Pdf

2014-08

Αυγελής: Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Νίκος Αυγελής: Εισαγωγή στη φιλοσοφία (στ΄ έκδοση, βελτιωμένη και επαυξημένη). Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 2012, 569 σ., 39 €.



Κρίνει ο Μανώλης Περάκης (Δρ Φιλοσοφίας)
emmper@gmail.com

Το ζήτημα των εισαγωγικών στη φιλοσοφία εγχειριδίων μάς είχε απασχολήσει σε παλαιότερη βιβλιοκρισία του έργου Φιλοσοφία. Τα βασικά του Βρετανού Νάιτζελ Γουορμπάρτον. Εκεί είχε επισημανθεί η δυσκολία που ενέχει μια τέτοια προσπάθεια, καθώς (σε αντίθεση με τα συνήθη, καθαρά ερευνητικά έργα) σε περιπτώσεις τέτοιων βιβλίων πρέπει να δίνεται έμφαση στον διδακτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να χάνεται η επιστημονική και ακαδημαϊκή αρτιότητα. Στη βιβλιοκρισία αυτή είχαμε πει ότι «ένα βιβλίο εισαγωγής στη φιλοσοφία μπορεί να έχει θεματικό, ιστορικό ή και μεικτό χαρακτήρα» [1]. Ο Γουορμπάρτον ανέφερε ότι «μια σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας συνεπάγεται έναν συνδυασμό ιστορικής και θεματολογικής μελέτης» και ο ίδιος επέλεξε να προσδώσει θεματικό χαρακτήρα στο έργο του, καθώς «σε ένα συνοπτικό βιβλίο, όπως το παρόν, είναι αδύνατο να εκτιμήσει τις δυσκολίες στο έργο μεμονωμένων στοχαστών» [2].

Εδώ θα μας απασχολήσει άλλο ένα εισαγωγικό στη φιλοσοφία βιβλίο, εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα: η ανανεωμένη έκδοση του κλασικού πλέον για τα ελληνικά ακαδημαϊκά δεδομένα έργου Εισαγωγή στη φιλοσοφία του Ομότιμου Καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νίκου Αυγελή. Πρόκειται για την έκτη και επαυξημένη έκδοση του βιβλίου, με σημαντικές αλλαγές και βελτιώσεις σε σχέση με την προηγούμενη, πέμπτη έκδοση του 2005. Στην παρούσα βιβλιοκρισία θα γίνει μια απόπειρα κριτικής και συγκριτικής προσέγγισης της έκτης έκδοσης του έργου.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το βιβλίο, σε αντίθεση με εκείνο του Γουορμπάρτον, δεν είναι συνοπτικό, πολύ απλό και εκλαϊκευτικό. Το βιβλίο είναι αρκετά εκτενές και αναλυτικό, και έτσι ο συγγραφέας έχει την “πολυτέλεια” να καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα της θεωρητικής φιλοσοφίας (οντολογία, μεταφυσική, γνωσιοθεωρία) αφήνοντας εκτός του πεδίου του την πρακτική φιλοσοφία (ηθική, αισθητική· Αυγελής, σ. 112-7). Ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι μεικτός, ιστορικός κατά κύριο λόγο, αλλά εν πολλοίς και θεματικός, συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματα και των δύο πιθανών τρόπων εισαγωγής στη φιλοσοφία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Είναι προφανές ότι ο σκοπός του συγγραφέα είναι περισσότερο φιλόδοξος, αλλά και πιο εξειδικευμένος και στοχευμένος από εκείνον του Γουορμπάρτον: Επιδιώκει όχι μια απλή εκλαΐκευση της φιλοσοφίας, αλλά μια πιο απαιτητική, λόγια και επιστημονική προσέγγιση κλάδων της θεωρητικής φιλοσοφίας, θεωρώντας πιθανώς ότι αυτή αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφίας. Με άλλα λόγια, πληροί σε μεγάλο βαθμό τον όρο του Γουορμπάρτον που είδαμε παραπάνω, ότι δηλαδή «μια σοβαρή μελέτη της φιλοσοφίας συνεπάγεται έναν συνδυασμό ιστορικής και θεματολογικής μελέτης».

Το βιβλίο αποτελείται από τα Περιεχόμενα (σ. 7-11), τον Πρόλογο (σ. 13-5), το κύριο σώμα του βιβλίου (σ. 17-566) και στο τέλος τον Πίνακα των ονομάτων (σ. 567-9). Το κύριο σώμα του βιβλίου αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται απόπειρα να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι η φιλοσοφία;» (σ. 17-117), ενώ στο δεύτερο (σ. 119-566), μέσω της περιδιάβασης στην ιστορία της φιλοσοφίας από την ελληνική αρχαιότητα έως την εποχή μας, αναλύονται εκτενώς σε τρία κεφάλαια κάποιοι βασικοί, κατά τον συγγραφέα, κλάδοι της θεωρητικής φιλοσοφίας: η μεταφυσική/οντολογία, η γνωσιοθεωρία και η φιλοσοφία της γλώσσας. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό μοντέλο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο βιβλίο, η μεταφυσική και η οντολογία βρίσκονται στο επίκεντρο της διανόησης των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, η γνωσιοθεωρία βρίσκεται στο επίκεντρο της νεότερης διανόησης έως τον 19ο αιώνα, ενώ κατά τον 20ό αιώνα λαμβάνει χώρα η γλωσσική στροφή στη φιλοσοφία. Με τον τρόπο αυτόν συνδυάζεται ο ιστορικός και ο συστηματικός χαρακτήρας του βιβλίου.

Στο πρώτο μέρος, ο συγγραφέας κάνει μια γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία εξετάζοντας την προέλευση του όρου, με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα και κυρίως τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και στους λόγους που οδήγησαν τον άνθρωπο στη φιλοσοφική δραστηριότητα. Αφού μας επισημάνει ότι, κατά τον Καντ, «δεν μπορούμε να διδάξουμε τη φιλοσοφία αλλά μόνο το φιλοσοφείν» (Αυγελής, σ. 13), μας παρουσιάζει τις αντιλήψεις μιας πλειάδας σημαντικών στοχαστών περί φιλοσοφίας. Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του βιβλίου είναι το κεφάλαιο για την ιστορικότητα της φιλοσοφίας, που αναδεικνύει μια σχετικά άγνωστη στην Ελλάδα προβληματική, αλλά και ίσως δίνει αφορμές για να θεμελιωθεί ο ιστορικός χαρακτήρας της προσέγγισης αυτής της Εισαγωγής. Γίνεται επίσης αναφορά στη σχέση της φιλοσοφίας με την επιστήμη (με την οποία, χωρίς να ταυτίζονται, έχουν κοινές ρίζες και ομοιότητες), όπως και στις απόψεις που έχουν κατά καιρούς εκφραστεί από διαφόρους φιλοσόφους για τη σχέση φιλοσοφίας και θρησκείας. Τέλος, βλέπουμε τους τρόπους με τους οποίους η φιλοσοφία έχει κατά καιρούς διαιρεθεί σε διάφορους κλάδους.

Το δεύτερο και πλέον εκτεταμένο μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο (σ. 121-263) αποτελεί μια ιστορική περιήγηση στα μεταφυσικά και οντολογικά ζητήματα που απασχόλησαν τους αρχαίους έλληνες διανοητές. Μέσω της παράθεσης και ανάλυσης αρκετών αποσπασμάτων, ο συγγραφέας μας φέρνει σε επαφή με τα οντολογικά προβλήματα που απασχόλησαν τους Προσωκρατικούς, οι οποίοι αποπειράθηκαν να εξηγήσουν τις πρώτες αρχές του κόσμου. Στη συνέχεια γίνονται αναφορές στις οντολογικές απόψεις των Σοφιστών και του Σωκράτη, με τους οποίους παρατηρείται μια ανθρωπολογική στροφή στη φιλοσοφία. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις μεταφυσικές αντιλήψεις των δυο μεγάλων κλασικών φιλοσόφων της ελληνικής αρχαιότητας, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους. Αναφορικά με τον Πλάτωνα, ο συγγραφέας επικεντρώνει στα σχετικά με τη θεωρία των Ιδεών μεταφυσικά ζητήματα και στις σχετικές παρομοιώσεις και αλληγορίες, ενώ αναφορικά με τον Αριστοτέλη στην αντίληψή του περί της μεταφυσικής ως επιστήμης των πρώτων αρχών και της ουσίας, αλλά και ως θεολογίας. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με ένα σύντομο υποκεφάλαιο που αναφέρεται στη μετάβαση από τους Νεοπλατωνικούς στη μεσαιωνική φιλοσοφία.

Το δεύτερο κεφάλαιο (σ. 265-554) καλύπτει τη μισή σχεδόν έκταση του βιβλίου και μας εισάγει στα γνωσιολογικά προβλήματα που αποτέλεσαν τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο στράφηκε η νεότερη διανόηση έως και τον 19ο αιώνα. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους μείζονες νεότερους φιλοσόφους, παραθέτοντας επιπλέον χρήσιμα βιογραφικά σημειώματα, αποσπάσματα και πλούσια σχετική βιβλιογραφία.

Μέσω της παρουσίασης της σκέψης των τριών μεγάλων ορθολογιστών –Ντεκάρτ, Σπινόζα και Λάιμπνιτς– βλέπουμε την πορεία που ακολούθησε ο γνωσιολογικός προβληματισμός κατά την εποχή εκείνη. Ο Ντεκάρτ αναζητώντας ένα νέο θεμέλιο για τη γνώση και μέσω της μεθοδικής αμφιβολίας καταλήγει στην πρώτη βεβαιότητα, «σκέπτομαι, άρα υπάρχω», ενώ για την υπέρβαση των αμφιβολιών μας σχετικά με την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου προσφεύγει στην εγγύηση της ύπαρξης ενός παντοδύναμου, πάνσοφου και πανάγαθου Θεού. Κατά τον πανθεϊστή Σπινόζα, ο Θεός δεν είναι ο προσωπικός Θεός των θρησκειών, αλλά ταυτίζεται με τον κόσμο, ενώ ο Λάιμπνιτς θεωρεί ως ουσία του κόσμου τις μη υλικές, αλλά νοητές μονάδες και διακρίνει ανάμεσα στις λογικά αναγκαίες σε κάθε δυνατό κόσμο αλήθειες του Λόγου και τις εμπειρικές αλήθειες, που δεν είναι αναγκαίες αλλά συμπτωματικές, ενδεχομενικές.

Άλλης υφής ήταν ο γνωσιολογικός προβληματισμός των εκπροσώπων του άλλου μεγάλου ρεύματος της πρώιμης νεότερης φιλοσοφίας: του εμπειρισμού των Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ. Ο Λοκ πίστευε ότι αρχικά η ψυχή μας είναι άγραφο χαρτί και η εμπειρία αποτυπώνει σε αυτήν τις ιδέες μας, ενώ ο ιδεαλιστής Μπέρκλεϋ απέρριπτε την ύπαρξη της ύλης, πιστεύοντας ότι υπάρχουν μόνο οι ιδέες στο πνεύμα μας και θεωρώντας εγγύηση της αλήθειας τους τον Θεό ως γνωσιοθεωρητικό θεμέλιο. Ο σκεπτικιστής Χιουμ προβληματίζεται πάνω στη σχέση των εντυπώσεων με τα εξωτερικά αντικείμενα, διακρίνει μεταξύ της βέβαιης a priori γνώσης και της a posteriori γνώσης των εμπειρικών αληθειών, που έχει μικρότερο βαθμό βεβαιότητας, και ασκεί κριτική στην έννοια της αιτιότητας.

Κομβικό σημείο στην ιστορία της φιλοσοφίας υπήρξε η κοπερνίκεια επανάσταση της κριτικής φιλοσοφίας του Καντ (σ. 416-81), που αποτέλεσε τη μέση οδό μεταξύ ορθολογισμού και εμπειρισμού, και κατά την οποία το αντικείμενο συγκροτείται από το νοούν υποκείμενο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει διεξοδικά βασικά σημεία της καντιανής φιλοσοφίας όπως, μεταξύ άλλων, την απόπειρα του Καντ να καθορίσει τους υπερβατολογικούς (δηλαδή τους προεμπειρικούς) όρους της εμπειρίας μας, καθώς και τις διακρίσεις ανάμεσα στην a priori και a posteriori γνώση, ανάμεσα στις αναλυτικές και συνθετικές κρίσεις και ανάμεσα στα νοούμενα και τα φαινόμενα.

Η σημαντικότερη προσθήκη σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση είναι οι σελίδες για τον γερμανικό ιδεαλισμό (σ. 482-542), στις οποίες παρουσιάζονται οι φιλοσοφικές αντιλήψεις των τριών βασικών εκπροσώπων του: Φίχτε, Σέλλινγκ και Χέγκελ. Η φιλοσοφία του Φίχτε αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη της καντιανής φιλοσοφίας και επεδίωξε να κατανοήσει τον Καντ καλύτερα από ότι ο ίδιος ο Καντ τον εαυτόν του. Ο Σέλλινγκ στην πρώιμη φιλοσοφία του ταυτίζει το Εγώ με όλα όσα υπάρχουν, ενώ στην ύστερη φιλοσοφία του καταλήγει στην ταύτιση φύσης και πνεύματος. Ο Χέγκελ βλέπει την Ιδέα ως αληθή ουσία των πραγμάτων και, αίροντας τη διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, θεωρεί ότι ανοίγεται ο δρόμος προς την απόλυτη γνώση. Μετατρέπει την υπερβατολογική λογική του Καντ σε διαλεκτική και ταυτίζει το πραγματικό με το έλλογο.

Τέλος, γίνεται αναφορά στον θετικισμό του Κοντ και στον Νίτσε, που άσκησαν καταλυτική κριτική από ανθρωπολογική σκοπιά στην παραδοσιακή μεταφυσική και στη χριστιανική ηθική. Ο Νίτσε ειδικά δεν έβλεπε τη γνώση ως σύλληψη της πραγματικότητας καθ’ εαυτήν, αλλά ως μια ερμηνεία του πραγματικού που θεμελιώνεται στις ανάγκες της ζωής, επιχειρείται πάντοτε από μια ορισμένη προοπτική και φαίνεται να οδηγεί στον σχετικισμό.

Το τελευταίο κεφάλαιο (σ. 555-66) αναφέρεται στη γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας κατά τον 20ό αιώνα. Ο Βιτγκενστάιν βλέπει τα φιλοσοφικά προβλήματα ως προϊόντα νοηματικών συγχύσεων που δεν λύνονται, αλλά διαλύονται αφαιρώντας τον γλωσσικό τους μανδύα. Παραπλήσια είναι η αντίληψη περί φιλοσοφίας των εκπροσώπων του Κύκλου της Βιέννης και των μεταγενέστερων αναλυτικών φιλοσόφων.

Σε σχέση με την προηγούμενη πέμπτη έκδοση υπάρχουν πολλές και σημαντικές αλλαγές: νέος Πρόλογος, διορθώσεις τυπογραφικών κυρίως λαθών, βελτιώσεις σε κάποια σημεία (όπως μεταξύ άλλων στη μετάφραση κάποιων αποσπασμάτων αρχαίων συγγραφέων και στην ορολογία, π.χ., «νεο-θετικιστική έννοια της ιδεολογίας» αντί «θετικιστική», σ. 94) και προσθήκες αρκετών νέων παραγράφων και σελίδων σε διάφορα κεφάλαια. Τη σημαντικότερη προσθήκη αποτελούν βέβαια οι περίπου εξήντα σελίδες για τον γερμανικό ιδεαλισμό προς το τέλος του βιβλίου. Οι αλλαγές είναι πάρα πολλές και η σύντομη έκταση της παρούσας βιβλιοκρισίας δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε αυτές λεπτομερειακά. Όμως αυτό το οποίο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι αλλαγές που έγιναν είναι σαφέστατα επιτυχείς και έχουν βελτιώσει σημαντικά την εικόνα και την ποιότητα του έργου σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση. Η ανά χείρας σκληρόδετη έκτη έκδοση του βιβλίου είναι πολυτελής, καλαίσθητη και γενικά πολύ πιο προσεγμένη και άρτια τεχνικά από την προηγούμενη.

Κάτι που ενδέχεται να παραξενέψει κάπως τον αναγνώστη είναι ίσως η ανισομερής κατανομή της έκτασης των δύο μερών και των κεφαλαίων του βιβλίου, όπου για παράδειγμα το δεύτερο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους καταλαμβάνει τη μισή σχεδόν έκταση του βιβλίου, ενώ το τρίτο κεφάλαιο για τη φιλοσοφία της γλώσσας έχει έκταση μερικών μόλις σελίδων. Προφανώς ο συγγραφέας ακολούθησε αυτή την πορεία έχοντας ως γνώμονα κυρίως τη φύση και την ουσία της θεματολογίας του, καθώς και το ερμηνευτικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο στο επίπεδο της θεωρητικής φιλοσοφίας στην ελληνική αρχαιότητα κυριάρχησε ο μεταφυσικός και οντολογικός προβληματισμός, στη νεότερη φιλοσοφία ο γνωσιοθεωρητικός, ενώ κατά τον τελευταίο αιώνα είχαμε μια γλωσσική στροφή στη φιλοσοφία. Κάποιοι αναγνώστες θα επιθυμούσαν, ενδεχομένως, το βιβλίο να αναφέρεται και σε κλάδους της πρακτικής φιλοσοφίας, όπως η ηθική και η αισθητική, όπως επίσης και στις πιο πρόσφατες εξελίξεις στη σύγχρονη φιλοσοφία. Υποθέτω ότι ο συγγραφέας εστίασε ιστορικά στη θεωρητική φιλοσοφία με το σκεπτικό ότι αποτελεί τον πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης και απέφυγε να αναφερθεί στην πιο πρόσφατη σύγχρονη φιλοσοφία, θεωρώντας πιθανώς ότι η ενασχόληση με αυτήν είναι ένα στάδιο που έπεται μιας πρώτης εισαγωγής στη φιλοσοφία. Τέλος, θα έπρεπε ίσως να επισημανθούν και κάποια μικροπροβλήματα στη διάρθρωση του υποκεφαλαίου για τον Καντ και πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 448 με τις παραγράφους 5.4 και 5.5, στη σελίδα 564 με τις παραγράφους 6.2 και 6.3 και στη σελίδα 470 με τις παραγράφους 6.5 και 6.6. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι τίτλοι των παραγράφων 5.4, 6.2 και 6.5 δεν ακολουθούνται από κείμενο, αλλά από τους τίτλους των παραγράφων 5.5, 6.3 και 6.6 αντίστοιχα. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για τεχνικό σφάλμα ή αν εξυπηρετείται κάποια άλλη σκοπιμότητα που δεν έχω αντιληφθεί.

Το βιβλίο ήταν ήδη αρκετά γνωστό σε πλήθος φοιτητών των ελληνικών πανεπιστημίων από τις προηγούμενες εκδόσεις του. Η έκτη έκδοση, έχοντας εξαλείψει τις ατέλειες και διατηρώντας όλα τα δυνατά σημεία των προηγούμενων εκδόσεων, εμφανίζεται αισθητά βελτιωμένη σε όλα τα επίπεδα. Δεν πρόκειται για ένα πολύ απλό, πολύ εκλαϊκευτικό και πολύ σύντομο βιβλίο, όπως εκείνο του Γουορμπάρτον. Είναι ένα αρκετά εκτενές, πολύπλευρο και ιδιαίτερα πλούσιο σε όγκο πληροφοριών βιβλίο, από το οποίο ο απαιτητικός αναγνώστης μπορεί να μάθει πολλά τόσο για την ιστορία της φιλοσοφίας όσο και για τις επιμέρους φιλοσοφικές θεματικές. Ο συγγραφέας διατηρεί τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην απαραίτητη, κατά το δυνατόν, απλότητα που απαιτείται να έχει ένα εισαγωγικό στη φιλοσοφία βιβλίο και στην εξίσου απαραίτητη λογιότητα και επιστημονική αρτιότητα που απαιτείται να έχει ένα κατά βάση ακαδημαϊκό διδακτικό εγχειρίδιο. Το βιβλίο απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους φοιτητές των ελληνικών πανεπιστημίων, όχι όμως και κατά αποκλειστικότητα σε αυτούς: Μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο και στο ευρύτερο φιλομαθές αναγνωστικό κοινό που αναζητεί έναν έγκυρο και αξιόπιστο οδηγό στη γνωριμία του με την ιστορία βασικών κλάδων της θεωρητικής φιλοσοφίας, αλλά και στους ακαδημαϊκούς διδάσκοντες, ως ένα ανεκτίμητο βιβλίο αναφοράς. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα εκ των πλέον κατάλληλων και ωφέλιμων διδακτικών εγχειριδίων του είδους του στην Ελλάδα, και για τον λόγο αυτό δεν είναι διόλου τυχαία η ευρύτατη αποδοχή του ήδη από τις προηγούμενες εκδόσεις του [3].


Σημειώσεις:
[1] Μ. Περάκης: (Βιβλιοκρισία του:) Nigel Warburton: Φιλοσοφία. Τα βασικά (Αθήνα: Αρσενίδης 2010). Κριτικά 2012-12, <http://www.philosophica.gr/critica/2012-12.html>.
[2] N. Warburton: Φιλοσοφία. Τα βασικά (μτφρ. Δ. Ρισσάκη· Αθήνα: Αρσενίδης 2010), σ. 19, 20.
[3] Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους ανώνυμους κριτές του περιοδικού, οι οποίοι με τα χρήσιμα και εποικοδομητικά τους σχόλια συνέβαλαν σημαντικά στη βελτίωση αυτής της βιβλιοκριτικής.



Δημοσιεύθηκε: 12.11.2014

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Περάκης, Μανώλης: (Βιβλιοκρισία του:) Νίκος Αυγελής: Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 2012). Κριτικά 2014-08, <http://www.philosophica.gr/critica/2014-08.html>.



ISSN 1791-776X