Pdf

2014-07

Πουρνάρη: Επιστημική δικαιολόγηση

Μαρία Πουρνάρη: Επιστημική δικαιολόγηση. Μια γνωσιοθεωρητική προσέγγιση. Αθήνα: Νήσος 2013, 170 σ., 10 €.



Κρίνει ο Στέφανος Δημητρίου (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων)
sdimitri@uoi.gr

Η Μαρία Πουρνάρη ξεκινά την πραγμάτευση του κύριου προβλήματος του βιβλίου της με το ερώτημα αν είναι δυνατή η επιστημική δικαιολόγηση. Ένας τρόπος χειρισμού ενός προβλήματος είναι να το αναγάγουμε στις προϋποθέσεις του. Η συγγραφέας, κάνοντας αυτό ακριβώς, ανάγει το πρόβλημα της επιστημικής δικαιολόγησης στο ερώτημα τι είναι η γνώση. Το τελευταίο είναι ένα οριακό ερώτημα. Αποτελεί το όριο των ζητητικών μας εγχειρημάτων. Αυτό, όμως, το οριακό ερώτημα συνιστά και την προϋπόθεση για την έρευνα του ζητήματος των αξιών, αλλά και για την έρευνα της επιστημικής δικαιολόγησης καθεαυτήν. Για να κατανοήσουμε καλύτερα την προβληματική της συγγραφέως και το επιχείρημά της, θα πρέπει να δούμε σε ποια συνάφεια η σχέση επιστημικών αξιών, δικαιολόγησης και πεποιθήσεων συνιστά ζήτημα. Πιστεύω ότι τα παραπάνω συνιστούν ζήτημα, όταν συνδέονται με τη συζυγία γνώσης και αλήθειας. Η υποστήριξη αυτής της ουσιώδους σύνδεσης είναι και η θέση από την οποία κρίνω το βιβλίο της Μαρίας Πουρνάρη. Η θέση που υποστηρίζω έχει ως εξής: Η συζυγία γνώσης και αλήθειας αποτελεί κανονιστική αρχή για τη δικαιολόγηση της ουσιαστικής ορθότητας των πεποιθήσεών μας, η οποία υπερβαίνει την απλή βεβαίωση αυτής της ορθότητας και τη συναίνεση ως εχέγγυο ορθότητας. Αυτή η θέση μου είναι πολύ κοντινή με τη θέση που διατυπώνει η συγγραφέας κατά την προσέγγιση του προβλήματος. Συνεπώς, η συγκεκριμένη θέση που υποστηρίζω ορίζει, από τη δική μου πλευρά, το πλαίσιο του διαλόγου με τη Μαρία Πουρνάρη. Θα προχωρήσω στον διάλογο, ο οποίος δεν είναι αναιρετικός των θέσεων της συγγραφέως, στο τέλος αυτού του κριτικού κειμένου.

I.

Θα προσπαθήσω να ανασυγκροτήσω την προβληματική της συγγραφέως, καθώς και το κύριο επιχείρημά της, με βάση δύο συναφή προβλήματα: τη σχέση δικαιολόγησης των πεποιθήσεων και κανονιστικότητας και το αν η γνώση συνιστά αξία. Αυτή η κριτική ανασυγκρότηση, όμως, δεν μπορεί παρά να γίνει εντός του πλαισίου που έχει θέσει η ίδια η συγγραφέας. Η Μαρία Πουρνάρη ορίζει το πλαίσιο της αναλυτικής της εργασίας, έχοντας ορίζουσα έννοια την ανάλυση της γνώσης ως αληθούς και δικαιολογημένης πεποίθησης. Έτσι, συνεξετάζει τον κλασικό ορισμό της γνώσης, όπως αυτός διατυπώνεται στον πλατωνικό Θεαίτητο, μαζί με τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτόν. Στο πρώτο Κεφάλαιο, εξετάζονται τα αντιπαραδείγματα του Γκετίερ (E.L. Gettier) προς τον ορισμό της γνώσης. Το δεύτερο Κεφάλαιο αφορά το αν και πώς είναι δυνατό να υπάρξει ικανοποιητική γνωσιοθεωρητική αντιμετώπιση τέτοιων αντιπαραδειγμάτων. Αυτό το ερώτημα έχει οδηγητικό χαρακτήρα, διότι προσανατολίζει την ανάλυση προς την ουσιώδη σύνδεση του αναλυτικού ορισμού της γνώσης με το πρόβλημα της δικαιολόγησης. Ως εκ τούτου, το δεύτερο Κεφάλαιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, διότι αποτελεί ένα είδος προοιμίου, στο οποίο εκτίθενται κεντρικά προβλήματα της όλης θεματικής σε σχέση με τη συνθήκη της δικαιολόγησης.

Η έκθεση των κύριων προβλημάτων συνεχίζει με την αναλυτική τους διαίρεση στα κύρια μέρη τους. Έτσι, στο τρίτο Κεφάλαιο το πρόβλημα της δικαιολόγησης, καθώς και του πώς αυτή καθίσταται δυνατή, επιμερίζεται σε ειδικότερα προβλήματα, που αντιστοιχούν στις έννοιες του θεμελίου και της συνοχής. Η Μαρία Πουρνάρη, με πολύ συστηματικό τρόπο και ευμέθοδη οργάνωση των επιχειρημάτων, παρακολουθεί, αναλύει και αξιολογεί τα συναφή με τη θεμελιοκρατία και τον συνεκτικισμό ζητήματα. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο: Η συγγραφέας δείχνει τον πυρήνα καθεμιάς από αυτές τις θεωρίες δικαιολόγησης. Έτσι, παρουσιάζει με ενάργεια πώς η θεμελιοκρατία υποστηρίζει ότι η συναγωγική δικαιολόγηση συναντά το όριό της σε εκείνες τις πεποιθήσεις, οι οποίες θεμελιώνονται με άμεσο τρόπο και δεν εξαρτώνται από άλλες πεποιθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ανακόπτεται η διηνεκής αναγωγή από πεποίθηση σε υπερκείμενη πεποίθηση. Η εννοιολογική έκθεση, όπως την αναπτύσσει η συγγραφέας, βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει ότι η άμεση, θεμελιοκρατική δικαιολόγηση εκδηλώνεται με τρεις τρόπους: Πρώτον, ως αυτοθεμελίωση, δεύτερον, ως θεμελίωση εδραζόμενη σε μη προτασιακές καταστάσεις όπως η κατ’ αίσθησιν αντίληψη, και, τρίτον, ως θεμελίωση απορρέουσα από πεποιθήσεις που οφείλουν την αξιόπιστη διαμόρφωσή τους στο ότι θεωρούνται απότοκες της λειτουργίας αιτιακών μηχανισμών. Η Μαρία Πουρνάρη συνδέει τη θεμελιοκρατική δικαιολόγηση με το ερώτημα σχετικά με τη φύση της άμεσης δικαιολόγησης, αλλά και με το πώς μια πεποίθηση, δικαιολογούμενη με άμεσο τρόπο, δύναται να εξασφαλίσει συναγωγική δικαιολόγηση για άλλες πεποιθήσεις που εξαρτώνται από την πρώτη. Έχοντας εκθέσει τα γνωρίσματα της θεμελιοκρατικής δικαιολόγησης και έχοντας επισημάνει τα ευπαθή σημεία της, η συγγραφέας προχωρεί στην εξέταση της συνεκτικιστικής δικαιολόγησης. Η τελευταία παρατίθεται σε σύγκριση με τη θεμελιοκρατία και αρχίζει από εκεί που τελειώνει η πρώτη. Η θεμελιοκρατική δικαιολόγηση τελειώνει σε μία τελική πεποίθηση, μη αναγώγιμη σε άλλες πεποιθήσεις. Η συνεκτικιστική δικαιολόγηση αρχίζει από την αμφισβήτηση ότι μπορεί να υπάρχει τέτοια πεποίθηση· αντιθέτως, προβάλλει ένα σύνολο πεποιθήσεων, στο οποίο εγγράφεται η συναγωγικώς δικαιολογημένη πεποίθηση, έτσι όπως αυτή προκύπτει κάθε φορά. Η Μαρία Πουρνάρη εντοπίζει ως μείζον γνώρισμα του συνεκτικισμού την παραδοχή ότι η συνοχή αυτού του συνόλου καθορίζεται από το αν κάθε πεποίθηση απορρέει από άλλες, ώστε κανένα υποσύνολο τέτοιων πεποιθήσεων να μην είναι ανεξάρτητο από τα άλλα, που συναποτελούν το γενικό σύνολο.

Στο τέταρτο Κεφάλαιο, η συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια της αξιοπιστίας. Αυτή συνιστά κύρια αρχή μιας μεθοδικής εργασίας δικαιολόγησης της αληθούς πεποίθησης, με γνώμονα το αν η τελευταία έχει παραχθεί μέσω αξιόπιστης διαδικασίας. Η έκθεση του αξιοπιστοκρατικού υποδείγματος δικαιολόγησης γίνεται συγκριτικώς προς την έννοια της επιστημικής αρετής, η οποία προτάσσει ως σκοπό το να πιστεύουμε ό,τι είναι αληθές και να απορρίπτουμε το ψευδές. Έτσι, διευρευνάται ο βαθμός δημιουργικής αξιοποίησης των αρετολογικών στοιχείων που συνδέονται με τη χρήση του κριτηρίου της δικαιολόγησης.

Το κριτήριο δικαιολόγησης αποτελεί ζήτημα από τη στιγμή που θα δεχθούμε ότι η γνώση δεν γίνεται να είναι, απλώς και μόνο, αληθής πεποίθηση. Μια πεποίθηση, άλλωστε, μπορεί να είναι αληθής τυχαίως και συμπτωματικώς. Σε αυτή την περίπτωση, μια τέτοια πεποίθηση δεν συνιστά γνώση. Μπορεί να είναι –περισσότερο ή λιγότερο– ευλογοφανής εικασία, να είναι μια μορφή εικότος. Βεβαίως, μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι p, χωρίς απαραιτήτως να έχει γνώση. Αυτό δεν σημαίνει ότι εικάζει ότι p. Κάποιος τρίτος, που βλέπει τα πράγματα από εξωτερική σκοπιά και έχει πρόσβαση στα επιστημικά περιεχόμενα του φορέα της πεποίθησης, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η πεποίθησή του ισοδυναμεί με εικασία. Το εικός μπορεί κάλλιστα να γίνει πιστευτό, χωρίς να χρειάζεται γνώση· μπορεί να αποτελέσει πεποίθηση, επειδή μπορεί να πείσει, να είναι πιθανόν. Συνεπώς, μία τυχαίως και συμπτωματικώς αληθής εικασία δεν μπορεί να είναι γνώση, παρά την αλήθειά της, διότι δεν μπορούμε να έχουμε τυχαία και συμπτωματική γνώση. Για να υπάρξει η τελευταία, χρειάζεται να ικανοποιείται μια κύρια συνθήκη: η συνθήκη της πεποίθησης. Συνεπώς, η γνώση προϋποθέτει ότι ικανοποιείται η συνθήκη της πεποίθησης, εφόσον αυτή συνδέεται με τη συνθήκη της αλήθειας. Η συνθήκη, λοιπόν, της δικαιολόγησης προϋποθέτει την ικανοποίηση των δύο προηγούμενων συνθηκών. Το κριτήριο της δικαιολόγησης, τιθέμενο ως ζήτημα, είναι ο όρος με τον οποίο η Μαρία Πουρνάρη αναλύει και ανασυγκροτεί, στο πέμπτο Κεφάλαιο, τα χαρακτηριστικά δύο θεωρήσεων για τη δικαιολόγηση: τη θεώρηση που γίνεται από εσωτερική σκοπιά (internalism) και εκείνη που γίνεται από εξωτερική σκοπιά (externalism).

Ας δούμε πώς εκθέτει τη διάκρισή τους η Μαρία Πουρνάρη, ώστε να κατανοήσουμε τη σημασία της για τον καθορισμό της σχέσης κανονιστικότητας και δικαιολόγησης, καθώς και για τη διερώτηση σχετικά με το αξιακό περιεχόμενο της γνώσης, που, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, αποτελούν τα μείζονα προβλήματα με τα οποία αναμετράται η συγγραφέας. Οι θεωρήσεις που αφορμώνται από τη λεγόμενη “εσωτερική σκοπιά” συνδέουν τη δικαιολόγηση με τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι πεποιθήσεις. Αυτή η εσωτερική σχέση μπορεί να αφορά είτε τις κύριες πεποιθήσεις, στις οποίες εδράζονται και από τις οποίες εξαρτώνται άλλες επιμέρους πεποιθήσεις, είτε την εσωτερική σύνδεση των πεποιθήσεων μέσα σε ένα σύνολο το οποίο τις συνέχει. Ωστόσο, αυτή η περιγραφή της δικαιολόγησης είναι δύσκολο να αποφύγει το πρόβλημα που αφορά το αν οι σχέσεις των πεποιθήσεων, μέσα στο σύνολο που τις περιλαμβάνει, θα ήταν δυνατό να ισχύουν χωρίς να είναι αληθείς ως προς κάτι εξωτερικό προς αυτές. Η συγγραφέας, πραγματευόμενη αυτό το πρόβλημα, άγεται προς την έκθεση και τη διερεύνηση των ορίων της δικαιολόγησης. Αυτή η διερεύνηση ισοδυναμεί με την υποβολή του αιτήματος να υπάρξει ουσιαστική σχέση ανάμεσα στην οργάνωση των πεποιθήσεων, στην εσωτερική τους σύνδεση και στο πώς συνδέονται με εξωτερικούς παράγοντες ή αναφέρονται σε αυτούς, δηλαδή με ό,τι κείται πέραν των πεποιθήσεων και της συνάφειάς τους, ώστε έτσι να καθορίζεται η επιστημική τους αξία. Η πραγμάτευση αυτού του προβλήματος επιτρέπει στη Μαρία Πουρνάρη να αχθεί ομαλώς στον έλεγχο των θεωρήσεων από εξωτερική σκοπιά. Η συγγραφέας ξεκινά από το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της θεώρησης: Αυτό που μας επιτρέπει να δικαιολογούμε ό,τι πιστεύουμε κάθε φορά δεν είναι γνωστικώς προσπελάσιμο από εμάς τους ίδιους. Η δυνατότητά μας να έχουμε γνώση δεν είναι προϋπόθεση, ώστε να δικαιολογήσουμε μια πεποίθησή μας. Εάν τα γεγονότα είναι έτσι όπως πιστεύουμε ότι είναι και όντως μας υποχρεώνουν να πιστεύουμε ότι αυτά έχουν πράγματι έτσι, επειδή διεγείρουν την αισθητηριακή μας αντίληψη με ορθό τρόπο, τότε δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ότι αυτός είναι πράγματι ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι πεποιθήσεις μας.

Η προσεκτικότερη μελέτη αυτού του αξιόλογου βιβλίου θα δείξει στον αναγνώστη ότι η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει τις δύο αυτές θεωρήσεις. Βεβαίως, κάνει και αυτό. Νομίζω, όμως, ότι η κύρια σκόπευσή της είναι να χρησιμοποιήσει τη θεώρηση από εξωτερική σκοπιά ως τρόπο, για να παρουσιάσει τη θεωρία περί αξιοπιστίας, δηλαδή τη θέση ότι μια πεποίθηση είναι δικαιολογημένη, όταν είναι συνδεδεμένη με την αλήθεια με έναν αξιόπιστο τρόπο. Έτσι, δείχνει ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεση ανάμεσα σε μια πεποίθηση και στο αντικείμενο στο οποίο αυτή αναφέρεται – ανάλογη, για παράδειγμα, με τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε ένα θερμόμετρο, το οποίο λειτουργεί κατάλληλα, και στη θερμοκρασία που αυτό καταγράφει. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αξιοπιστίας, στηριζόμενης σε αιτιακές συνδέσεις με τη γνώση που το υποκείμενο έχει για τον κόσμο, στον οποίον η γνώση αυτή αναφέρεται, είναι η αντιληπτική γνώση, η γνώση εκ της μνήμης ή η γνώση εκ της μαρτυρίας. Αυτή η σύνδεση αναδεικνύει και ορίζει ως γνώση την ορθώς παραχθείσα αληθή πεποίθηση. Η έκθεση αυτών των θεωρήσεων ελέγχεται συστηματικώς από τη συγγραφέα. Μπορούμε, έτσι, να δούμε πόσο βαραίνει το γεγονός ότι δεν αποφεύγεται η λήψη του ζητουμένου σε μια τέτοιου είδους θεωρία περί δικαιολόγησης. Δηλαδή, οι συγκεκριμένες θεωρήσεις δεν ασχολούνται με το ερώτημα πώς είμαστε βέβαιοι για το ότι είναι δικαιολογημένες οι εκάστοτε πεποιθήσεις μας, αλλά οι ίδιες οι θεωρήσεις στηρίζονται σε αποδεκτές θέσεις είτε σχετικά με το πεδίο στο οποίο εκτείνονται αυτές οι πεποιθήσεις είτε σε σχέση με το πώς συνδέεται αυτό το πεδίο με τους φορείς των πεποιθήσεων, δηλαδή με εμάς. Έτσι, οι εν λόγω θεωρήσεις καταλήγουν να ισχυρίζονται ότι δικαιολογούμαστε να έχουμε συγκεκριμένες πεποιθήσεις, μολονότι οι όροι της δικαιολόγησής τους είναι εκτός του επιστημικού τους εύρους. Συνεπώς, αυτές οι θεωρήσεις δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στο οποίο επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους οι ιντερναλιστικές θεωρήσεις, αλλά υιοθετούν τις παραδοχές για τον εξωτερικό κόσμο και την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στους φορείς των πεποιθήσεων και σε αυτόν τον κόσμο.

Η Μαρία Πουρνάρη εξετάζει αν ένας ικανοποιητικός ορισμός της γνώσης πρέπει να διαθέτει ένα κανονιστικό στοιχείο, τέτοιο που να μπορεί να συνεπάγεται την αλήθεια της πεποίθησης, ώστε να καθίσταται δυνατή η διαφυγή από τον κλοιό των αντιπαραδειγμάτων. Τα τελευταία καλύπτουν ένα πραγματικό κενό. Ο ορισμός της αλήθειας ως αληθούς και δικαιολογημένης πεποίθησης, χωρίς να εξασφαλίζεται ικανοποιητικώς η αλήθεια της πεποίθησης, πλήττεται εύκολα από τα αντιπαραδείγματα. Εάν η γνώση λογίζεται ως αληθής πεποίθηση, στηριζόμενη σε καλούς λόγους, τότε ενδέχεται η εν λόγω πεποίθηση να είναι ψευδής. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό και η αληθής πεποίθηση να εδράζεται σε καλούς λόγους και να υπάρχει η δυνατότητα αυτή να είναι ψευδής. Συνεπώς, υπάρχει ένα πραγματικό κενό που χωρίζει την εδραζόμενη σε καλούς λόγους πεποίθηση και την αληθή πεποίθηση. Αυτό το κενό είναι ο λόγος ύπαρξης των αντιπαραδειγμάτων. Η συγγραφέας, με πολύ συστηματικό τρόπο, εξετάζει πώς σχετίζεται ένας επαρκής, κανονιστικός ορισμός της γνώσης με την ιδέα της διανοητικής αρετής που τείνει στην αλήθεια. Εάν έχουν έτσι τα πράγματα, εάν είναι εφικτό κάτι τέτοιο, τότε η γνώση, οριζόμενη ως αληθής πεποίθηση που δικαιολογείται ικανοποιητικώς, μπορεί να εμπεριέχει τον κανονιστικό χαρακτήρα της γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο, η Μαρία Πουρνάρη, στο έκτο Κεφάλαιο, πραγματεύεται τη θεμελιώδη σχέση κανονιστικότητας και δικαιολόγησης.

Τα ανωτέρω είναι τα προαπαιτούμενα αυτής της πραγμάτευσης, η οποία απολήγει στο έβδομο –και τελευταίο– Κεφάλαιο του βιβλίου. Σε αυτό, η συγγραφέας εξετάζει τη θεμελιώδη επιστημολογική παραδοχή σύμφωνα με την οποία η γνώση είναι αξία. Η εξέταση αυτής της παραδοχής περιλαμβάνει δύο στοιχεία: πρώτον, τη σύνδεση του ερωτήματος για την αξία της γνώσης με την υπεροχή της γνώσης έναντι της αληθούς πεποίθησης· και, δεύτερον, τη συνεξέταση αυτού του ερωτήματος με το ζήτημα των επιστημικών αξιών, δηλαδή τον συσχετισμό επιστημολογίας και θεωρίας των αξιών. Εδώ η συγγραφέας ενισχύει την ανάλυση των προβλημάτων και την επιχειρηματολογία της, ανάγοντας το πρόβλημα σε ορισμένες από τις προϋποθέσεις του. Συγκεκριμένα, η Μαρία Πουρνάρη συνδέει το εν λόγω πρόβλημα του αξιολογικού καθορισμού της γνώσης με την έννοια των διανοητικών αρετών. Αναλύει έτσι, διεξοδικά και κριτικά, τον συσχετισμό της διερεύνησης των επιστημικών εννοιών όχι μόνο με τις πεποιθήσεις των γνωστικών υποκειμένων, αλλά και με τις ιδιότητές τους, έτσι ώστε να εξεταστεί αν η διανοητική αρετή συνιστά συνθήκη ανήκουσα στη δικαιολόγηση της γνώσης, αλλά και το πώς μια τέτοια σχέση μπορεί –και σε ποιον βαθμό– να αφορά άλλες επιστημικές αξίες.

II.

Από το σημείο αυτό, μπορεί να αρχίσει ο διάλογος με τη συγγραφέα ως προς την κύρια θέση της, δηλαδή ότι η γνώση είναι αξία. Άλλωστε η ίδια η συγγραφέας θέτει το ερώτημα αν η αλήθεια είναι επιστημική αξία. Η Μαρία Πουρνάρη, ξεκινώντας από αυτό το ερώτημα και έχοντας οργανώσει το επιχείρημά της σε ισάριθμα μέρη με τα κεφάλαια του βιβλίου, ώστε αυτή η άρτια συγκρότηση του επιχειρήματος να το καθιστά ικανό να στηρίξει την κύρια θέση της, διατυπώνει αυτή τη θέση, υποστηρίζοντας ότι ο ορισμός της γνώσης –ως αληθούς και δικαιολογημένης με έναν κατάλληλο τρόπο πεποίθησης– προϋποθέτει την αξιακή υπεροχή της γνώσης. Συνεπώς, η συγγραφέας συνδέει την αλήθεια, ως επιστημική αξία, με το επιστημικό, δικαιολογητικό εγχείρημα. Συμφωνώντας με αυτήν τη θέση, θα παρακολουθήσω την προβληματική της ξεκινώντας από τη δική της αφετηρία: Πιστεύω ότι η σημασία της αλήθειας για τη δικαιολόγηση επιβάλλει τον συσχετισμό της με την έννοια της ορθότητας· μας οδηγεί, δηλαδή, στο ερώτημα αν μια πεποίθηση μπορεί να είναι ορθή χωρίς να είναι αληθής. Ωστόσο, οφείλουμε να αναρωτηθούμε: Αρκεί η απλή συμφωνία κατά τη βεβαίωση της ορθότητας, ώστε να δεχθούμε ότι η πεποίθηση, της οποίας την ορθότητα βεβαιώνουμε συναινετικώς, είναι όντως ορθή, απλώς και μόνο επειδή συμφωνούμε ότι είναι; Το επόμενο βήμα είναι να συνεξετάσουμε τη βεβαίωση της ορθότητας μιας πεποίθησης με την ουσιαστική ορθότητα. Τώρα το ερώτημα έχει ως εξής: Αποτελεί η συναίνεση εχέγγυο ορθότητας; Για να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα, θα πρέπει να προχωρήσουμε στη διάκριση ανάμεσα στην τυπική, διαδικαστική ορθότητα και την ουσιαστική ορθότητα μιας πεποίθησης. Η πρώτη προκύπτει κατόπιν συναίνεσης ύστερα από την περάτωση μιας τυπικώς ορθής, διαβουλευτικής διαδικασίας. Η δεύτερη, όμως, οδηγεί σε πιο καίριο ερώτημα: Μπορεί μια πεποίθηση να είναι ουσιωδώς ορθή, χωρίς να είναι αληθής; Μπορούμε να βεβαιώνουμε την ορθότητά της, χωρίς να βεβαιώνουμε και την αλήθεια της; Πιστεύω ότι δεν μπορούμε. Βεβαίως, αυτή η θέση εγγράφεται στο πεδίο της ανοικτής και διαρκούς συζήτησης σε σχέση με τον ηθικό ρεαλισμό και την ηθική κατασκευασιοκρατία. Σε αυτή τη συζήτηση, διατυπώνεται και η ουσιαστική θέση ότι οι κανονιστικές, ηθικές προτάσεις μπορούν να είναι ορθές, χωρίς να απαιτείται και να προϋποτίθεται να είναι και αληθείς – θέση που εντοπίζει και ελέγχει τα όρια του ηθικού ρεαλισμού ως προς τη σχέση γνώσης και αλήθειας των ηθικών προτάσεων.

Συνεπώς, η θέση από την οποία παρακολούθησα την προβληματική και την επιχειρηματολογία της Μαρίας Πουρνάρη είναι ότι η έννοια της αλήθειας, ως επιστημικής αξίας, συνιστά την κανονιστική προϋπόθεση, ώστε να μπορούμε να βεβαιώσουμε την ουσιαστική ορθότητα μιας πεποίθησης. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η έννοια της αλήθειας είναι προϋπόθεση για την ουσιαστική –και όχι για την απλώς τυπική, συναινετικώς εξασφαλιζόμενη– δικαιολόγηση. Εάν είναι έτσι, τότε η βεβαίωση της ουσιαστικής ορθότητας μιας πεποίθησης έχει συνθήκη δυνατότητάς της την έννοια της αλήθειας ως επιστημικής αξίας. Έτσι, μπορούμε να δεχθούμε ότι δεν μπορεί μια πεποίθηση να είναι ουσιωδώς ορθή, χωρίς να είναι αληθής. Ενισχύεται η επιχειρηματολογία της συγγραφέως, εάν δεχθούμε ότι υπάρχει κανονιστικός σύνδεσμος ανάμεσα στην έννοια της αλήθειας, ως επιστημικής αξίας, και στην έννοια της πεποίθησης, καθώς και ότι δεν επιτυγχάνεται η δικαιολόγηση, νοούμενη ως δικαιολόγηση της ουσιαστικής ορθότητας, εάν δεν εκληφθεί η έννοια της αλήθειας ως όρος της δικαιολόγησης. Η ανάλυση που μας προτείνει η Μαρία Πουρνάρη, καθώς και η εύρωστη επιχειρηματολογία που την υποστηρίζει, μας βοηθά, διότι υπάγει όλα τα παραπάνω στην αξιακή προτεραιότητα και υπεροχή της γνώσης, ώστε να δεχθούμε ότι η έννοια της γνώσης είναι η κατεξοχήν κανονιστική, αξιακή έννοια· χάρη σε αυτήν, μπορούμε να ορίσουμε ως κανονιστική έννοια και την ουσιωδώς ορθή πεποίθηση, η οποία εξαρτάται από την έννοια της αλήθειας ως επιστημικής αξίας και κανονιστικής προϋπόθεσης της δικαιολόγησης. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο που συμβάλλει καθοριστικά στην κριτική και την απόκρουση κάθε δογματισμού.



Δημοσιεύθηκε: 28.10.2014

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Δημητρίου, Στέφανος: (Βιβλιοκρισία του:) Μαρία Πουρνάρη: Επιστημική δικαιολόγηση. Μια γνωσιοθεωρητική προσέγγιση (Αθήνα: Νήσος 2013). Κριτικά 2014-07, <http://www.philosophica.gr/critica/2014-07.html>.



ISSN 1791-776X