Pdf

2013-10

Μαριόν: Επιπροσθέτως

Jean-Luc Marion: Επιπροσθέτως. Φαινομενολογία και Θεολογία (εισαγ. – μτφρ: Γ. Γρηγορίου). Αθήνα: Πόλις 2011, 328 σ., 18 €.



Κρίνει ο Μάνος Περράκης (Βερολίνο)
manosperrakis@outlook.com

Διάδοχος του Πωλ Ρικέρ στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ιστορικός της φιλοσοφίας και κάτοχος της έδρας του Εμμανουέλ Λεβινάς στη Σορβόννη, με σημαντικό ερμηνευτικό έργο στον Ντεκάρτ και κυριότερος εν ζωή εκπρόσωπος της γαλλικής φαινομενολογικής σχολής, ο Ζαν-Λυκ Μαριόν αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους φιλοσόφους. Το έργο του ανοίγει έναν γόνιμο διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας ως μέσο ανανέωσης της φαινομενολογίας. Το Επιπροσθέτως. Φαινομενολογία και Θεολογία, (2001, 2010) τελευταίο μέρος της φαινομενολογικής τριλογίας του Μαριόν έπειτα από το Réduction et donation (1989) και το Étant donné (1997), εκδιπλώνει στα μάτια του αναγνώστη πτυχές αυτού του συναρπαστικού διαλόγου που έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονου θαυμασμού αλλά και δριμείας πολεμικής από την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια που καλύπτουν όλο το φάσμα της αλληλοδιείσδυσης φαινομενολογίας και θεολογίας στο έργο του Μαριόν: i) Φαινομενολογία της δωρεάς και πρώτη φιλοσοφία, ii) Το συμβάν ή το επερχόμενο φαινόμενο, iii) Το είδωλο ή η λάμψη του πίνακα, iv) Η σάρκα ή η δωρεά του εαυτού, v) Η εικόνα ή η ερμηνευτική χωρίς τέλος, vi) Εις το όνομα ή πώς να το αποσιωπήσουμε.

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η φαινομενολογία ως πρώτη φιλοσοφία και αναπτύσσεται η διαφορά τής κατά Μαριόν εκδοχής της φαινομενολογίας από εκείνη των Χούσσερλ και Χάιντεγκερ. Στα κεφάλαια που ακολουθούν γίνεται αναφορά στα φαινόμενα που επεξηγούν την εκδοχή της φαινομενολογίας ως δωρεάς και τα οποία ο Μαριόν έχει ορίσει ως κορεσμένα φαινόμενα ή παράδοξα. Πρόκειται για φαινόμενα τα οποία, σε αντιδιαστολή με τα κοινά φαινόμενα, ξεχειλίζουν από εποπτεία υπερβαίνοντας κάθε αποβλεπτικό χαρακτήρα ή, αλλιώς, δημιουργούν περίσσευμα εποπτείας. Στα κορεσμένα φαινόμενα παρατηρείται αναστροφή των καντιανών κατηγοριών, καθώς το κορεσμένο φαινόμενο είναι αστόχευτο ως προς την ποσότητα, ανυπόφορο ως προς την ποιότητα, απόλυτο ως προς τη σχέση και απερίγραπτο ως προς την τροπικότητα. Στα φαινόμενα αυτά συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων το ιστορικό συμβάν, η έκπληξη, η σάρκα. Στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας υιοθετεί έναν ιδιότυπο πραγματισμό, τίθεται το ερώτημα πώς μπορεί να αρθρωθεί με προσοχή το άρρητο των κορεσμένων φαινομένων.

Μέσω της προσφυγής στη γλώσσα των βιβλικών κειμένων και της αποκαλυπτικής θεολογίας, ο Μαριόν προτείνει μια υπέρβαση της φαινομενολογίας διατηρώντας ταυτόχρονα ακέραια τη δυναμική των αντινομιών της. Ο Μαριόν προσάπτει στον Χούσσερλ και τον Χάιντεγκερ ότι δεν κατάφεραν να υπερβούν το υπερβατολογικό εγώ και τον ορίζοντα του Είναι, συμπεραίνοντας ότι τόσο ο Χούσσερλ όσο και ο Χάιντεγκερ απέτυχαν να υλοποιήσουν την επιστροφή στα πράγματα που αποτελεί το βασικό πρόσταγμα της φαινομενολογίας. Στην αντιπρότασή του ο Μαριόν συνηγορεί υπέρ μιας φαινομενολογίας επέκεινα του υποκειμένου και του Είναι. Έτσι λοιπόν, δίπλα στην υπερβατολογική αναγωγή του Χούσσερλ και την υπαρξιακή αναγωγή του Χάιντεγκερ έρχεται να προστεθεί η αναγωγή της δωρεάς του Μαριόν που βασίζεται στο αξίωμα «όση η αναγωγή, τόση και η δωρεά». Η εκδοχή του Μαριόν υπόκειται στη λογική της δωρεάς ως απροϋπόθετου δεδομένου θεολογικής υφής και έτσι η προσχώρηση στην παράδοση της αποφατικής θεολογίας στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί το φυσικό επακόλουθο. Πρόκειται για μία δωρεά που έλκει την καταγωγή της από ένα πλεόνασμα και μπορεί να περιγραφεί μονάχα με όρους αρνητικούς που άπτονται της αποφατικής θεολογίας. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για την έντονη κριτική που ασκείται στον Μαριόν. Σύμφωνα με πολλούς από τους συναδέλφους του της φαινομενολογικής σχολής, ο Μαριόν συγχέει θεολογία και φιλοσοφία δημιουργώντας ένα αμάλγαμα το οποίο απομακρύνεται από την ουσία της φαινομενολογικής μεθόδου, με αποτέλεσμα η φαινομενολογία να καθίσταται θεραπαινίδα της θεολογίας.

Ωστόσο ο Μαριόν, όπως ρητά δηλώνεται στο καταληκτικό κείμενο του τόμου, προτείνει έναν “τρίτο δρόμο” επανερμηνεύοντας την αποφατική θεολογία ως μία προσεκτική φαινομενολογία, κάτι που ουσιαστικά αποτελεί μία φιλοσοφική αναβάθμιση της αποφατικής θεολογίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την αναφορά του Μαριόν σε μία «θεολογική πραγματιστική της απουσίας» (σ. 311), η οποία διαβάζεται ως έμμεσος αυτοχαρακτηρισμός του έργου του. Κατά τη γνώμη μας το Επιπροσθέτως είναι εξόχως σημαντικό ακριβώς επειδή διανοίγει τη θεολογική διάσταση της φαινομενολογίας επαναφέροντας στο προσκήνιο την υμνολογική διάσταση της φιλοσοφίας. Ο τρόπος, μάλιστα, με τον οποίο ο Μαριόν διαβάζει τα κείμενα των ελλήνων Πατέρων –ιδιαίτερα τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη– λειτουργεί ως καταλύτης και αξίζει να μελετηθεί επισταμένως γιατί αποτελεί μία πρωτότυπη ερμηνεία της χριστιανικής θεολογικής παράδοσης υπό το πρίσμα της νεότερης φιλοσοφίας. Εν ολίγοις, ο Μαριόν διατείνεται ότι η πρώτη κριτική της μεταφυσικής της παρουσίας συναντάται στο corpus της πατερικής παράδοσης.

Σίγουρα, οι φίλοι της γαλλικής φιλοσοφίας θα αισθανθούν οικειότητα με τον ατόφιο γαλλικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Μαριόν. Εδώ είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι μερικές από τις θέσεις του Μαριόν θυμίζουν τοποθετήσεις του Ζακ Ντερριντά, του οποίου υπήρξε μάλιστα μαθητής, όπως επίσης και ότι η θεματική της δωρεάς και του δώρου είναι ιδιαίτερα προσφιλής στη νεότερη γαλλική σκέψη. Όσοι πάλι βρίσκονται πιο κοντά στη γερμανική παράδοση ίσως θα εγείρουν ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο Μαριόν μεταφράζει φιλοσοφικά τις κατηγορίες του Χούσσερλ (και ειδικότερα την έννοια της Gegebenheit που αποδίδεται ως δωρεά) και θα απορήσουν με την ανάγνωση του Καντ, και ειδικότερα με το ζήτημα της αναστροφής των κατηγοριών του. Επίσης, είναι άξιο απορίας το ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην «αισθητική του υψηλού» (Ästhetik des Erhabenen) της τρίτης καντιανής κριτικής, η οποία παρουσιάζει πληθώρα αναλογιών με την τυπολογία των κορεσμένων φαινομένων.

Αυτό που πάντως γρήγορα διαπιστώνει κανείς είναι ότι ο παραδοσιακός –με γνώμονα την ερμηνευτική και τη φαινομενολογία– γαλλογερμανικός φιλοσοφικός άξονας παραμένει ακόμα αρραγής. Οι σποραδικές αναφορές του Μαριόν στο έργο του Λεβινάς είναι εδώ ενδεικτικές αυτής της συνέχειας, φανερώνοντας κατά τη γνώμη μας τα πιο δυνατά σημεία της σκέψης του Μαριόν.

Ο Γιώργος Γρηγορίου παραδίδει μια μετάφραση που ρέει απρόσκοπτα, κάτι που είναι κάθε άλλο παρά αυτονόητο σε ένα τόσο απαιτητικό κείμενο. Επίσης, η Εισαγωγή του είναι εξαιρετική, αποτελώντας πολύτιμο αρωγό του αναγνώστη. Η μόνη μας ένσταση αφορά τη μετάφραση του τίτλου του βιβλίου. Σίγουρα ο εύηχος τίτλος δικαιολογεί μια τέτοια επιλογή, από την άλλη όμως χάνονται στην απόδοση αυτή τόσο η έννοια του πλεονάσματος όσο και η έννοια των κορεσμένων φαινομένων. Η ένστασή μας εδώ αφορά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πρωτίστως φιλοσοφικό έργο με δικό του τίτλο και όχι για μια θεματική παράθεση δοκιμίων, παρά τον δοκιμιακό χαρακτήρα του έργου. Ωστόσο η ακριβής απόδοση του τίτλου, που θα ήταν Για το πλεόνασμα. Σπουδές στα κορεσμένα φαινόμενα (De surcroît : Etudes sur les phénomènes saturés), ίσως να αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για την ανάγνωση του βιβλίου από ένα ευρύ κοινό και από αυτή τη σκοπιά η επιλογή του τίτλου φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη. Η απουσία όμως του ευρετηρίου προσώπων και εννοιών που υπάρχει στη γαλλική έκδοση σίγουρα δεν διευκολύνει τον αναγνώστη που θέλει να εμβαθύνει στα κείμενα του Μαριόν.

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι μια ιδιαίτερα επιτυχημένη επιλογή της ελληνικής έκδοσης αποτελεί το εξώφυλλο του βιβλίου, που κοσμεί ο πίνακας Number 7 (1951) του Μαρκ Ρόθκο και “διαβάζεται” μαζί, καθώς ο Μαριόν στο Επιπροσθέτως κάνει εκτενή αναφορά στους πίνακες και τις μαρτυρίες του Αμερικανού ζωγράφου που είναι γνωστός για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του – και με αφορμή αυτή την αναφορά οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι το Επιπροσθέτως είναι ένα σημαντικό έργο για τον αισθητικό στοχασμό. Το δίπτυχο “Φαινομενολογία και Θεολογία” θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και τρίπτυχο: “Φαινομενολογία, Θεολογία και Αισθητική” – πόσω μάλλον που αυτοί οι τρεις τομείς είναι αλληλένδετοι στη γαλλική σκέψη του εικοστού αιώνα. Ειδικά όσοι ασχολούνται με την ιστορία της τέχνης και ιδιαίτερα με την αισθητική των εικόνων θα ωφεληθούν από τις αναγνώσεις έργων του Κλέε, του Καραβάτζιο και άλλων, και βέβαια του Ρόθκο, για το έργο του οποίου ο Μαριόν φαίνεται να αισθάνεται ιδιαίτερη έλξη, καθώς το έργο του Μαριόν φανερώνει αρκετές ομοιότητες με την τεχνοτροπία του Ρόθκο. Όπως πίσω από τις χρωματικές επιφάνειες των πινάκων του αμερικανού ζωγράφου κρύβεται το φως, έτσι και στο έργο του Μαριόν οι φαινομενολογικές αναλύσεις αποτελούν επιστρώσεις ενός κατ’ ουσίαν θεολογικού λόγου.

Η θεματική του βιβλίου γίνεται ακόμα πιο κατανοητή με την ανάγνωση των άλλων δύο έργων του Μαριόν που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις: Ο Θεός χωρίς το Είναι και Το ερωτικό φαινόμενο. Τέλος, για τους αναγνώστες που επιθυμούν να εμβαθύνουν περισσότερο στο έργο του Μαριόν θα συνιστούσαμε ανεπιφύλακτα το βιβλίο της C.M. Gschwandter Reading Jean-Luc Marion. Exceeding Metaphysics (Bloomington & Indianapolis: Indiana University Press 2007) που αποτελεί μία συνολική παρουσίαση και κριτική αποτίμηση του έργου του Γάλλου φιλοσόφου [1].


Σημειώσεις:
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους ανώνυμους κριτές για τις πολύτιμες παρατηρήσεις τους.



Δημοσιεύθηκε: 30.9.2013

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Περράκης, Μ.: (Βιβλιοκρισία του:) Jean-Luc Marion: Επιπροσθέτως. Φαινομενολογία και Θεολογία (Αθήνα: Πόλις 2011). Κριτικά 2013-10, <http://www.philosophica.gr/critica/2013-10.html>.



ISSN 1791-776X