Pdf

2011-12

Κοέν: Γιατί όχι σοσιαλισμός;

G.A. Cohen: Γιατί όχι σοσιαλισμός; Εισαγωγή – μετάφραση: Ν. Βρούσαλης. Αθήνα: Εκκρεμές 2010, 111 σ., 11 €.



Κρίνει ο Βλαδίμηρος Δάγκας-Τσουκαλάς
vladimiros.dagkas.tsoukalas@gmail.com

Ο Τζ. Α. Κοέν (G.A. Cohen, 1941-2009) συγκαταλέγεται στους κορυφαίους πολιτικούς φιλοσόφους της εποχής μας. Υποστηρικτές και επικριτές συμφωνούν ότι είναι ο στοχαστής που έδωσε νέα ώθηση στη μαρξιστική σκέψη, μελετώντας την με εργαλεία και μεθόδους της αναλυτικής φιλοσοφίας. Στο κύκνειο άσμα του, το σύντομο δοκίμιο Γιατί όχι σοσιαλισμός;, επιχειρηματολογεί υπέρ μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας ξεκινώντας από θεμιτές ηθικές αξίες, και στη συνέχεια εξετάζει τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα συναφές σοσιαλιστικό εγχείρημα.

Η μετάφραση του Ν. Βρούσαλη, ενός από τους τελευταίους μαθητές του Κοέν, ακολουθεί την πρώτη αγγλική έκδοση του 2009 [1] και αποδίδει επαρκώς το περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Ο μεταφραστής έχει επίσης προτάξει μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή στη φιλοσοφική σκέψη του Κοέν (σ. 7-56), στην οποία συνοψίζει τα σημαντικότερα έργα και τη διανοητική εξέλιξη του συγγραφέα τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμα, η εισαγωγή συνδέει τις βασικές δημοσιεύσεις του Κοέν με τον ανά χείρας τόμο, επισημαίνοντας τα σημεία όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει επιχειρήματα τα οποία ο φιλόσοφος διατύπωσε αναλυτικότερα στο παρελθόν. Γι’ αυτό τον λόγο, η επισκόπηση του Βρούσαλη συμβάλλει ιδιαίτερα στην κατανόηση του δοκιμίου, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να θεωρηθεί απλουστευτικό, με αποτέλεσμα να μην εκτιμηθούν πολλά σημαντικά επιχειρήματα στα οποία δεν αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο κείμενο. Η Εισαγωγή, ωστόσο, ενδέχεται να δυσκολέψει κάπως τον μη ειδικό αναγνώστη εξαιτίας του πυκνού ύφους της, σε αντίθεση με το μεταφραζόμενο κείμενο που μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητό.

Το δοκίμιο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο, ο Κοέν περιγράφει με απλούς όρους μια ξέγνοιαστη εκδρομή, σκοπός της οποίας είναι να περάσουν όλοι καλά κάνοντας ό,τι τους αρέσει. Παρ’ όλο που οι εκδρομείς έχουν διαφορετικές επιθυμίες και ταλέντα, δεν διέπονται από ιεραρχικές σχέσεις, ενώ δεν υπάρχει καμία ανισότητα ως προς τη χρήση των αντικειμένων (σκηνές, σκεύη, τρόφιμα κ.λπ.) τα οποία όλοι μοιράζονται χωρίς διακρίσεις. Ο Κοέν ισχυρίζεται πως η ελκυστικότητα της εκδρομής και γενικότερα του σοσιαλισμού οφείλεται στις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης. Για να το αποδείξει παραθέτει άλλα παραδείγματα υποθετικών εκδρομών, οι οποίες δεν έχουν αυτό τον χαρακτήρα αλλά, αντίθετα, βασίζονται σε ιεραρχικές δομές και χρηματικές συναλλαγές, επισημαίνοντας έτσι την εγγενή σχέση που έχουν οι δύο αρχές με το πνεύμα της “σοσιαλιστικής” εκδρομής.

Στο δεύτερο μέρος αναπτύσσει τις προαναφερθείσες αρχές. Η πρώτη, η σοσιαλιστική ισότητα των ευκαιριών, εννοείται ως μια αξία που επιτάσσει την εξάλειψη κάθε ανισότητας που απορρέει από κοινωνικούς περιορισμούς (είτε τυπικούς-νομικούς είτε άτυπους-πολιτιστικούς), καθώς και από κοινωνικές συνθήκες και άλλους παράγοντες καθαρής τύχης, όπως είναι το οικογενειακό περιβάλλον, τα έμφυτα ταλέντα και οι φυσικές καταστροφές. Αυτή η αρχή αποσκοπεί στη διόρθωση κάθε μη επιλεγμένης ανισότητας, έτσι ώστε οι όποιες διαφορές απομένουν να αντικατοπτρίζουν μόνο ατομικές προτιμήσεις και επιλογές. Αυτό σημαίνει ότι επιτρεπτές “σοσιαλιστικές” ανισότητες μπορούν να προκύψουν μόνον (i) ως προς την κατανομή υλικών αγαθών, εφόσον για αυτήν δεν μετανιώνει (regret) κανείς, και (ii) σε σχέση με την κατανομή υλικών αγαθών ή επιπέδων ατομικής ευημερίας που είτε (ii.α) οφείλονται σε επιλογές για τις οποίες κάποιοι στη συνέχεια μετανιώνουν, είτε (ii.β) σε επιλογές για τις οποίες δεν μετανιώνει κανείς αλλά, ωστόσο, αποτελούν αποτέλεσμα επιλεγμένης τύχης (option luck), δηλαδή αποτέλεσμα αποφάσεων τις οποίες κάποιος αναγνωρίζει και αποδέχεται, είτε αυτές ήταν αναπόφευκτες είτε όχι (σ. 75). Οι ανισότητες που προέρχονται από επιλεγμένη τύχη είναι ιδιαίτερα προβληματικές για τον Κοέν, καθώς πολλές αποφάσεις επιλεγμένης τύχης δεν μπορούν να αποφευχθούν από τη στιγμή που συμμετέχουμε σε ένα καθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο [2]. Για παράδειγμα, εντός της ελεύθερης αγοράς, μπορεί να επιλέξουμε να παράγουμε ένα προϊόν που παράγουν άλλοι δέκα, αλλά ο ανταγωνισμός μπορεί τυχαία να οδηγήσει ορισμένους στην καταστροφή, ακόμα και αν και οι έντεκα προσφέραμε ένα προϊόν με τις ίδιες προδιαγραφές.

Κάποιες ανισότητες που επιτρέπονται από την αρχή της σοσιαλιστικής ισότητας των ευκαιριών, όπως οι ανωτέρω, οφείλουν να διορθωθούν μέσω της αρχής της αλληλεγγύης. Η δεύτερη αυτή αρχή επιτάσσει τη μείωση όλων των ανισοτήτων (σε υλικά αγαθά, σχέσεις εξουσίας κ.λπ.) οι οποίες είναι ασύμβατες με δύο αντιλήψεις περί αλληλεγγύης που ο Κοέν θεωρεί καίριες. Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, οι ανισότητες δεν πρέπει να εμποδίζουν τους ανθρώπους να νοιάζονται και να νιώθουν κατανόηση για τα προβλήματα των άλλων. Σύμφωνα με τη δεύτερη, οι σχέσεις των ανθρώπων πρέπει να βασίζονται στη γενναιοδωρία, έτσι ώστε ο καθένας να υπηρετεί τον συνάνθρωπό του επειδή ο τελευταίος το έχει ανάγκη, και όχι για να αποκομίσει κάποιο όφελος. (Φυσικά, υπάρχει προσδοκία αλληλοεξυπηρέτησης, καθώς ο Κοέν δεν μας ενθαρρύνει να είμαστε “κορόιδα”.) Η δεύτερη έννοια αλληλεγγύης υλοποιεί μια «κοινοτική αμοιβαιότητα» (σ. 83) που διαφέρει από την αμοιβαιότητα της αγοράς, στην οποία υπηρετώ κάποιον με γνώμονα το προσωπικό μου κέρδος χωρίς να ενδιαφέρομαι για τη μοίρα ή την ευημερία του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συνεργασία των ανθρώπων στην ελεύθερη αγορά –σε τελική ανάλυση– λαμβάνει χώρα χάρη σε ένα μείγμα φόβου (από τον ανταγωνισμό των υπολοίπων και την αβεβαιότητα για το μέλλον) και απληστίας (ως προς τη μεγιστοποίηση του κέρδους).

Στο τρίτο μέρος, ο Κοέν εξετάζει αν οι ανωτέρω δύο αρχές που καθιστούν τη “σοσιαλιστική” εκδρομή ελκυστική είναι θεμιτές σε κοινωνικό επίπεδο. Αρχικά απορρίπτει το επιχείρημα πως το σοσιαλιστικό ιδεώδες δεν είναι επιθυμητό επειδή οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέγουν τη μορφή της κοινωνίας στην οποία ζουν. Θεωρεί πως αυτή η κριτική δεν ευσταθεί, διότι και στη σημερινή κοινωνία οι ελευθερίες του καθενός περιορίζονται εξίσου σημαντικά από τις επιλογές των υπολοίπων, αλλά με αφανή τρόπο, καθότι δεν είναι σχεδιασμένες όπως στον σοσιαλισμό.

Στο τελευταίο μέρος, ο Κοέν αναιρεί και ορισμένες ενστάσεις που επικεντρώνονται στις ειδικές συνθήκες που διέπουν την εκδρομή, όπως είναι η απουσία αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των εκδρομέων, οι οποίες υποτίθεται ότι δεν είναι εφαρμόσιμες στην κοινωνία. Ειδικότερα, διακρίνει τρεις κατηγορίες εμποδίων που δυσχεραίνουν την υπέρβαση των αντικρουόμενων συμφερόντων σε κοινωνικό επίπεδο: τα πολιτικά-ιδεολογικά (τα οποία απλώς αναφέρει), τα όρια της ανθρώπινης φύσης και τα όρια της «διαθέσιμης κοινωνικής τεχνολογίας» (σ. 94). Θεωρεί πως το τελευταίο είναι και το σοβαρότερο. Ενώ γνωρίζουμε πώς να εκμεταλλευτούμε τον φόβο και την απληστία ως κίνητρα στην παραγωγή, δεν έχουμε εφεύρει ακόμα τρόπους για να εκμεταλλευτούμε τη γενναιοδωρία των ανθρώπων ως κίνητρο στην παραγωγή, με μοναδική εξαίρεση αγαθά που όλοι έχουν ανάγκη, όπως η υγεία. Ωστόσο, παρόμοιες σοσιαλιστικές επιτυχίες δεν υπάρχουν σε τομείς της παραγωγής που δεν τους έχουμε απόλυτη ανάγκη (έτσι ώστε να νιώθουμε αυτομάτως συμπάθεια για τα προβλήματα των υπολοίπων), όπως είναι τα καταναλωτικά αγαθά. Επειδή η γενναιοδωρία ως κίνητρο στην παραγωγή είναι απαραίτητη για την υλοποίηση της αρχής της αλληλεγγύης, στο υπόλοιπο του τέταρτου μέρους ο Κοέν εξετάζει συνοπτικά κάποια οικονομικά μοντέλα που έχουν προταθεί για την επίτευξη αυτού του στόχου, ιδίως μετά την αποτυχία του κεντρικού σχεδιασμού στην ΕΣΣΔ.

Οι αρετές του δοκιμίου του Κοέν δεν είναι ευκαταφρόνητες. Πρώτον, τα επιχειρήματα είναι ουσιαστικά, σαφή και κατανοητά. Δεύτερον, η διαπίστωση ότι ακόμα και μια εκτενής (σοσιαλιστική) ισότητα ευκαιριών μπορεί να δημιουργήσει αδικίες, μέσω της συμμετοχής σε αποφάσεις επιλεγμένης τύχης, είναι πολύ σημαντική και επισημαίνει μια πτυχή του ζητήματος που συχνά παραβλέπεται. Τρίτο, ιδιαίτερα σημαντική είναι η διάκριση μεταξύ αμοιβαιότητας της αγοράς και κοινοτικής αμοιβαιότητας. Το σοσιαλιστικό ιδεώδες είναι εν μέρει ελκυστικό λόγω του είδους των ανθρώπινων σχέσεων που οραματίζεται, και γι’ αυτό η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της ισότητας ευκαιριών. Τέταρτον, όταν αναφέρεται στους λόγους που εμποδίζουν την υλοποίηση του σοσιαλισμού, ο Κοέν ορθά διακρίνει τα όρια της «διαθέσιμης κοινωνικής τεχνολογίας» ως εμπόδιο σοβαρότερο απ’ ό,τι η ανθρώπινη φύση. Οι απόψεις για τις έμφυτες συμπεριφορές των ανθρώπων είναι συνήθως απλουστευτικές, αντιφατικές, και πιθανώς δεν είναι επιστημονικές, καθώς η πλήρης κατανόηση της ανθρώπινης φύσης πρέπει να περιμένει την ωρίμανση της νευρο-επιστήμης και άλλων επιστημών του βίου.

Μια εμπεριστατωμένη κριτική των θέσεων του Κοέν αναμφίβολα υπερβαίνει το πλαίσιο μιας βιβλιοκρισίας. Αρκούμαστε σε δύο σύντομες παρατηρήσεις: Πρώτον, ο Κοέν θεωρεί πως οποιαδήποτε ανισότητα των μορφών (ii.α) και (ii.β), παρ’ όλο που επιτρέπεται από την αρχή της σοσιαλιστικής ισότητας, ενδεχομένως απαιτεί διόρθωση, επειδή «κάθε κοινότητα αναπόφευκτα δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη συγκέντρωση πλούτου», και έτσι αναγκαστικά εμποδίζεται η δημιουργία αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων (σ. 80), η οποία αποτελεί τη δεύτερη βασική αρχή του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Έστω ότι “κατ’ επιλογήν” σημαίνει κάθε απόφαση που δεν είναι το αποτέλεσμα αναπόφευκτης επιλεγμένης τύχης, δηλαδή δεν είναι το αποτέλεσμα μιας απόφασης για την οποία κάποιος μπορεί να μην μετανιώνει, αλλά ωστόσο ήταν αναπόφευκτη στο πλαίσιο συμμετοχής στην κοινωνία. Σύμφωνα με τον Κοέν, οι ανισότητες εμποδίζουν την ύπαρξη αλληλεγγύης –και έτσι απαιτείται η διόρθωσή τους– μέσω δύο πτυχών: (α) Ένας κατ’ επιλογήν πλούσιος αποξενώνεται από τα προβλήματα ενός κατ’ επιλογήν φτωχού, επειδή ο φτωχός αντιμετωπίζει δυσκολίες που ο πλούσιος δεν αντιλαμβάνεται και δεν συμπάσχει με αυτές, και με αυτόν τον τρόπο εμποδίζεται η αλληλεγγύη – όπως όταν ο πλούσιος που οδηγεί αυτοκίνητο δεν κατανοεί την ταλαιπωρία του φτωχού στο λεωφορείο (σ. 81). (β) Επιπλέον, αν ο πλούσιος –που έχει αποξενωθεί από τα προβλήματα του φτωχού– τύχει περιστασιακά να αντιμετωπίσει και αυτός το ίδιο πρόβλημα, τότε δεν μπορεί να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του σε έναν φτωχό, σκοπεύοντας να τον κάνει να συμπάσχει μαζί του, καθώς ο φτωχός δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα να παραπονιέται επειδή ήδη δεν υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στους δύο – όπως όταν το αυτοκίνητο του πλούσιου παθαίνει βλάβη και αναγκάζεται να πάρει και αυτός το λεωφορείο (σ. 82).

Όμως οι ανισότητες και στις δύο περιπτώσεις δεν έχουν ως αναγκαία συνέπεια την παρεμπόδιση της αλληλεγγύης. (α’) Είναι αλήθεια πως υπάρχει αυξημένη πιθανότητα ο πλούσιος να μην αντιλαμβάνεται το πρόβλημα του φτωχού, καθότι δεν βιώνει τις ίδιες συνθήκες, αλλά ακόμα και αν αυτό συμβεί, δεν συνεπάγεται πως δεν μπορεί να υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσά τους. Εν τέλει, ο πλούσιος μπορεί να νοιάζεται για την ευημερία του φτωχού αλλά να μην συμπάσχει με το πρόβλημά του λόγω αφέλειας και άγνοιας, και αν κάποτε ενημερωθεί, να καταλάβει πλήρως τις δυσκολίες στη ζωή του φτωχού. Η αλληλεγγύη εμποδίζεται μόνο όταν ο πλούσιος αρνείται συνειδητά να συμπάσχει με τις δυσκολίες του φτωχού. (β’) Δεδομένης της προϋπόθεσης ότι ο πλούσιος είναι αλληλέγγυος με τον φτωχό τότε, παρ’ όλες τις ανισότητες, και ο φτωχός μπορεί να είναι αλληλέγγυος με τον πλούσιο αν ο τελευταίος αντιμετωπίσει περιστασιακές δυσκολίες. Πρόβλημα αλληλεγγύης εμφανίζεται στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις: Αφενός, όταν ο φτωχός ζηλεύει τις επιτυχίες του πλούσιου, χωρίς να διατίθεται να καταβάλει την απαραίτητη προσπάθεια για να αποκτήσει τα ίδια αγαθά (υπενθυμίζεται ότι ο φτωχός έχει πάντα την επιλογή να αλλάξει την μοίρα του, καθότι αποφάσεις αναπόφευκτης επιλεγμένης τύχης εξαιρούνται). Ή αφετέρου, όταν ο πλούσιος παραπονιέται με τρόπο μειωτικό για τον φτωχό, έτσι ώστε παράλληλα με το παράπονό του να εκφράζει ένα αρνητικό συναίσθημα για τον φτωχό, ο οποίος μετά ευλόγως τον εχθρεύεται. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις (α’) και (β’), η αλληλεγγύη δεν εμποδίζεται εξαιτίας των ανισοτήτων, αλλά εξαιτίας της στάσης που έχουν πλούσιος και φτωχός απέναντι σε αυτές. Δηλαδή, η αλληλεγγύη απουσιάζει εξαιτίας άτυπων-πολιτιστικών περιορισμών στη ζωή των ανθρώπων, γεγονός που απαιτεί την αντιμετώπιση των απόψεων του καθενός (σύμφωνα με την αρχή της σοσιαλιστικής ισότητας ευκαιριών), και όχι τη διόρθωση της ανισότητας μεταξύ τους. Οπότε, η αρχή της αλληλεγγύης παύει να είναι ευάλωτη σε κριτική μονάχα εάν το εύρος της περιοριστεί στα αποτελέσματα αναπόφευκτων αποφάσεων επιλεγμένης τύχης (οι οποίες δικαίως μπορούν να θεωρηθούν προβληματικές).

Το δεύτερο σημείο που επιδέχεται κριτική είναι η εξίσωση σχεδιασμένων και μη σχεδιασμένων περιορισμών, όσον αφορά στη σημασία τους για την ελευθερία επιλογών των ανθρώπων. Ο Κοέν δείχνει να την θεωρεί δεδομένη, όμως οφείλουμε να αναλογιστούμε μήπως οι σχεδιασμένοι περιορισμοί είναι περισσότερο προβληματικοί για την ελευθερία, επειδή στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει κάποιος υπεύθυνος για τις όποιες ανισότητες δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων, ο οποίος θα μπορούσε να είχε πράξει διαφορετικά.

Το Γιατί όχι σοσιαλισμός; είναι από τα λίγα βιβλία διακεκριμένων πολιτικών στοχαστών που προσπαθούν να αποδώσουν την ουσία σοβαρών φιλοσοφικών επιχειρημάτων σε απλή γλώσσα, με αποτέλεσμα να μπορούν να διαβαστούν και από το ευρύ κοινό. Επίσης, πέρα από το προσιτό του ύφος, το βιβλίο αυτό μας προσφέρει, όπως επισημαίνει και η εισαγωγή, την ευκαιρία να γνωρίσουμε το τελικό αποτέλεσμα της μακρόχρονης και βασανιστικής αναμέτρησης του Κοέν με τα θεμελιώδη και πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα της σοσιαλιστικής σκέψης.


Σημειώσεις:
[1] G.A. Cohen, Why not socialism? (Princeton: Princeton University Press 2009).
[2] Φαντάζομαι πως ο Κοέν θεωρεί ως μη ουσιαστική επιλογή την αποχώρηση από τέτοιου είδους κοινωνικά πλαίσια, αν και επισημαίνει πως ακόμα και η έξοδός τους από αυτά πολλές φορές επιτάσσει αποφάσεις επιλεγμένης τύχης.



Δημοσιεύθηκε: 16.11.2011

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Δάγκας-Τσουκαλάς, Β.: (Βιβλιοκρισία του:) G.A. Cohen: Γιατί όχι σοσιαλισμός; (Αθήνα: Εκκρεμές 2010). Κριτικά 2011-12, <http://www.philosophica.gr/critica/2011-12.html> .



ISSN 1791-776X