτων ποιεῖν). Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να κρίνει και να αποφασίζει τι θα πράξει με στόχο το αγαθό. Αυτή η διπλή φύση της φαντασίας για το έλλογο ον, συλλεκτική των πραγμάτων και ενεργητική κατά το βουλεύεσθαι, επιτρέπει στη φαντασία να «φέρνει το λόγο των πραγμάτων» που έχουν συλλάβει οι αισθήσεις (ἡ δ’ αἴσθησις ὁ λόγος: πρβ. 426a 27 – b 3) «στη ζωή του νου» (σ. 115). Ο «λόγος των πραγμάτων», διαμεσολαβημένος από τη φαντασία ως αισθητική και λογιστική (σ. 86), φανερώνεται εν τέλει στον ανθρώπινο λόγο, που δικαιολογεί έτσι το όνομά του ως αποφαντικός (σ. 88, 171). Η αλήθεια συνεπώς δεν είναι επιβολή ενός έξωθεν λόγου στα πράγματα, αλλά ανταπόκριση στον ίδιο τον λόγο των πραγμάτων. Η χρήση της πολυσημίας της λέξης «λόγος» σε όλο το επιχείρημα είναι προφανής, αλλά θα ασχοληθώ μαζί της στη συνέχεια. Πάντως, για την ανάδειξη μιας τέτοιας έννοιας αλήθειας ο Λονγκ χρειάζεται ένα κανονιστικό στοιχείο πέραν του λόγου. Γι’ αυτό και ο νους θα αποτελέσει τον επόμενο σταθμό της σκέψης του, αφού σε αυτόν αποκαλύπτονται τα είδη, που για τον Αριστοτέλη αποτελούν την μᾶλλον οὐσία, δηλαδή αυτό που ο Λονγκ χρειάζεται προκειμένου να συνδέσει την έρευνα της ψυχής με την αλήθεια των πραγμάτων (σ. 203). Στόχος του είναι από τον νου του Περί ψυχής να μεταβεί στο Λ των Μετά τα φυσικά, όπου θα αποδειχθεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι ο θεϊκός νους για τον Αριστοτέλη δεν συλλαμβάνεται σε αντίθεση με τον ανθρώπινο (σ. 231, σημ. 108). Ο τελευταίος μάλιστα, όπως υπαγορεύει η υπόθεση της διαλογικής έννοιας της αλήθειας, “έλκεται” από τον θεϊκό νου (σ. 211-5), προσανατολισμένος διαρκώς προς το όλον των όντων (ακόμα και ο ποιητικός νους του Περί ψυχής είναι για το συγγραφέα μια πτυχή του ανθρώπινου νου κι εμπεριέχει δύναμη, σ. 165-8), και ενεργοποιείται από τον θεϊκό νου που ενδημεί στα πράγματα και τα καθιστά όλον. Ο θεϊκός νους έχει κατά το Λονγκ μια διαλογική δυναμική, εκπεφρασμένη στην αριστοτελική νόησιν νοήσεως νόησιν (sic). Αυτή είναι που καλεί τον ανθρώπινο λόγο να «ανταποκριθεί» (respond, σ. 238) και να αποδώσει στα πράγματα δικαιοσύνη, διότι ο άνθρωπος κατοικεί τον κόσμο με έναν τρόπο που προσδιορίζεται από το καθολικό, τόσο προς τους άλλους όσο και προς τη φύση, αίτημα της δικαιοσύνης. Η αλήθεια εν τέλει είναι ένα έθος. Η οικο-λογική δικαιοσύνη ως αλήθεια απαιτεί και μια οικο-λογική ηθική. Είναι αλήθεια ότι σπάνια βρίσκει κανείς τόσο καθολικές και φιλόδοξες θεωρήσεις της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Όμως όλα αυτά είναι καταφανώς μακριά από τον Αριστοτέλη που ανακαλύπτει κανείς σε μια πρώτη ανάγνωση. Και χρειάζονται βέβαια εκτεταμένη και λεπτομερή τεκμηρίωση για να στηριχτούν, έστω και εν μέρει, σε αριστοτελικές προκείμενες. Παρότι όμως ο Λονγκ φαίνεται πολύ καλά διαβασμένος τόσο σε πρωτεύουσα όσο και σε δευτερεύουσα βιβλιογραφία, η φιλολογική δουλειά του είναι ελλιπής και πολλές φορές τόσο αναξιόπιστη, που κανείς κουράζεται να βρίσκει λάθη και παρερμηνείες. Γράφει, π.χ., ότι στη λέξη ἀπόφασις ο Αριστοτέλης εννοεί τόσο το ότι μια ιδιότητα απουσιάζει από το υποκείμενο όσο και το ότι η πρόταση μιλάει από (ἀπό-φασις), δηλαδή με αφετηρία το ίδιο το αντικείμενο – αλλά η κατάφασις τι κάνει; Κατά τον συγγραφέα, με την κατάφαση ο Αριστοτέλης εννοεί ότι πηγαίνουμε «κάτω στα πράγματα» (going down to things, σ. 106-7). Όλα αυτά για να υποστηριχθεί ρητορικά η κατά τον συγγραφέα διαλογική-με-τα-πράγματα φύση της αλήθειας. Όμως υπάρχουν και χειρότερα λάθη. Η λέξη σημεῖον, ακόμα κι όταν αναφέρεται στη γεωμετρική τομή δύο ευθειών, σημαίνει για τον συγγραφέα sign! (σ. 141, πρβ. Περί ψυχής 427a 12) – ενώ αλλού αρνητικές προτάσεις διαβάζονται ως θετικές και αντιπαραδείγματα ως παραδείγματα [3], ώστε θέσεις προφανώς αντίθετες με τα λεγόμενα του Αριστοτέλη να στηρίζουν τα εκ των προτέρων επιθυμητά συμπεράσματα. Χαρακτηριστική τέτοιων προβλημάτων είναι η ερμηνεία από τον συγγραφέα του θεϊκού νου στο Λ9. Προκειμένου να στηριχθεί μια διαλογική έννοια της αλήθειας, που απαιτεί τα όντα να προσκαλούν τρόπον τινά τον άνθρωπο να τα γνωρίσει, ο Λονγκ αισθάνεται ότι πρέπει να αποδώσει μια δυναμική έννοια στον ίδιο τον θεϊκό νου που τα κινεί (σ. 236). Τούτο ενισχύεται από μια ερμηνεία της –κατά τον συγγραφέα– “φράσεως” νόησις νοήσεως νόησις, όπου υποτίθεται πως εκδηλώνεται, από τη δεύτερη παράταξη της νοήσεως στη γενική πτώση, ένας διαλογικός και δυναμικός χαρακτήρας – παρόλο που, στην πραγματικότητα, ρητή πρόθεση του Αριστοτέλη είναι να αναφερθεί στη νόηση από τον θείο νου του εαυτού του (1075a 4-5) ως ἐνεργείᾳ στον ἅπαντα αἰῶνα (1075a 10). Ο Λονγκ αποδίδει ευθέως μια συσχετίζουσα φύση στον θείο νου (relationality, σ. 237) –κάτι που εμμέσως παραπέμπει σε έναν νου ορεκτικό– προκειμένου να δικαιολογηθεί ενός είδους πρόσκληση σε διάλογο προς τον ανθρώπινο νου, με τον οποίο, κατά τον συγγραφέα, ο θείος έχει παρεμφερή και όχι αυστηρά διαχωρισμένη φύση. Ωστόσο, έστω κι αν η νόησις νοήσεως αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα της αριστοτελικής γραμματείας [4], βέβαιο παραμένει ότι ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει τη μόνιμη ἐνεργείᾳ φύση του νου ως διακριτικό του στοιχείο, όπως άλλωστε και την ταυτότητά του με το νοητό, που εδώ expressis verbis δεν μπορεί να αποτελεί δυναμική σχέση με κάτι άλλο (πρβ. 1074b 36-7). Πέραν αυτού ο Λονγκ στηρίζεται σε μια εξωφρενική ανάγνωση της φράσης νόησις νοήσεως νόησις ως ενός αφ’ εαυτού όρου, ο οποίος υποτίθεται ότι, σαν ένας λεκτικός αυτοσχεδιασμός, υποδηλώνει την υπόρρητη τάση του Αριστοτέλη προς διαλογική σύλληψη του νου (σ. 236)! Μια απλή ανάγνωση του χωρίου (καὶ ἔστιν ἡ νόησις νοήσεως νόησις) καθιστά βέβαια προφανές ότι η πρώτη νόησις είναι απλώς υποκείμενο της πρότασης κι ότι ο συγγραφέας διαστρεβλώνει εδώ σημαντικά την ερμηνεία του Μπρουνσβίχ [4], στην οποία παραπέμπει. Ακόμα όμως και αν ο Λονγκ είχε δίκιο ως προς την ερμηνεία της δεύτερης νοήσεως ως μόνο γενικής αντικειμενικής, θα όφειλε να μας πει πώς μια συμπερασματική τεχνική διατύπωση μπορεί να ερμηνεύεται αντίθετα από το πνεύμα του όλου κειμένου. Στο σημείο αυτό ασκείται δικαιολογημένα κριτική από τον Γκονζάλες [5], αλλά ο Λονγκ ανταπαντά ότι η μέθοδός του ακολουθεί την αριστοτελική, κατά την οποία η άρθρωση της επιδιωκόμενης αλήθειας υπερτερεί της δεδηλωμένης πρόθεσης του ομιλητή [2]. Η μέθοδος λαμβάνει τον ομολογουμένως περίεργο τίτλο «φαινομενολογική λεγομενολογία» (phenomenological legomenology) (σ. 244). Βέβαια, ως προς το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως βάση οντολογικών συμπερασμάτων, όπως δείχνει πειστικά ο Βίλαντ ήδη το 1962 [6], δεν εγείρεται αμφιβολία· ούτε και ως προς το ότι οι γνώμες, αλλά και οι διατυπώσεις των προγενέστερων φιλοσόφων, αποτελούν ρητά αφετηρίες της αριστοτελικής επιχειρηματολογίας [7]. Ακόμα όμως κι αν αυτό μπορούσε να αναστραφεί ώστε να εφαρμοστεί στο ίδιο το αριστοτελικό κείμενο, θα έπρεπε τουλάχιστον κανείς να κατανοεί ορθά τη σύνταξη και τη γραμματική του. Ακόμα χειρότερα όμως δείχνουν τα πράγματα αν κανείς εφαρμόσει αυτό το κριτήριο στο βασικό επιχείρημα του βιβλίου, ότι δηλαδή η αλήθεια στον Αριστοτέλη οφείλει να ερμηνευτεί ως δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη εδώ εκπροσωπείται από τη φράση: to do justice to things (έμφαση: Μ.Π.). Μια τέτοια χρήση της δικαιοσύνης είναι βέβαια για τον Λονγκ αναγκαία, αφού η αλήθεια δεν μπορεί να αφορά μόνο στις ανθρώπινες υποθέσεις, παρά κυρίως στα εννοούμενα πράγματα. Όμως το ατόπημα είναι προφανές, αφού η φράση «do justice to something» (ή η αντίστοιχή της γερμανική «gerecht werden») δεν απαντά στη γλώσσα των υπό εξέταση κειμένων. Η δικαιοσύνη στον Αριστοτέλη είναι διαπροσωπική και πολιτική υπόθεση – ο ίδιος ο Λονγκ το αναγνωρίζει. Προκειμένου να λειτουργήσει η αποκαλούμενη λεγομενολογία, θα έπρεπε η ίδια γλώσσα, στην οποία εκφράζεται ο πρωτότυπος φιλοσοφικός λόγος, εν προκειμένω η ελληνική, να επιτρέπει την έκφραση –έστω και μεταφορική– που ο Λονγκ χρησιμοποιεί, και όχι να την απαγορεύει! Αλλά ακόμα και διαφορετικά να ήταν τα πράγματα, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο μεταφορικές εκφράσεις και περιγραφές, όπως η «οικολογία» της αλήθειας, η αλήθεια ως δικαιοσύνη στα πράγματα ή ως διάλογος με τα πράγματα κ.ο.κ., έχουν θέση σε μια ερμηνευτική δουλειά που οφείλει να διαφωτίζει τις έννοιες και τις εσωτερικές αναγκαιότητες των κειμένων και όχι να τις συσκοτίζει. Διότι έστω και αν οφείλει κανείς να προχωρήσει μαζί και πέρα από τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι παρουσιάζει πρώτα απ’ όλα αυτό που λέει ο φιλόσοφος, με κάποιον διακριτό τρόπο από τις προθέσεις που έχει ο ίδιος. Ο Λονγκ προβαίνει σε αυτήν τη διάκριση μόνο στις δέκα τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Λονγκ είναι οι οφειλές του στη χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία – όχι μόνο στην πρώιμη, που ρητά ασχολείται με το αριστοτελικό έργο, αλλά και στην ύστερη. Η έννοια του λόγου, όπως διαπιστώνει γρήγορα ο αναγνώστης, χρησιμοποιείται χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις και ταυτόχρονα με μια πολυσημία που ξεπερνά αυτήν του Αριστοτέλη (π.χ. σ. 149), θυμίζοντας επικίνδυνα τον γερμανό στοχαστή. Καμιά φορά ο αναγνώστης αδυνατεί να διακρίνει –ακόμα και μέσα στο ίδιο επιχείρημα (βλ. παραπάνω, έβδομη παράγραφος)– αν ο Λονγκ χρησιμοποιεί τον λόγο με την έννοια της μαθηματικής αναλογίας, της ομιλίας, της ανθρώπινης λογικής, ή ακόμα και της «συλ-λογής» κατά το χαϊντεγκεριανό Versammlung. Τέτοιες προσμίξεις των εννοιών ανάγονται σαφώς σε χαϊντεγκεριανές αναλύσεις, όμως στον Χάιντεγκερ έχουν μια σημασία προσωπικού ιδιώματος, που εδώ δεν δικαιολογείται. Η ίδια η μετάφραση της ἀ-ληθείας ως α-κρυπτότητας υιοθετείται απερίφραστα (σ. 30), ακόμα κι εκεί που ο ίδιος ο Χάιντεγκερ την απορρίπτει (σ. 38) – και όλα αυτά μάλιστα χωρίς καμία απόδειξη μέσα από τα αριστοτελικά κείμενα. Η κριτική στον ύστερο Χάιντεγκερ είναι σχεδόν προσχηματική: Εκεί που ο τελευταίος βλέπει την αλήθεια ως Συμβάν (Ereignis), ο Λονγκ απορρίπτει την ιδέα, διότι το Συμβάν είναι αποκλεισμένο από την ανθρώπινη προαίρεση κι ευθύνη, ενώ η αριστοτελική αλήθεια απαιτεί κατά τον ίδιο την «ανταπόκριση» του ανθρώπου. Έτσι, μια από τις βασικές προκείμενες της εργασίας του Λονγκ είναι η ιδέα της ανταποκρισιμότητας (response-ability) απέναντι σε αυτό που ο Λονγκ ονομάζει λόγο των πραγμάτων. Όμως δεν είναι τυχαίο ότι οι σύγχρονες ερμηνείες της φιλοσοφίας της γλώσσας του Χάιντεγκερ κάνουν και αυτές λόγο για την ανταποκρισιμότητα (Responsivität) βασισμένες στην εργασία του γερμανού φαινομενολόγου Βάλντενφελς [8]. Η ανταπόκριση (κατά τον Χάιντεγκερ: Ant-wort) δεν είναι άλλο από την υπεύθυνη ανάληψη και ανταπάντηση από μέρους του ανθρώπου της κλήσης που λαμβάνει από ένα ανεξάρτητο και αποκεκρυμμένο «Είναι», το οποίο επισυμβαίνει πάντα εντός του Λόγου. Δεν εκπλήσσεται λοιπόν κανείς, όταν στο τέλος του βιβλίου του ο Λονγκ επιβεβαιώνει μέσω της αριστοτελικής οδού την ύστερη χαϊντεγκεριανή φιλοσοφία! Τόσο η response-ability όσο και η ιδέα της propriation ως έννοιας που χαρακτηρίζει για τον Λονγκ το έθος της αλήθειας, δεν είναι παρά συγκεκαλυμμένες μεταφράσεις χαϊντεγκεριανών εκφράσεων (Ant-wort και Eignung αντίστοιχα). Ακόμα και η έννοια της «οικο-λογίας του Είναι», παρά την όποια επιφανειακή στήριξή της σε κάποιες παρενθετικές εκφράσεις του Αριστοτέλη, θυμίζει υπερβολικά το χαρακτηρισμό Haus des Seins που αποδίδει ο Χάιντεγκερ στη γλώσσα. Όλα αυτά απέχουν προφανώς πάρα πολύ από το να δίνουν μια ερμηνεία της αλήθειας στον Αριστοτέλη. Εδώ αποδεικνύεται όμως και το βασικό πρόβλημα του βιβλίου: ο τίτλος και το σκεπτικό του. Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ το βιβλίο αυτό να ανήκει σε ένα μεγαλύτερο έργο με τίτλο «Η έννοια της αλήθειας στον Αριστοτέλη και τον Χάιντεγκερ», αφού η συμπλοκή των δύο φιλοσόφων, κρυφή και φανερή, είναι τόσο έντονη, ώστε η απουσία ενός κεφαλαίου ειδικά για τον Χάιντεγκερ και ενός συγκριτικού κεφαλαίου, όπου θα ξεκαθαρίζεται τι μπορεί να αποδοθεί στον έναν και τι στον άλλον, είναι αισθητή. Κάτω από αυτό το συγκριτικό πρίσμα, το βιβλίο έχει ενδιαφέροντα στοιχεία, σπάνια όμως μπορούν κι αυτά να γίνουν αποδεκτά δίχως περαιτέρω διερεύνηση. Για έναν μελετητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας, οι φιλολογικές αδυναμίες του βιβλίου το καθιστούν μάλλον απρόσφορο και γι’ αυτό θα το πρότεινα μόνο σε μυημένους της φαινομενολογίας που θα ήθελαν να εμπλουτίσουν τη βιβλιογραφία τους. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 23.10.2011 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |