![]() |
||
![]() 2013-08 Κόντος: Αριστοτελικός ηθικός ρεαλισμός (I) Kontos, Pavlos: Aristotle's Moral Realism Reconsidered. Phenomenological Ethics. New York & London: Routledge 2011, viii+201 σ., 113 € (hardback) / 27 € (paperback). Κρίνει ο Παναγιώτης Θανασάς (ΑΠΘ)
Η παρούσα εργασία, η οποία πολύ πρόσφατα (2013) κυκλοφόρησε και ανατυπωμένη σε μαλακό εξώφυλλο (paperback), αποτελεί απόσταγμα και συμπύκνωση πολυετούς ερευνητικής εργασίας. Στο σχετικό προλογικό σημείωμα (Acknowledgments, σ. vii-viii), ο Παύλος Κόντος καταγράφει με εξονυχιστική ακρίβεια τις προηγηθείσες παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις μέρους του πολύμορφου υλικού του βιβλίου – το οποίο, εντούτοις, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί απλή συναγωγή άρθρων. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ο Κόντος είχε συλλάβει εξαρχής την ενότητα της φιλοσοφικής προβληματικής που τον απασχολούσε επί πολλά έτη ή εάν αυτή η ενότητα προέκυψε σταδιακά. Σημασία έχει ότι η παρούσα έκδοση, πίσω από την πολυμορφία των θεμάτων της, αναδεικνύει καθαρά την ενότητα και αυτοτέλειά της. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου και της αξίας της καθ’ εαυτήν, η έκδοση παρέχει μια καλή αφορμή για να τονιστεί η σημασία εκείνης της μακράς προεργασίας και ιδίως του περιβάλλοντος εντός του οποίου αυτή αναπτύχθηκε. Ο Κόντος έχει εκτενές έργο, μεγάλο μέρος του οποίου (περιλαμβανομένων και πολλών μεταφράσεων) έχει δημοσιευτεί στην ελληνική γλώσσα· είναι ωστόσο προφανές ότι μέτρο του και πεδίο αναφοράς του είναι η διεθνής ερευνητική κοινότητα, ενώπιον της οποίας παρουσιάστηκαν όλες οι προηγηθείσες “προκαταρκτικές” δημοσιεύσεις. Ο ισχυρισμός ότι ο διεθνής προσανατολισμός αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση ελληνικής φιλοσοφικής κοινότητας δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως παραδοξολογία αλλά μάλλον ως αυτονόητη επίγνωση: Η συγκρότηση των εν Ελλάδι φιλοσοφούντων σε επιστημονική κοινότητα προϋποθέτει την αυτοκατανόησή τους ως μέρους της διεθνούς φιλοσοφικής κοινότητας, με την οποία καλούνται να διαλέγονται και να επικοινωνούν· μόνο η διεθνής κοινότητα, εξάλλου, μπορεί να παράσχει ασφαλές μέτρο και κριτήριο ποιότητας. Οι απόψεις αυτές δεν πρέπει να εκληφθούν ως μια εκδοχή “διεθνο-λαγνείας”: Δεν ισχυρίζομαι ότι μόνο όποιος δημοσιεύει σε ξένες γλώσσες κάνει σοβαρή επιστημονική δουλειά· ούτε, ακόμη λιγότερο, ότι σημασία έχουν μόνο οι ξένες δημοσιεύσεις. Όχι μόνο σέβομαι απολύτως όσους επιλέγουν να δημοσιεύουν μόνο στην ελληνική (με χαρακτηριστικό, μεταξύ άλλων, παράδειγμα τον σημαντικότατο Έλληνα Αριστοτελιστή, του οποίου το έργο είναι γνωστό σε όλους ότι θα τύχαινε διεθνούς αναγνώρισης σε οποιοδήποτε περιβάλλον και αν παρουσιαζόταν), αλλά και θεωρώ υποχρέωση όλων μας να συμβάλουμε και με ελληνικές δημοσιεύσεις στην ανάπτυξη του ελληνόφωνου φιλοσοφικού λόγου. Ισχυρίζομαι μόνο ότι το θεμελιώδες κριτήριο της ποιότητας μιας ερευνητικής εργασίας παρέχεται μέσω του απλού αλλά κρίσιμου ερωτήματος: Θα μπορούσε η εργασία Χ, πέραν της ελληνικής, να έχει δημοσιευτεί και σε μια άλλη, διεθνή γλώσσα; Είναι προφανές ότι η εργασία του Κόντου δεν υπόκειται σε αυτό το υποθετικό ερώτημα, αλλά μας δίνει την αφορμή να διαπιστώσουμε την τεράστια πρόοδο που έχει γίνει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην ελληνική φιλοσοφική παραγωγή. Πόσοι και ποιοι δημοσίευαν (ή θα μπορούσαν να δημοσιεύουν), έως τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, εργασίες τους σε μια διεθνή γλώσσα; (Δεν εννοώ βέβαια τις αξιοπρεπείς διδακτορικές διατριβές που ενδεχομένως είχαν εκπονηθεί σε κάποιο πανεπιστήμιο της Δύσης, αλλά ό,τι ακολουθούσε μετά την επιστροφή στην Ελλάδα – και αυτό ήταν συνηθέστατα η αφομοίωση στον στόμφο και την αυτο-αναφορικότητα μιας αιωνίως γερασμένης Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.) Αν λοιπόν, σε εκείνες τις δεκαετίες, δύσκολα εντοπίζει κανείς περισσότερα από 4-5 ονόματα για τα οποία η απάντηση του κρίσιμου ερωτήματος θα ήταν καταφατική, τα ονόματα που μπορεί να επικαλεστεί κανείς σήμερα υπερβαίνουν τα είκοσι. Αυτό, και μόνο αυτό, αποτελεί βάσιμη ένδειξη ότι μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για την ανάδυση μιας ελληνικής φιλοσοφικής κοινότητας με επιστημονικά χαρακτηριστικά. Στόχος του παρόντος κειμένου δεν είναι βέβαια να κρίνει τον Κόντο ή τη γενιά του, αλλά την περί ης ο λόγος εργασία – στην οποία επιστρέφουμε μετά από την εκτενή παρέκβαση που προηγήθηκε. Η ευρεία στόχευση της εργασίας δηλώνεται με τον τίτλο της («επανεξέταση του αριστοτελικού ηθικού ρεαλισμού») σε συνδυασμό με τον υπότιτλο («φαινομενολογική ηθική»). Η έκδοση αρθρώνεται σε δύο μέρη, καθένα από τα οποία περιέχει τέσσερα κεφάλαια. Το Πρώτο Μέρος (κεφ. 1-4) δίνει ένα περίγραμμα της έννοιας του ηθικού ρεαλισμού όπως αυτός αναδεικνύεται μέσα από δύο ηθικά προγράμματα που είθισται να θεωρούνται αποκλίνοντα ή και συγκρουόμενα: την ηθική του Αριστοτέλη και του Καντ. Το Δεύτερο Μέρος (κεφ. 5-8), αφού αρχικά συνοψίζει τον εμφατικά φαινομενολογικό χαρακτήρα του ηθικού ρεαλισμού στον οποίο αποβλέπει ο Κόντος, διακρίνει το εγχείρημά του από άλλες εκδοχές μιας φαινομενολογικά προσανατολισμένης ηθικής (Χάιντεγκερ, Γκάνταμερ, Άρεντ), δείχνοντας τις ανεπάρκειες, τους δισταγμούς και τις αντιφάσεις τους. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με Βιβλιογραφία και Ευρετήρια. Ο «ηθικός ρεαλισμός» (moral realism) είναι ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της σύγχρονης ηθικής, δηλώνοντας μια απόπειρα υπέρβασης του ηθικού σχετικισμού και αγνωστικισμού. Για την ηθικό ρεαλιστή, οι ηθικές/αξιολογικές κρίσεις παραπέμπουν σε ηθικά γεγονότα και μπορούν (όπως όλες οι κρίσεις) να καταστούν αληθείς στον βαθμό που συλλαμβάνουν και αποδίδουν αυτά τα γεγονότα. Ο επιφανέστερος ίσως σύγχρονος εκπρόσωπος του ηθικού ρεαλισμού είναι ο Μακντάουελ (John McDowell – από την εκδοχή του οποίου ο Κόντος επανειλημμένα λαμβάνει αποστάσεις), ενώ σημαντική ήταν και η συναφής μελέτη του Σ. Βιρβιδάκη για την Υφή της ηθικής πραγματικότητας – δημοσιευμένη και στην ελληνική [1]. Υπάρχει, λοιπόν, μια ηθική πραγματικότητα ανεξάρτητη από εμάς και τις πεποιθήσεις μας, την οποία η φαινομενολογική προσέγγιση του Κόντου προσεγγίζει μέσω του δεδομένου μιας κοινής εμπειρίας: της «φρονησιακής αίσθησης» (phronetic perception). Η αίσθηση αυτή αποτελεί μια ικανότητα που έχουν όλα τα έλλογα/ηθικά όντα να αναγνωρίζουν όχι μόνο επιμέρους ηθικά γεγονότα και πράξεις, αλλά και την ύπαρξη του ηθικού πεδίο ως μιας διακριτής ολότητας· η φρονησιακή αίσθηση μας επιτρέπει συγχρόνως να συναγάγουμε τα οντολογικά χαρακτηριστικά αυτού του πεδίου και να επικυρώσουμε την ανεξαρτησία και αυθυποστασία του. Μια φαινομενολογικά προσανατολισμένη ηθική δεν επιχειρεί να αποποιηθεί, να παρακάμψει ή να υπερβεί την οντολογία, αλλά οφείλει να αναγνωρίσει ρητά τον ρόλο της και να επιλέξει «ποια οντολογία αρμόζει στην περιγραφή της ηθικής εμπειρίας» (σ. 6). Ποια είναι, όμως, τα αντικείμενα της φρονησιακής αίσθησης; Η μελέτη του Κόντου εδράζεται στην έννοια του πρακτού. Πρόκειται για όρο της αριστοτελικής ηθικής (βλ. μεταξύ άλλων ΗΝ 1097a 23, τὸ πρακτὸν ἀγαθόν· επίσης HE 1217a 35-40 κ.α.), γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το Κεφ. 1 της μελέτης. Σε αντίθεση με τη συνήθη πρόσληψη της έννοιας, ο Κόντος απαγκιστρώνει τα πρακτά από το πεδίο της εσωτερικότητας, του δυνάμει και του προς-εκπλήρωση και τα εμφανίζει ως αντικειμενικά συστατικά μιας ήδη συντελεσμένης πραγματικότητας. Η περίφημη φράση τὸ γὰρ ψήφισμα πρακτὸν (ΗΝ 1141b 27) δεν σημαίνει ότι το ψήφισμα είναι αφετηρία πράξεων, δηλ. κάτι που ακολούθως πρέπει να εφαρμοστεί, να πραγματωθεί, αλλά ότι αποτελεί το έσχατο στάδιο και την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της (πολιτικής) πράξεως. Με την ανατρεπτική αυτή ερμηνεία, ο Κόντος αναδεικνύει τα πρακτά σε θεμελιώδεις οντολογικές υποστάσεις του ηθικού πεδίου, οι οποίες είναι διακριτές, προσιτές, σταθερές και αφήνουν ίχνη ορατά στα ηθικά υποκείμενα. Το Κεφ. 2 επικεντρώνεται στην πρόσληψη, χωροθέτηση και ηθική αξιολόγηση των πρακτών μέσω της φρονήσεως. Ο Κόντος καταλογίζει εδώ στον Μακντάουελ ότι αδυνατεί να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του πρακτικού λόγου και τον καθιστά υποχείριο των επιμέρους ηθικών αντιλήψεων του καθενός· στη δική του φαινομενολογική εκδοχή, αντίθετα, ο πρακτικός λόγος αποτελεί απαράγραπτη προϋπόθεση της πρόσβασής μας στον ηθικό κόσμο. Η «φρονησιακή αίσθηση» προσλαμβάνει τα πρακτά κατά τον τρόπο των «κοινών αισθητών» (common sensibles) επιτελώντας έναν ρόλο σύνθεσης· μόνο αυτή μπορεί να συλλάβει την ιδιαιτερότητα του ηθικού πεδίου και να επικυρώσει την εξωτερικότητα των πρακτών, προσλαμβάνοντάς τα ως έσχατα καθ’ έκαστα και εντάσσοντάς τα στην ευρύτερη κοσμική ολότητα που αυτά συγκροτούν. Το Κεφ. 3 επεκτείνει τις οντολογικές αξιώσεις αυτής της ανάλυσης, κάνοντας λόγο για μια «αριστοτελική κατασκευασιοκρατία» (Aristotelian constructivism), αποδίδοντας δηλαδή στον Αριστοτέλη τη θέση ότι από την οντολογική περιγραφή του πράττειν μπορούν να συναχθούν οι ηθικές αρχές του αγαθού πράττειν. Μέσω της επιλεκτικής, αλλά πάντα ενδελεχούς ερμηνείας αριστοτελικών χωρίων με θέμα τη φαυλότητα και την ακολασία, τη φιλία και την ευδαιμονία, ο Κόντος δείχνει ότι κάθε προσπάθεια του Αριστοτέλη να αναλύσει το αγαθό και την αρετή προϋποθέτει μια ανάλυση του τι είναι το ηθικό πράττειν. Μια αντίστοιχη οντολογία της ελευθερίας αναδεικνύει συμπληρωματικά ο συγγραφέας και μέσα από την καντιανή ηθική (Κεφ. 4)· εκεί ο ηθικός νόμος δεν μπορεί να λάβει περιεχόμενο παρά μόνο μέσω μιας οντολογίας του πράττειν, όπως αυτή εκτίθεται κατά την ανάλυση των κατηγοριών της ελευθερίας. Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν «νόμους του πρακτικού λόγου, δηλ. της πρακτικής εμπειρίας» (σ. 86). Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, λοιπόν, η αγαθή πράξη είναι και στον Καντ ένα γεγονός του αισθητού κόσμου το οποίο μπορεί να προσληφθεί ως τέτοιο. Σε όλην αυτή την αναμέτρησή του με κλασικά κείμενα της φιλοσοφικής παράδοσης, αλλά και σε εκείνη που έπεται και αφορά τον 20ό αι., ο Κόντος δεν ενδιαφέρεται για μια δοξογραφική ή έστω ιστορικά συνεκτική και πλήρη ανασυγκρότησή τους, αλλά διαλέγεται μαζί τους εκκινώντας από το δικό του ερώτημα και μέλημα. Με άλλα λόγια, η εργασία του αποτελεί πρότυπο μιας συστηματικής μελέτης που συνομιλεί παραγωγικά με την ιστορία της φιλοσοφίας. Ο συστηματικός χαρακτήρας του εγχειρήματός του αναδεικνύεται εναργέστερα στο Κεφ. 5, που είναι το σημαντικότερο του βιβλίου και φέρει τον τίτλο «Προς έναν φαινομενολογικό ηθικό ρεαλισμό». Ο συγγραφέας σπεύδει εδώ να διευκρινίσει ότι δεν επιθυμεί απλώς «να διακοσμήσει τις αριστοτελικές και καντιανές επιγνώσεις με φαινομενολογικές κοινοτοπίες», αλλά να αναδείξει την προτεραιότητα και το αναντικατάστατο της φαινομενολογίας στη σύλληψη του ηθικού κόσμου: «η πρόσβαση στον κόσμο πρέπει να αποτελεί ειδική εκδοχή μιας πρωτογενούς [first-level] (δηλ. άμεσης [immediate]) εμπειρίας» (σ. 93). Στη συνέχεια του κεφαλαίου, ο Κόντος διακρίνει τα θεμελιώδη στοιχεία αυτής της εμπειρίας, την οποία εξαρχής έχει προσδιορίσει ως «φρονησιακή αίσθηση»: πρόκειται για μια εμπειρία που επιτρέπει στα αντικείμενά της (τα πρακτά) να αποκαλυφθούν ως ορατά (visibility) και εγκόσμια (wordliness), να διέπονται από στερεότητα (solidity) και να αφήνουν ίχνη (traces). Ο Χούσσερλ, ο Μερλώ-Ποντύ, ο Λεβινάς και ο Ρικέρ αποτελούν εδώ τους συνομιλητές του Κόντου, ο οποίος ωστόσο –ας τονιστεί και πάλι– δεν τους ερμηνεύει, αλλά αναπτύσσει τη δική του υποτύπωση μιας φαινομενολογικής ηθικής. Όσο για τη μομφή ότι μια τέτοια εκδοχή ηθικής εξαντλείται σε «κοινοτοπίες» (commonplaces), ο Κόντος δεν την αντιπαρέρχεται, αλλά την αντικρούει ευθέως με τη ρητή διακήρυξη ότι όχι μόνο η φαινομενολογία, αλλά και ο Αριστοτέλης και ο Καντ «απέβλεπαν απλώς στην αποκάλυψη αυτού που υπόρρητα εμπεριέχεται στην καθημερινή ηθική εμπειρία» (σ. 95). Αποτελεί όμως η ηθική εμπειρία ένα πεδίο αμεσότητας; Όπως έγινε σαφές από το παράθεμα ανωτέρω, ο Κόντος εκλαμβάνει τον πρωτογενή χαρακτήρα των πρακτών, το γεγονός ότι αποτελούν δεδομένα, facta bruta, ως μια μορφή «αμεσότητας». Από εδώ προκύπτει η κριτική ένσταση που θα ήθελα να διατυπώσω: Η έννοια της «αμεσότητας» επανέρχεται διαρκώς στο κείμενο του χωρίς να διευκρινίζεται επαρκώς το εννοιολογικό της περιεχόμενο, και κυρίως χωρίς να καθίσταται σαφές πώς είναι συμβατή με τον «σύνθετο» χαρακτήρα των πρακτών, τα οποία «αν και είναι ορατά στον αισθητό κόσμο, ενσωματώνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι απλώς υπάρχει έτοιμο για να το δούμε» (σ. 86). Σε άλλα σημεία της μελέτης, εξάλλου (σ. 115, 117), τονίζεται επανειλημμένα ο νοητικός (noetic) χαρακτήρας της αίσθησης. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της μελέτης είναι η ικανότητα του συγγραφέα να υπερβαίνει παραδοσιακούς διαχωρισμούς και περιχαρακώσεις και να συνομιλεί εξίσου (και άνευ συμπλεγμάτων) τόσο με την αναλυτική όσο και με την “ηπειρωτική” παράδοση (στη γαλλική και στη γερμανική της εκδοχή). Ακριβώς γι’ αυτό νιώθω την ανάγκη να τονίσω ότι, στο συγκεκριμένο σημείο και μόνο, φαίνεται να υποκύπτει στην περί «αμεσότητας» ιδιόλεκτο της φαινομενολογικής παράδοσης (περιλαμβανομένου εν μέρει και του Χάιντεγκερ) – στην οποία, βεβαίως, άλλες παραδόσεις θα μπορούσαν να αντιτάξουν: τίποτε το ανθρώπινο δεν είναι άμεσο! Με αφετηρία τη θέση ότι «ο εαυτός και ο άλλος μπορούν να εμφανιστούν μόνο στη βάση του κόσμου των πρακτών και εντός των ορίων του» (σ. 107), ο Κόντος στρέφεται στα Κεφ. 6-8 σε μια κριτική των πιο σημαντικών και προβεβλημένων εκδοχών φαινομενολογικής ηθικής. Ενόψει του Χάιντεγκερ, ο συγγραφέας δεν αρκείται στις διαβεβαιώσεις ότι το Dasein είναι πάντοτε και εξαρχής ένα «Εν-τω-κόσμω-Είναι», αλλά δείχνει την ευκολία με την οποία οι χαϊντεγκεριανές αναλύσεις ρέπουν προς μια εκδοχή σολιψισμού που όχι μόνο παραμένει τυφλός για το ηθικό πεδίο αλλά και τείνει να το ακυρώσει συλλήβδην. Σημαντική είναι εδώ η ανάδειξη των εντάσεων που διέπουν εγγενώς τη σκέψη του Χάιντεγκερ, όπως και εκείνη του σημαντικότερου μαθητή του: του Γκάνταμερ, πίσω από τις διακηρύξεις του οποίου για την ιδιαιτερότητα και αυτονομία της πρακτικής φιλοσοφίας ο Κόντος θα διαγνώσει μια τάση ακύρωσης της ιδιαιτερότητας του ηθικού πεδίου, καθώς ο φιλόσοφος στρέφεται στην πράξη μόνο και μόνο προς αναζήτηση ενός προτύπου για το δικό του θεωρητικό ερμηνευτικό εγχείρημα. Όσο για την Άρεντ, ο Κόντος θα εντοπίσει και εδώ μια (πολύ πιο ευδιάκριτη) ένταση ανάμεσα αφενός στις διακηρύξεις της για την επιτελεστικότητα και το φευγαλέο του πράττειν και αφετέρου στην εκ μέρους της αναγνώριση των ιχνών που αυτό αφήνει σε έναν κόσμο που δεν μπορεί παρά να διέπεται από μια ορισμένη σταθερότητα. Στα τρία αυτά τελευταία κεφάλαια, οι αναλύσεις του Κόντου εξακολουθούν να καθοδηγούνται από το δικό του συστηματικό εγχείρημα. Η πληθώρα των θεμάτων, των αναφορών και των κειμένων που τον απασχολούν στις μόλις 200 σελίδες του βιβλίου δηλώνει από μόνη της ότι ο λόγος του είναι στοχευμένος, πυκνός, αυστηρός και απαιτητικός – ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η (καταφανώς περιορισμένη [2]) ενασχόληση με τη βιβλιογραφία έχει περιοριστεί στις υποσημειώσεις. Η πυκνότητα αυτή, ωστόσο, δεν μειώνει την εντυπωσιακή ευκρίνεια και διαύγεια των επιχειρημάτων του βιβλίου. Προσωπικά θαύμασα την ερμηνευτική εγρήγορση του συγγραφέα, την επιμέλεια και αποτελεσματικότητα με την οποία αναπτύσσει τα ερωτήματα πριν σπεύσει να δώσει απαντήσεις, την πρωτοτυπία πολλών θέσεών του, την ευθύτητα με την οποία αντιπαρατίθεται σε εδραιωμένες, αλλά όχι πάντα επαρκώς αιτιολογημένες απόψεις και ερμηνείες, και βέβαια τη λεπτή ειρωνεία του. Κάποια από τις (ήδη πολλές) βιβλιοκρισίες που έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά εντόπισε ως αδυναμία του έργου την παράλειψη του Κόντου «να εξηγήσει ποιες ειδικές ηθικές αρχές παράγονται από την οντολογία του των πρακτών» [3]. Θεωρώ ότι η κριτική αυτή επισήμανση παραγνωρίζει τον χαρακτήρα και την (οιονεί υπερβατολογική) επιδίωξη του συγγραφέα: Ζητούμενο εδώ δεν είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος ηθικών κανόνων, αλλά η κατάδειξη των προϋποθέσεων που καθιστούν ένα τέτοιο σύστημα εφικτό και ισχυρό. Στο καταληκτικό Συμπέρασμά του, εξάλλου (Conclusion, σ. 155-8), φαίνεται ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει πως η ανάπτυξη κριτηρίων διάκρισης αγαθού και κακού, δηλαδή «κανόνων του πρακτικού Λόγου», αποτελεί τμήμα ενός μεταγενέστερου εγχειρήματος, το οποίο πάντως θα πρέπει να τα θεμελιώνει όχι σε «καθολικευτικές αρχές», αλλά σε αρχές που προσιδιάζουν στην ίδια την πρακτική εμπειρία (σ. 157). Η έκδοση είναι επαρκώς επιμελημένη. Εντόπισα ελάχιστα εκφραστικά και τυπογραφικά παροράματα: «Since we want to do respect the literal meaning of the term» (σ. 16)· «only a simulacra of the good» (σ. 58)· «two ontological patters» (σ. 72). Βρήκα επίσης περιττή και δύσχρηστη την κατάτμηση της Βιβλιογραφίας σε επιμέρους κατηγορίες. Αλλά η γενική εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που συμπυκνώνει την ερευνητική εργασία πολλών χρόνων σε ένα συστηματικό εγχείρημα το οποίο δείχνει ότι στην Ελλάδα, με όλες τις δυσκολίες, μπορεί να παραχθεί φιλοσοφικό έργο διεθνούς βεληνεκούς και απήχησης. Είμαστε ευγνώμονες στον Κόντο και για αυτή του την προσφορά. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 30.9.2013 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |