![]() |
||||
![]() 2014-03 Πολυμένης: Ενσώματος ιδεαλισμός στην ποίηση Πέτρος Πολυμένης: Λέξεις, εμπειρία και οι ακροβάτες. Ο ενσώματος ιδεαλισμός στην ποίηση. Αθήνα: Γαβριηλίδης 2012, 295 σ., 17 €. Κρίνει η Γιώτα Τεμπρίδου (Υπ. Δρ Φιλοσοφίας, ΑΠΘ)
Στο παρόν βιβλίο ο Πέτρος Πολυμένης συνδυάζει δύο ενδιαφέροντά του: την ποίηση (έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές) και τη φιλοσοφία (έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο πεδίο της φιλοσοφίας των επιστημών, με τίτλο Η ανάδυση της κανονιστικότητας [Αθήνα 2001]). Σύμφωνα με τον ίδιο, το κείμενό του «αρθρώνει μια θεώρηση για την ποίηση, επιχειρώντας παράλληλα να αρθρώσει έναν πρωτογενή φιλοσοφικό στοχασμό» (σ. 119). Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τον φιλοσοφικό και τον ποιητικό λόγο ως τρόπους του θαυμάζειν (σ. 40) και προτίθεται αφενός να διερευνήσει φιλοσοφικά τη σχέση μας με τα αντικείμενα και αφετέρου να φωτίσει την ποιητική διαδικασία. Το εγχείρημα εξ αρχής μοιάζει ενδιαφέρον. Ο τίτλος είναι ελκυστικός και ποιητικός. Δεν μου είναι σαφές γιατί η τρίτη λέξη έχει οριστικό άρθρο, ενώ οι δύο πρώτες κανένα [1], φαντάζομαι ωστόσο πως, στον χώρο της ποίησης, αυτό είναι αποδεκτό. Πάντως το «και οι» γράφεται με μικρότερα γράμματα, υποθέτω προκειμένου να είναι εμφανής η ισότητα των τριών λέξεων, κάθε μία από τις οποίες, αν κοιτάξουμε τα περιεχόμενα του βιβλίου, μοιάζει να αντιστοιχεί σε ένα από τα, περίπου ισομεγέθη, κεντρικά κεφάλαια (Β, Γ, Δ): «Κανόνες και λέξεις», «Εμπειρία και κοσμοεικόνα», «Λόγος και φύση». «Ακροβάτες», αν καταλαβαίνω σωστά, είναι τόσο ο συγγραφέας όσο και οι αναγνώστες· ακροβάτης είναι ο άνθρωπος εν γένει, «που εξακολουθεί να ισορροπεί ακαταπαύστως», «μέσα στην περιπέτεια της εμπειρίας», «ανάμεσα σε νοήματα λέξεων με απόχρωση υποκειμενική, αντικειμενική ή στενά διυποκειμενική», «ανάμεσα στο αίτημα για μια εμπλουτισμένη εμπειρία και στο αίτημα για μια κοσμοεικόνα με συνέπεια» (σ. 295, 12, 99, 178). Ο υπότιτλος εισάγει το στοιχείο της φιλοσοφίας μέσα από την έννοια του «ενσώματου ιδεαλισμού». Πρόκειται, όπως εξηγεί σύντομα ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, για μια προσέγγιση που «αρθρώνεται χάρη σε αλληλοϋποστηριζόμενα επιχειρήματα για τη γλώσσα, τη γνώση, και τη φύση του ανθρώπου και όσων τον περιβάλλουν» (σ. 11)· στην προσέγγιση αυτή θα φτάσω αργότερα. Νομίζω, πάντως, πως ο συνδυασμός τίτλου και υπότιτλου είναι έξυπνος και ελκύει τόσο τους φίλους της ποίησης όσο και εκείνους της φιλοσοφίας. Ο Α. Μπαλτάς γράφει τον πολύ θετικό και κάπως συναισθηματικό Πρόλογο (σ. 9-10), και διατείνεται πως «το ανά χείρας βιβλίο είναι πρωτότυπο». Ακολούθως, η Eισαγωγή καλύπτει τις σελίδες 11-18. Ο Πολυμένης μοιράζεται, με ειλικρίνεια, τις αγωνίες του και θέτει τους στόχους του. Στο παρόν πόνημα χρησιμοποιεί βοηθητικά τρεις φιλοσόφους, τον Βίτγκενσταϊν, τον Μακντάουελ και τον Κονδύλη (μολονότι τον τρίτο εμφανώς λιγότερο), τους οποίους γνωρίζει καλά, εφόσον στη διδακτορική διατριβή του είχε ασχοληθεί με το έργο τους – κυρίως των δύο πρώτων. Στον Πρόλογο (σ. 9) αναφέρεται πως αυτοί οι δύο είναι οι «ήρωες» της διατριβής του. Ο ίδιος ο Πολυμένης μνημονεύει δις αυτήν τη διατριβή, στις σημειώσεις 99 και 216, ενώ στην Εισαγωγή του γράφει: «αρκετά “κομμάτια” από τη φιλοσοφική προσέγγιση που εδώ αναπτύσσεται οφείλουν πολλά στις σπουδές μου για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος στη φιλοσοφία των επιστημών» (σ. 17). Για να ακριβολογούμε, πολλά από τα «κομμάτια» του βιβλίου είναι αυτούσια αποσπάσματα της διατριβής, δίχως να υπάρχει η απαιτούμενη επισήμανση [2]. Το βιβλίο, στο στήσιμο του οποίου νομίζω πως διαφαίνεται η θετική κατάρτιση του Πολυμένη, είναι διαιρεμένο σε τέσσερα κεφάλαια (Α-Δ). Εξ αυτών το Α, που αποτελεί ουσιαστικά εισαγωγικό τμήμα, τρόπον τινά μια δεύτερη εισαγωγή, αποτελείται από τέσσερις ενότητες (Α.1-Α.4), το δεύτερο και το τέταρτο από δώδεκα, το τρίτο από έντεκα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στα Β, Γ και Δ, που αφορούν τις λέξεις (προσθέτω: τα νοήματα, τη γλώσσα), την εμπειρία (τη νόηση, τις αισθήσεις) και τη φύση των ανθρώπων και των πραγμάτων (τον λόγο, τις ιδέες) αντίστοιχα, επιχειρείται ένα γλωσσικό, ένα γνωσιολογικό και ένα οντολογικό πέρασμα (σ. 16 και 31-2). Το Δ12, «Ο ενσώματος ιδεαλισμός ως ρεαλισμός της μορφοποίησης», κλείνει το βιβλίο. Δεν ακολουθεί κάποιος επίλογος, μολονότι θεωρώ πως δεν θα ήταν περιττός. Εκείνο όμως που αποδεικνύεται προβληματικό είναι η απουσία βιβλιογραφίας. Ο Πολυμένης επιχειρεί, στην Εισαγωγή, να δικαιολογήσει τη συγκεκριμένη επιλογή του, γράφοντας πως μέριμνά του δεν είναι η «εξαντλητική παράθεση της συναφούς βιβλιογραφίας» (σ. 16)· το πρόβλημα ωστόσο παραμένει: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πλήθος τίτλων, αλλά ο αναγνώστης δεν μπορεί εύκολα να ανατρέξει σε κάποιον από αυτούς, εφόσον δεν έχει στη διάθεσή του μια συγκεντρωτική βιβλιογραφία. Στο τέλος παρατίθεται ένα Ευρετήριο όρων, κάτι που είναι πάντα χρήσιμο με την προϋπόθεση να έχει συνταχθεί σωστά. Έλεγξα τρία μόνο από τα λήμματα και επισήμανα ελλείψεις [3]. Έτσι όμως, το ευρετήριο ίσως οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα τον αναγνώστη. Επιπλέον, θεωρώ πως θα ήταν χρήσιμο και ένα Ευρετήριο ονομάτων, ειδικά μάλιστα τη στιγμή που απουσιάζει η βιβλιογραφία. Πριν έρθω στο περιεχόμενο του βιβλίου, επισημαίνω πως η ανάγνωση δυσχεραίνεται από τα πολλά τυπογραφικά λάθη (μέτρησα τουλάχιστον τριάντα· βλ., ενδεικτικά, σ. 12, 101, 122, 146, 212, 275, 283), από την ασυνέπεια στον τρόπο παραπομπής σε άλλα κείμενα [4], αλλά και από τις στρεβλές συντάξεις· δείγματος χάριν: «Κατ’ αρχάς, κάνοντας λόγο για συνέπεια σε ένα ποίημα δεν εννοούμε τη συνοχή όπως την περιγράφει ο Ήγκλετον, δηλαδή για μια παράθεση λέξεων στην οποία τίποτα δεν περισσεύει, καμία λέξη δεν είναι κενή ή επιδερμική, κάθε στοιχείο δένει με οποιοδήποτε άλλο για να συναρμόσει ένα ολοκληρωμένο σύνολο» (σ. 191· βλ., επίσης, σ. 13, 238, 277, 286). Το βιβλίο διαβάζεται σε γενικές γραμμές ευχάριστα. Φιλοσοφικό στήριγμα του Πολυμένη, στην περιδιάβασή του στους κόσμους της γλώσσας (ποίησης), της εμπειρίας και της φύσης, αποτελούν –όπως ειπώθηκε– κυρίως ο Βίτγκενσταϊν και ο Μακντάουελ, δευτερευόντως ο Κονδύλης, κατόπιν άλλοι φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Καντ. Ο μη εξοικειωμένος με τη φιλοσοφία αναγνώστης ενδέχεται να βρει κουραστικά αρκετά σημεία, εξαιτίας της ορολογίας, της επιχειρηματολογίας και της πιο “αυστηρής” γραφής (σε σχέση με την ποιητική), αλλά αυτό μου φαίνεται αναπόφευκτο σε μεγάλο βαθμό και δεν το καταλογίζω στον συγγραφέα. Κάθε ενότητα του βιβλίου ανοίγει με τον «Λόγο πλάγιο». Πρόκειται για σύντομα ποιητικά αποσπάσματα [5] σε μορφή πεζού, που προαναγγέλλουν το εκάστοτε θέμα. Είναι δοσμένα πάντα με πλάγια γράμματα και ακολουθούνται από την «Αντιφώνηση», που έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση και αποτελεί ουσιαστικά τον κορμό των ενοτήτων. Η μορφοποίηση της γραμματοσειράς και η επιλογή της λέξης «Αντιφώνηση» παραπέμπουν εύκολα, νομίζω, στη Μαρία Νεφέλη – κάτι εύλογο, καθώς ο συγγραφέας μνημονεύει τακτικά τον Ελύτη. Στο βιβλίο παρεμβάλλονται, επιπλέον, πολλά ποιητικά αποσπάσματα, αντλημένα από την ελληνική και την παγκόσμια ποίηση, σχετικά με τα υπό εξέταση ζητήματα. Όταν γίνεται λόγος, δείγματος χάριν, για την πολυσημία των λέξεων (και τη μη απειρία των νοημάτων τους), παρατίθεται απόσπασμα, πασίγνωστο είναι αλήθεια, του Ρίτσου: «Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά./ (…)/ Έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη» (σ. 53). Άλλες φορές (όχι πολλές) δεν μου είναι σαφές πώς συνδέει ο συγγραφέας τα ποιήματα με το κείμενό του. Στη σ. 22, π.χ., γράφει για τους κανόνες με τους οποίους καλούμαστε να αναμετρηθούμε καθημερινά σε όλους τους τομείς, και βέβαια στη χρήση της γλώσσας, και παραθέτει (βοηθητικά;) απόσπασμα από το Άξιον εστί σχετικό με τη φύση του καλού και του κακού (δίνεται αμέσως παρακάτω). Θα περίμενε κανείς πως ο Πολυμένης, ως ποιητής, θα έδειχνε περισσότερη ευαισθησία στα ποιήματα, που συχνά δίνονται ανακριβώς (απροσεξίες στη δομή, τη στίξη, την ορθογραφία). Ένα μόνο παράδειγμα [6] – στην πρώτη στήλη το απόσπασμα του Ελύτη που ανέφερα μόλις πριν, στη δεύτερη η παράθεση του Πολυμένη:
Δυο λόγια ακόμα περί των ποιητών. Στην πρόταση «Το φεγγάρι μπορεί να είναι γάτα, πορτοκάλι, να χύνεται σαν το νερό, να είναι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου», το δάνειο από τον Ρίτσο μπορεί να είναι εύκολα εντοπίσιμο, θα έπρεπε ωστόσο κάπως να δηλώνεται [7]. Η κρίση «στην ποίηση του Ελύτη κυριαρχεί η σχέση του ποιητή με τα κορίτσια, τη θάλασσα και το φυσικό τοπίο των Κυκλάδων» (σ. 110) είναι γενικευτική και επιπόλαιη, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ένα μεγάλο μέρος του έργου του ποιητή. Σε ό,τι αφορά τη γραφή, χρησιμοποιούνται πολλά παραδείγματα, απλά μάλιστα ώστε να είναι κατανοητά σε κάθε αναγνώστη. Η συχνή χρήση του πρώτου προσώπου, ενικού ή πληθυντικού, μας φέρνει πιο κοντά στο κείμενο. Ενίοτε ο λόγος (όχι ο πλάγιος) είναι ιδιαίτερα ποιητικός: «Κινούμαι λάμνοντας στα σκοτεινά νερά των πεποιθήσεων που στο βυθό τους ναυάγια κρύβουν» (σ. 127-8). Άλλοτε επιστρατεύονται εξειδικευμένοι όροι από τον χώρο της φιλοσοφίας (π.χ. «θεμελιοκρατία», «συνεκτικισμός», «εξαλειπτικός υλισμός»), που θεωρώ όμως πως εξηγούνται επαρκώς. Πολλές φορές οι παράγραφοι ανοίγουν με λέξεις όπως «άρα», «συνεπώς», «οπότε». Συνήθως ακολουθούνται ομαλές συλλογιστικές πορείες· άλλοτε, όχι: «Ανάλογα με την παιδεία που θα λάβει κάποιος, τις προτιμήσεις του και το πώς θα εξασκήσει τις έλλογες δυνάμεις του, μπορεί να αποκτήσει θέα της ποίησης και να προσθέσει το χρώμα της στη δεύτερη φύση του [...]. Άρα αποκτώντας ένας άνθρωπος δεύτερη φύση, είναι σε θέση να αποκτήσει [...] και τη θέα του ουρανού της ποίησης. Γι’ αυτό και η ποίηση μπορεί να αποτελέσει κομμάτι της δεύτερης φύσης του υποκειμένου»· ή: η φύση «ενός αγάλματος δεν αποκαλύπτεται μόνο μέσα από τις προτάσεις των φυσικών επιστημών. Αποκαλύπτεται και από τις πρακτικές που δίνουν μορφή στο μάρμαρο. Άρα αποκαλυπτικές για τη φύση ενός αντικειμένου, είναι και οι προτάσεις που αποκαλύπτουν τι αισθήματα μπορεί να γεννήσει ένα αντικείμενο» (σ. 282, 288, αντίστοιχα). Η φιλοσοφική προσέγγιση που προτείνει ο Πολυμένης, στην οποία καταλήγει μέσα από δεκάδες ερωτήματα («Εισέρχεται η έννοια του αντικειμενικού σε ένα ποίημα;», «Τι εστί κανόνας σε ένα ποίημα;», «Τι μπορεί να πει η ποίηση για τα αντικείμενα (…);», σ. 42, 114 και 285, αντίστοιχα), είναι εκείνη του ενσώματου (η επιλογή του επιθέτου οφείλεται, νομίζω, σε επιρροή από τον Μπαλτά· σ. 232) ιδεαλισμού, όπως την αποκαλεί. Ξεκινά από την παραδοχή πως «η φύση των αντικειμένων δεν είναι μόνο αυτή που μας αποκαλύπτουν οι φυσικές επιστήμες» (σ. 287-8). «Αντικείμενα είναι και τα τεχνήματα» (σ. 288) και οι ιδέες, που είναι προϊόντα της ανθρώπινης φύσης, επηρεάζουν τα περιβάλλοντα τεχνήματα (σ. 291· από τη “σχέση” τεχνημάτων και ιδεών απορρέει προφανώς και η έννοια του «ενσώματου ιδεαλισμού»). Ο Πολυμένης ατενίζει την, εμπλουτισμένη με λόγο, φύση ανθρώπων και αντικειμένων (σ. 292) και ενδιαφέρεται για τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση: Για τον ρόλο, αφενός, του ανθρώπου, η παρουσία του οποίου είναι μορφοποιητική, στη διαμόρφωση των τεχνημάτων και, αφετέρου, για τη φύση των τεχνημάτων που μας «προκαλούν αντιδιαμετρικά αισθήματα» (σ. 293). Ο ενσώματος ιδεαλισμός του Πολυμένη δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως συγγενικός του ιδεαλισμού όπως τον έχουμε παραδοσιακά γνωρίσει· απόδειξη πως αποτελεί, εν τέλει, έναν «ρεαλισμό της μορφοποίησης» (σ. 292· δική μου η έμφαση). Ποιος είναι όμως ο ρόλος της ποίησης; Τα λογοτεχνικά έργα είναι «ικανά να συμβάλλουν στη μορφή της φύσης τόσο των ανθρώπων όσο και των αντικειμένων. Ισοδύναμα, αποκαλύπτουν κάτι τόσο από ανθρώπους όσο και από αντικείμενα» (σ. 294). Μέσα από όλα αυτά, ο ενδιαφερόμενος για την ποίηση ωθείται, ιδανικά, να γνωρίσει τη φιλοσοφία, και αντιστρόφως. Ο Πολυμένης παρέχει λόγους για να στραφεί κανείς στην ποίηση, μιλώντας για μια (γνωσιολογική) αξία της, πέρα από την αισθητική. Ωστόσο, άλλα σημεία αφήνουν μια αίσθηση τουλάχιστον αποκαρδιωτική στον αναγνώστη που περιμένει απαντήσεις: «Υπό ποία έννοια ένας υποκειμενικός χειρισμός των λέξεων μπορεί να είναι αποκαλυπτικός για ένα αντικείμενο; Η απάντηση είναι: εξαρτάται από το συγκεκριμένο χειρισμό» (σ. 289). Τελικά, μολονότι η ιδέα του Πολυμένη είναι ενδιαφέρουσα, η ανάπτυξή της αποδεικνύεται πρόχειρη σε αρκετά σημεία, όσο κι αν οι ακροβατικές μεταβάσεις από την ποίηση στη φιλοσοφία κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Τυπογραφικά, συντακτικά και άλλα λάθη καλό θα ήταν να λείπουν, ενώ χρήσιμη θα ήταν η συγκεντρωτική βιβλιογραφία. Τα ποιητικά κείμενα όφειλαν να αντιμετωπιστούν με περισσότερο σεβασμό. Η δομή σε μεγάλο βαθμό είναι πρωτότυπη (συναντώ εδώ τον Μπαλτά) και επιτυχημένη. Φοβάμαι όμως πως ο ακροβάτης μένει κάπως αβέβαιος για επιμέρους σημεία της εμπειρίας που βίωσε – πράγμα που δεν μοιάζει να αποτελεί πρόθεση του συγγραφέα: «Όμως ο φόβος του θανάτου δε σκοτεινιάζει τη σκέψη του./ Μόνο την τέχνη του σκέφτεται./ Γι’ αυτή νηστεύει από κάθε απόλαυση./ Γι’ αυτήν αγωνίζεται, να τη φτάσει ως το έσχατο όριο, γι’ αυτή κινδυνεύει./ Γι’ αυτήν αναβάλλει ολοένα το άλμα.// Κι έτσι μένει παγιδευμένος, μετέωρος:/ ανάμεσα στα ουράνια λιβάδια της αφθαρσίας/ και στα φθαρτά τεκμήρια της αγωνίας του για την τελειότητα» [8]. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 11.9.2014 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |