Pdf

2011-13

Ρουσόπουλος: Ο Κύκλος της Βιέννης

Γιώργος Ρουσόπουλος: Ο Κύκλος της Βιέννης. Η επιστημονική κοσμοαντίληψη. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ 2010, 152 σ., 10 €.



Κρίνει ο Μανώλης Περάκης (Δρ Φιλοσοφίας)
emmper@gmail.com

Ο Κύκλος της Βιέννης ήταν μια ομάδα διανοουμένων –επιστημόνων και φιλοσόφων– που σχηματίστηκε κατά την περίοδο του μεσοπολέμου γύρω από τον γερμανό καθηγητή φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης Μόριτς Σλικ (M. Schlick, 1882-1936). Η ομάδα αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του νεοθετικισμού και πιο συγκεκριμένα του λογικού θετικισμού, της πρώιμης δηλαδή φάσης του νεοθετικισμού –η ύστερη φάση του είναι ο λογικός εμπειρισμός. Ως κυρίαρχα χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής αυτής κίνησης θα μπορούσαν να επισημανθούν η αντιμεταφυσική της στάση, ο αντιψυχολογισμός, καθώς και η στροφή προς τα νεότευκτα πορίσματα των φυσικών –και όχι μόνο– επιστημών της εποχής. Οι συντελεστές της ομάδας αυτής, αν και εκπροσωπούσαν διαφορετικές επιστήμες, συνέκλιναν ως προς την επιστημονική κοσμοαντίληψη που είχαν υιοθετήσει. Ο ρόλος της δραστηριότητας του Κύκλου της Βιέννης θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός στην εξέλιξη της φιλοσοφίας της επιστήμης και της αναλυτικής φιλοσοφίας, ανεξάρτητα από τις όποιες αδυναμίες επισημάνθηκαν με το πέρασμα του χρόνου.

Το βιβλίο του Γιώργου Ρουσόπουλου έρχεται να καλύψει ένα σχετικό κενό στην ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία, στοχεύοντας σε μια σύντομη και απλή ιστορική και φιλοσοφική εισαγωγή στους προβληματισμούς του Κύκλου της Βιέννης [1]. Το κυρίως μέρος του αποτελείται από την Εισαγωγή του συγγραφέα και από έξι κεφάλαια ποικίλης έκτασης, εκ των οποίων τα δυο πρώτα μας δίνουν την προϊστορία και το γενικότερο διανοητικό κλίμα μέσα στο οποίο εμφανίστηκε και άνθισε ο Κύκλος, τα δυο επόμενα επικεντρώνονται στους προβληματισμούς των μελών του Κύκλου, ενώ τα δυο τελευταία αναφέρονται στην επιρροή που άσκησε και αξιολογούν το όλο κίνημα. Ως παράρτημα παρατίθεται (σε μετάφραση της Μαρίας Κοδέλλα από την αγγλική) ένα αφιερωμένο στον Σλικ κείμενο-μανιφέστο τριών επιφανών μελών του Κύκλου: του Χανς Χαν (H. Hahn, 1879-1934), του Ότο Νόιρατ (O. Neurath, 1882-1945) και του Ρούντολφ Κάρναπ (R. Carnap, 1891-1970), με τον τίτλο «Η Επιστημονική Κοσμοαντίληψη. Ο Κύκλος της Βιέννης». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πίνακες και το χρονολόγιο που ακολουθούν και προσφέρουν μια σύντομη περιήγηση στην ανθρωπογεωγραφία του φιλοσοφικού αυτού κινήματος. Εδώ διακρίνονται τα κυρίως μέλη του Κύκλου από τα φιλικά διακείμενα αλλά εκτός Κύκλου πρόσωπα, όπως ο Ράσσελ, ο Αϊνστάιν και ο Βιτγκενστάιν. Δίνονται συμπυκνωμένες πληροφορίες για τον χρόνο και τον χώρο δράσης τους καθώς και για τα κυρίως επιστημονικά τους ενδιαφέροντα, ενώ γίνεται και αναφορά σε συνέδρια στα οποία συμμετείχαν. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται η σχετική ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Η βιβλιοκρισία που ακολουθεί παρακολουθεί την ανασυγκρότηση του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος που επιχειρείται στο βιβλίο.

Από ιστορική σκοπιά, η επιστημονική κοσμοαντίληψη του Κύκλου της Βιέννης θα μπορούσε να θεωρηθεί απότοκη διεργασιών και εξελίξεων που έλαβαν χώρα ήδη από τον 19ο αιώνα στον χώρο της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Η ανάπτυξη των επιστημών είναι πλέον ραγδαία και η κατεύθυνσή τους εμπειρική. Οι επιστήμονες, υποστηρίζει ο συγγραφέας (σ. 22), δεν είναι πια «ερασιτέχνες», αλλά επαγγελματίες που ασκούν το έργο τους στα εργαστήρια. Από την άλλη, συνεχίζει (σ. 24), αντίστροφη είναι η πορεία της γερμανικής φιλοσοφίας, καθώς μετά τον θάνατο του Έγελου και για ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα ακολουθεί την κατιούσα. Με την άνοδο των επιστημών, η φιλοσοφία αδυνατεί να κρατήσει την περίοπτη θέση της κορωνίδας τους, και με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείπει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της αλλάζοντας προσανατολισμό. Παύει να τρέφει φιλοδοξίες για τον ρόλο της “υπερεπιστήμης” και στρέφεται –με τους Νεοκαντιανούς– στην κριτική διερεύνηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου νου κατά την επιδίωξη της γνώσης. Η συστηματική μεταφυσική φιλοσοφία δεν ικανοποιεί τους στόχους του νέου επιστημονικού πνεύματος και παραμερίζεται, ενώ η σημασία των πορισμάτων της επιστήμης για τη φιλοσοφία γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη.

Σε αυτό το διανοητικό κλίμα, φιλόσοφοι όπως ο Φρέγκε (G. Frege) και ο Ράσσελ (B. Russell), προερχόμενοι από τον χώρο της λογικής και των μαθηματικών, έδωσαν στη φιλοσοφία ώθηση προς νέες κατευθύνσεις και επηρέασαν βαθιά τον Κύκλο της Βιέννης. Ο Φρέγκε, επιδιώκοντας να δώσει έναν πιο αντικειμενικό χαρακτήρα στην επιστημονική γνώση και θεωρώντας ότι η καθημερινή φυσική γλώσσα και η γραμματική συσκοτίζουν τη δομή και το περιεχόμενο των προτάσεων, έκανε ένα βήμα σημαντικό για τη λογική: Έθεσε ως μονάδα ανάλυσης τη δηλωτική πρόταση (Aussagesatz· ο όρος αποδίδεται στην ελληνική και ως «απόφανση»), η οποία δεν αναλυόταν πια με τη μορφή “Υποκείμενο-Κατηγορούμενο” (όπως στη για αιώνες κυρίαρχη αριστοτελική λογική), αλλά με τη μορφή “Όρισμα-Κατηγορηματική Συνάρτηση” και με τη βοήθεια ποσοδεικτών (σ. 29-30). Ο Ράσσελ, στην προσπάθειά του να υπερβεί τον σκεπτικισμό που διέπει τη σύνδεση των δεδομένων των αισθήσεών μας με τον εξωτερικό κόσμο, της ψυχολογίας με τη φυσική, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της λογικής ανάλυσης (σ. 31-2). Η φιλοσοφία αφήνει έτσι πίσω της τη μεταφυσική και κάνει μια θετική στροφή προς τη διερεύνηση της μεθόδου που χρησιμοποιεί η επιστήμη, αλλά και της σχέσης των φαινομένων μεταξύ τους, αλλά και με τον κόσμο (Μαχ). Η επιστήμη γίνεται εργαστηριακή (με την παρατήρηση των φαινομένων σε απομόνωση) και μαθηματικοποιημένη (ενδιαφέρεται για τα μεγέθη και όχι για τις καθημερινές φυσικές έννοιες).

Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις στον χώρο της φιλοσοφίας και της επιστήμης, ο Σλικ, ως εκπρόσωπος του νεοθετικισμού, δεν αποδέχεται ούτε καν τη βελτιωμένη και επηρεασμένη από την εξέλιξη των επιστημών εκδοχή του νεοκαντιανισμού του Κασσίρερ, θεωρώντας ότι και αυτός παραμένει ιδεαλιστικός και απριορικός (αφού εκλαμβάνει τον χώρο και τον χρόνο όχι ως πραγματικές ιδιότητες, αλλά ως προϋποθέσεις της γνωστικής δυνατότητας του υποκειμένου). Κατά τον ρεαλιστή Σλικ, «δεν υπάρχουν συνθετικές α πριόρι κρίσεις» (σ. 40), καθώς η οντολογία προηγείται της γνωσιοθεωρίας, και κατά τούτο απορρίπτεται η φαινομεναλιστική αντίληψη του Μαχ που ταύτιζε αισθήσεις και πράγματα. Η φιλοσοφία, για τον Σλικ, αν και δεν είναι επιστήμη, δεν μπορεί να αγνοεί τις επιστήμες: έργο της είναι η διασάφηση και ερμηνεία της επιστημονικής γνώσης (σ. 45). Διακρίνει τη γνώση των πραγμάτων (η οποία επιτυγχάνεται μέσω εννοιών που είναι σαφείς) από την απλή εξοικείωση μαζί τους (που προκύπτει από την εμπειρία μέσω εικόνων, παραστάσεων που είναι ασαφείς). Ο Σλικ προσεγγίζει έτσι την αντίληψη του πρώιμου Βιτγκενστάιν περί της φιλοσοφίας ως δραστηριότητας (και όχι διδασκαλίας ή επιστήμης) με στόχο τη διασάφηση των προτάσεων της γλώσσας που απεικονίζουν τα γεγονότα του κόσμου μέσω της κοινής λογικής μορφής που υποτίθεται ότι διαθέτουν. Θετικιστής και συμβασιοκράτης, μαθητής του Φρέγκε και επηρεασμένος από τον φαινομεναλισμό του Μαχ και του Ράσσελ, ο Κάρναπ παρομοιάζει τον παραδοσιακό φιλόσοφο με τον ποιητή, υποδεικνύοντας έναν πιο επιστημονικό δρόμο για μια πιο λιτή, σαφή και λογικά αυστηρή μελλοντική φιλοσοφία. Ο Κάρναπ προτείνει ένα «γενεαλογικό σύστημα αντικειμένων», τα επίπεδα του οποίου ανάγονται στο κατώτερο (αυτοψυχολογικό) επίπεδο των αντικειμένων ψυχολογικού χαρακτήρα. Το επόμενο επίπεδο είναι εκείνο των αντικειμένων του φυσικού κόσμου, ακολουθεί εκείνο των άλλων υποκειμένων (ετεροψυχολογικό), και στο τέλος έχουμε τον κόσμο του πολιτισμού [2].

Ιδιαίτερη είναι η σημασία του μανιφέστου που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου (σ. 113-39), καθώς συμπυκνώνει την επιστημονική, αντιμεταφυσική κοσμοαντίληψη του Κύκλου της Βιέννης. Το μανιφέστο αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο γίνεται αναφορά στην προϊστορία του Κύκλου, πολιτική, κοινωνική και ακαδημαϊκή, με την αντίθεση ανάμεσα στον μεταφυσικό μεσαιωνικό σκοταδισμό και τον αντιμεταφυσικό επιστημονικό διαφωτισμό. Κύριες επιρροές του κινήματος είναι ο Διαφωτισμός, ο εμπειρισμός, ο θετικισμός, ο ωφελιμισμός, ο φιλελευθερισμός, ο λογικισμός και γενικότερα οι εξελίξεις στις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και τη λογική. Το δεύτερο μέρος είναι το κατεξοχήν φιλοσοφικό. Εδώ προκρίνεται ως μέθοδος της φιλοσοφίας της επιστημονικής κοσμοαντίληψης η λογική ανάλυση, επιζητείται περισσότερη σαφήνεια και καθαρότητα από αυτήν που μας δίνει η καθημερινή γλώσσα, ενώ οι προτάσεις διακρίνονται σε επιστημονικές (ελέγχεται η εγκυρότητά τους, επαληθεύονται ή διαψεύδονται) και μεταφυσικές (εκφράζουν στάσεις και όχι γνωστικό περιεχόμενο, δεν είναι επιστημονικές). Τα βασικά λάθη της παραδοσιακής μεταφυσικής είναι η υποστασιοποίηση των εννοιών και η αντίληψη ότι η καθαρή σκέψη μπορεί να οδηγήσει σε ένα είδος μεταφυσικής γνώσης. Οι μεταφυσικές στάσεις εκφράζονται όχι μέσω των προτάσεων, αλλά μέσω της τέχνης. Η λογική ανάλυση στρέφεται κατά της παραδοσιακής μεταφυσικής, του σχολαστικισμού, του γερμανικού ιδεαλισμού, του καντιανισμού και του σύγχρονου απριορισμού. Τα παραδοσιακά φιλοσοφικά προβλήματα θεωρούνται ψευδοπροβλήματα και στόχος της φιλοσοφίας είναι η διασάφηση των προτάσεων μέσω της ανάλυσης. Αναγνωρίζονται μόνο οι εμπειρικές προτάσεις και οι αναλυτικές προτάσεις των μαθηματικών και της λογικής, ενώ πραγματικό είναι κάτι που μπορεί να ενταχθεί στη συνολική δομή της εμπειρίας. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στις επιμέρους επιστήμες: στα μαθηματικά (με εύφημο μνεία στον λογικισμό των Γουάιτχεντ και Ράσσελ και τις αναζητήσεις του Βιτγκενστάιν), στη φυσική, στη γεωμετρία, στη βιολογία, στην ψυχολογία και στις κοινωνικές επιστήμες (ιστορία, οικονομία). Στο τέταρτο μέρος επισημαίνεται ο νέος ρόλος της φιλοσοφίας, όχι πια ως μεταφυσικής υπερεπιστήμης αλλά ως μέσου για τη διασάφηση των προτάσεων, καθώς και οι προοπτικές της επιστημονικής κοσμοαντίληψης στη σύγχρονη ζωή.

Σε επίπεδο γνωσιοθεωρίας, ο Σλικ θεωρεί ότι δεν μπορεί να βρεθεί ένα τελικό θεμέλιο που να παρέχει απόλυτη βεβαιότητα στη γνώση και ότι η συνεκτικότητα δεν είναι κριτήριο εγκυρότητας των επιστημονικών προτάσεων. Ως θεμέλιο της επιστήμης μπορούν να λειτουργήσουν οι «διαπιστώσεις», δηλαδή υποτυπώδεις δεικτικές προτάσεις («εδώ, τώρα, έτσι κι έτσι»), επειδή αποτελούν σημεία επαφής της γνώσης με την πραγματικότητα (σ. 70). Η θέση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνο ούτε τον Νόιρατ (που αποβλέπει στην υπέρβαση του σολιψιστικού τρόπον τινά φαινομεναλισμού και στη θεμελίωση ενός διυποκειμενικού φυσικαλισμού) ούτε τον Πόππερ (που βλέπει τη θεμελίωση της γνώσης ως ζήτημα απόφασης). Στο ζήτημα της σχέσης γλώσσας-κόσμου, ο Σλικ υιοθετεί τη θέση του πρώιμου Βιτγκενστάιν ότι η γλώσσα αποτελεί απεικόνιση του κόσμου. Διακρίνει την άμεση γνώση ή εποπτεία (που συνδέεται με το περιεχόμενο και είναι ανέκφραστη) από την πραγματική γνώση (που αφορά τη μορφή των γεγονότων και γίνεται μέσω των προτάσεων). Απορρίπτει τη μεταφυσική, τον καντιανισμό και τον απριορισμό, θεωρώντας ότι μόνο το επιστημονικό πνεύμα μπορεί να κρίνει την εγκυρότητα της γνώσης. Ο Κάρναπ (σ. 77-83), βλέποντας τη γλώσσα ως λογισμό, προσπάθησε να δημιουργήσει ένα γενεαλογικό σύστημα αναγωγής των προτάσεων. Περνώντας από τα δεδομένα των αισθήσεων στις διυποκειμενικές προτάσεις πρωτοκόλλου του φυσικαλισμού αναζητά τόσο τα θεμέλιά τους, όσο και τις σχέσεις τους με τις προτάσεις των επιστημονικών θεωριών. Βασιζόμενος στην «αρχή της ανοχής» (principle of tolerance), κατά την οποία επιτρέπεται σε μια διαμάχη να υιοθετήσουμε κάποιες επιλογές χωρίς να τις θεμελιώσουμε, θεωρεί ότι πολλές φιλοσοφικές διαφωνίες δεν αφορούν τον κόσμο, αλλά έχουν λογικοσυντακτικό χαρακτήρα. Επιπλέον ο Κάρναπ προχωρά στη σημασιολογική ανάλυση της γλώσσας, τη σχέση των γλωσσικών εκφράσεων με την αναφορά τους. Τέλος ο Νόιρατ (σ. 84-7) αντιτάσσει στον «συστηματικό εμπειρισμό» του Κάρναπ και στον «ψευδορασιοναλισμό» του Πόππερ έναν ριζοσπαστικό φυσικαλισμό γύρω από την έννοια της «εγκυκλοπαίδειας», ενός μη πλήρους, προσωρινού συνονθυλεύματος γνώσης [3]. Σε αντίθεση με τον φυσικαλισμό του Κάρναπ, ο Νόιρατ δεν πίστευε στην αναγωγή των νόμων όλων των επιστημών σε νόμους της φυσικής.

Η αρχή του τέλους του Κύκλου της Βιέννης ήρθε το 1936, όταν ο αρχηγέτης του Σλικ δολοφονήθηκε στα σκαλοπάτια του Πανεπιστημίου της Βιέννης από έναν παλιό μαθητή του, τον Χανς Νέλμπεκ· το οριστικό τέλος ήρθε το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία. Καθώς το νέο καθεστώς ήταν εχθρικό προς τις πολιτικές πεποιθήσεις του Κύκλου, τα μέλη του εγκατέλειψαν την Βιέννη και κατέφυγαν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Παρότι γερμανόφωνοι, οι πρόσφυγες και οι μαθητές τους άσκησαν σημαντική επιρροή στη φιλοσοφία της επιστήμης στα αγγλόφωνα πανεπιστήμια (π.χ. ο Κουάιν υπήρξε μαθητής του Κάρναπ). Με τον φιλοσοφικό νατουραλισμό του Κουάιν εγκαταλείπεται η γλωσσική στροφή του Κύκλου, υπερβαίνονται δυϊσμοί του τύπου “αναλυτικό-συνθετικό” και η γνωσιολογία ενσωματώνεται στην ψυχολογία και τη φυσική επιστήμη (σ. 92-3). Ο Κουάιν εκκινεί από τις προτάσεις παρατήρησης, προχωρά στις προτάσεις γενικότητας με τη στενή και την ευρεία έννοια και καταλήγει στις προτάσεις των επιστημονικών θεωριών. Σε ανάλογη θεματική κινήθηκε και ο Πόππερ στο Λονδίνο, εκλαμβάνοντας τη γνωσιοθεωρία ως θεωρία της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, οι θεωρίες της οποίας αποτελούν τους «κατοίκους» ενός «τρίτου κόσμου» πλατωνικού χαρακτήρα (πρώτος κόσμος είναι τα φυσικά αντικείμενα και δεύτερος οι συνειδησιακές καταστάσεις). Από τη δεκαετία του 1960 ο επιστημονισμός, στη διαμόρφωση του οποίου συνετέλεσε ο Κύκλος της Βιέννης, δέχεται αυστηρή κριτική από κατευθύνσεις εσωτερικές και εξωτερικές. Εσωτερικά, στον χώρο της αναλυτικής φιλοσοφίας, υπό την επιρροή του ύστερου Βιτγκενστάιν ξεπερνιέται η αντίληψη της γλώσσας ως καθρέπτη του κόσμου, ενώ εισάγονται στη φιλοσοφία τα γλωσσικά παιχνίδια, οι μορφές ζωής, το νόημα ως χρήση και τονίζεται ο κοινωνικός χαρακτήρας της γλώσσας (σ. 96-7). Εξωτερικά, από τον χώρο της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, ο Χάμπερμας καταγγέλλει τη μετατροπή της φιλοσοφικής γνωσιοθεωρίας σε επιστημολογία, κρίνοντας ότι η γνώση δεν ισοδυναμεί με την επιστημονική γνώση και αναζητώντας χώρο για το υποκείμενο και τον φιλοσοφικό αναστοχασμό (σ. 97). Ο καναδός φιλόσοφος Τσαρλς Τέιλορ παρατηρεί ότι η παραδοσιακή αριστοτελική γνωσιολογία, στην οποία ο νους ενώνεται με το αντικείμενο της γνώσης, έχει αντικατασταθεί από μια γνωσιοθεωρία που βλέπει τη γνώση ως νοητική αναπαράσταση του κόσμου, ενώ θεωρεί αφελές να αναζητούμε κάποιο βαθύτερο στρώμα αναπαραστάσεων που υποτίθεται πως είναι βασικότερες ή θεμελιωδέστερες και βρίσκονται κάτω από τις επιφανειακές αναπαραστάσεις μας (σ. 99). Ο ιστορικός και φιλόσοφος της επιστήμης Τόμας Κουν επισημαίνει τον μη γραμμικό χαρακτήρα, τις ανορθολογικότητες και τις τυχαιότητες της επιστημονικής εξέλιξης, ενώ κατά τον κατασκευαστικό εμπειρισμό (Φαν Φράσεν) οι επιστημονικές θεωρίες δεν χρειάζεται να είναι αληθείς, αλλά απλώς εμπειρικά επαρκείς.

Το βιβλίο ως έκδοση είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, καλαίσθητο, και σε γενικές γραμμές διαβάζεται –παρά τη δυσκολία του θέματος– σχετικά άνετα ακόμα και από μη ειδικούς αναγνώστες. Ο στόχος του βιβλίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είναι ερευνητικός, ούτε αποσκοπεί στην πρωτοτυπία, αλλά είναι κατά κύριο λόγο διδακτικός και ιστορικός, καθώς επιχειρείται μια σύντομη και εύληπτη εισαγωγή σε ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό κίνημα. Το βιβλίο, παρά τον μικρό όγκο του, μας προσφέρει πλούσιο και συμπυκνωμένο υλικό και απευθύνεται προφανώς σε φοιτητές (προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς), σε ανθρώπους του ακαδημαϊκού χώρου (που θα ήθελαν ένα εγχειρίδιο αναφοράς πιο σύντομο και απλό από κάποια παλαιότερα), αλλά και σε φιλομαθείς αναγνώστες εκτός του στενού ακαδημαϊκού χώρου. Ο στόχος του βιβλίου θα λέγαμε ότι επιτυγχάνεται, χωρίς να εντοπίζονται λάθη ή ανακρίβειες. Κάποια επιφύλαξη θα μπορούσε να εκφραστεί ίσως ως προς την εκτίμηση του συγγραφέα για παρακμή της αναλυτικής φιλοσοφίας σήμερα (σ. 15) – από τη στιγμή που στον αγγλόφωνο τουλάχιστον κόσμο παραμένει κυρίαρχη.

Κουρασμένοι από το τεχνοκρατικό πνεύμα των καιρών μας, συχνά πυκνά στρεφόμαστε προς τον ανορθολογισμό ελπίζοντας στην επίλυση των προβλημάτων της ζωής. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάμε τα επιτεύγματα (πνευματικά και υλικά) της σύγχρονης εποχής, τα οποία έως έναν βαθμό οφείλονται στην ορθολογική επιστημονική αντίληψη που προώθησε, καλλιέργησε και υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, ο Κύκλος της Βιέννης. Η αξία του βιβλίου έγκειται κυρίως στην κριτική παρουσίαση ενός ιδιαίτερα σημαντικού –και ίσως αδίκως παραγνωρισμένου από κάποιους– φιλοσοφικού κινήματος που βρίσκεται στην ιστορική βάση της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας και επιστημολογίας. Στο τέλος του βιβλίου δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αντίπαλη, αλλά και διαλεκτική σχέση αλληλεξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στην αντιμεταφυσική επιστημολογία του Κύκλου και τη φιλοσοφική μεταφυσική που τελικά επανέρχεται στον στίβο της μάχης. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι συγκεκριμένες δοξασίες των μελών του Κύκλου μπορούν στο σύνολό τους να σταθούν ακόμα και σήμερα αλώβητες από την κριτική βάσανο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία του γενικότερου πνεύματος που διέπει αυτό το φιλοσοφικό κίνημα· κατά τούτο, ένα βιβλίο όπως το κρινόμενο καθίσταται χρήσιμο για τον φιλοσοφικά προβληματισμένο αναγνώστη.


Σημειώσεις:
[1] Σχετικά με τον Κύκλο της Βιέννης στην ελληνική βιβλιογραφία, βλ. Μ. Σλικ, Μορφή και περιεχόμενο, Εισαγωγή στη Φιλοσοφική Σκέψη (μτφρ. Ι. Γόρδου, εισαγ. Ν. Αυγελής· Θεσσαλονίκη: Εγνατία)· Γ. Ρουσόπουλος (επιμ.), Σύγχρονος εμπειρισμός. Από τον κύκλο της Βιέννης στον Davidson (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2008), το οποίο περιέχει μεταξύ άλλων κείμενα των Κάρναπ, Κουάιν, Σλικ και Χαν· Γ. Ρουσόπουλος, Αναλυτική της παράστασης. Η γνωσιοθεωρία του Κύκλου της Βιέννης (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 1998)· R. Carnap, W.V. Quine & Γ. Ρουσόπουλος, Μελέτες για τον εμπειρισμό (Αθήνα: Καρδαμίτσα 1997)· Β. Κραφτ, Ο Κύκλος της Βιέννης και η γέννηση του νεοθετικισμού (Αθήνα: Γνώση 1986).
[2] Τους όρους «αυτοψυχολογικό» (autopsychological, eigenpsychisch) και «ετεροψυχολογικό» (heteropsychological, Frempsychisch) χρησιμοποιεί ο Κάρναπ για να δηλώσει τα αντικείμενα της προσωπικής εμπειρίας και της εμπειρίας των άλλων προσώπων αντίστοιχα, στο βιβλίο του The Logical Structure of the World (Berkeley: University of California Press 1967).
[3] Βλ. το απόσπασμα από τα Φιλοσοφικά κείμενα του Νόιρατ (Philosophical Papers 1913-1946, Boston: Reidel 1983, σ. 146) που παρατίθεται στη σ. 85 του βιβλίου του Ρουσόπουλου: «Αυτό που ονομάζουμε “εγκυκλοπαίδεια” δεν είναι παρά ένα προσωρινό συνονθύλευμα γνώσης, όχι κάτι που δεν είναι ακόμα πλήρες, αλλά μάλλον η ολότητα του επιστημονικού υλικού που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας».



Δημοσιεύθηκε: 15.12.2011

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Περάκης, Μ.: (Βιβλιοκρισία του:) Γιώργος Ρουσόπουλος: Ο Κύκλος της Βιέννης. Η επιστημονική κοσμοαντίληψη (Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ 2010). Κριτικά 2011-13, <http://www.philosophica.gr/critica/2011-13.html>.



ISSN 1791-776X