![]() |
||
![]() 2014-09 Κουζανός: Η σοφία της αγνωσίας Nicolaus Cusanus: Η σοφία της αγνωσίας. Ο Θεός, ο κόσμος, ο άνθρωπος (μτφρ. Γ. Δαρδιώτης, εισ.-επιμ. Ν. Αυγελής· Σειρά: Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη 2). Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 2013, 274 σ., 27 € [1]. Κρίνει ο Γιώργος Βαλσάμης (Υπ. Δρ Φιλοσοφίας, ΑΠΘ)
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ μεσαιωνικὸς στοχασμὸς δὲν ἔχει ἀρχίσει νὰ διεκδικεῖ στὴ χώρα μας οὔτε κἂν στοιχειώδη προσοχή, δημιουργεῖ μειονέκτημα σὲ βαθμὸ ἀναπηρίας τῆς φιλοσοφικῆς σπουδῆς. Στερούμεθα μεταφράσεων τῶν πιὸ βασικῶν πηγῶν, μολονότι στὴ μεσαιωνικὴ περίοδο θεμελιώνονται πολλά, καὶ ἡ νεότερη δυτικὴ φιλοσοφία. Τέτοιες ἐκδόσεις ἀπευθύνονται κυρίως σὲ φοιτητὲς καὶ καθηγητὲς τῶν θεωρητικῶν σχολῶν μας, ὅπου ἡ γνώση τῶν λατινικῶν προϋποτίθεται καὶ ἡ μετάφραση μοιάζει νὰ περιττεύει. Κι ἂν ὑπάρχει κοινὸ εὐρύτερο τοῦ προηγουμένου, θὰ μποροῦσε νὰ προσεγγίσει τὸ ἔργο τοῦ Κουζανοῦ χρησιμοποιῶντας μεταφράσεις σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἐφόσον στὶς ἡμέρες μας κάθε μορφωμένος Ἕλληνας εἴθισται νὰ γνωρίζει κάποια εὐρωπαϊκὴ γλῶσσα. Ὅμως αὐτὸ καθόλου δὲν ἀναιρεῖ τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν ἔργων, ἡ μετάφραση θὰ παρέμενε ἀπολύτως ἀναγκαία ἀκόμη κι ἂν οἱ πάντες γνώριζαν λατινικά, ἐφόσον ἡ σκέψη παίρνει δύναμη ἐσωτερικεύοντας τὶς ἄλλες γλῶσσες, δοκιμάζοντας τοὺς οἰκείους ὅρους, ἱδρύοντας νέες ἐννοιολογικὲς σχέσεις μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμὴ αὐτή, καὶ μαζὶ διαχρονικὴ ἀφορμὴ δημιουργίας σημασιῶν. Ἐμμονὴ στὸ πρωτότυπο ἢ σὲ μεταφραστικὲς οἰκειοποιήσεις ποὺ κατόρθωσαν ἄλλες γλῶσσες, καθηλώνει στὶς ἐπιφανειακὲς περιοχὲς τῆς συνείδησης, ἂν πράγματι τὸ βάθος καλλιεργεῖ ἀποκλειστικὰ ἡ μητρικὴ γλῶσσα. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὅσοι ἑλληνομαθεῖς κι ἂν γνώριζαν τὴν ἀρχαία καὶ βυζαντινὴ γραμματεία, ἂν δὲν ἐνέτασσαν τὰ κείμενα ὀργανικὰ καὶ ἐσωτερικὰ στὸν πολιτισμὸ τῆς μητρικῆς τους γλώσσας μεταφράζοντάς τα, ἡ γραμματεία αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε ποτὲ συμβάλει μὲ δύναμη στὴν ἀνάπτυξη τῆς δυτικῆς σκέψης. Τὸ κοινὸ τέτοιων ἐκδόσεων εἶναι ὀλιγάριθμο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπιτρέπει ἀπογοήτευση, ἂν θυμᾶται κανεὶς ὅτι σὲ καμμία ἐποχὴ δὲν ἀποφάσιζαν τὴν ποιότητα τῆς γλώσσας τὰ best sellers. Ἡ μετάφραση στὰ ἑλληνικὰ τῆς πραγματείας Γιὰ τὴ σοφὴ ἀγνωσία (De docta ignorantia), τοῦ πιὸ σημαντικοῦ ἔργου τοῦ Νικόλαου Κουζανοῦ, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὴ μετάφραση (ἀπὸ τὸν Θ. Πενολίδη καὶ τὸν Γ. Δαρδιώτη) τῆς πραγματείας Περὶ εἰκασιῶν, ὑποστηρίζοντας ἱκανὴ γνωριμία μὲ τὸν σπουδαῖο αὐτὸ διανοούμενο. Τὸ ἕνα τέταρτο ἀπὸ τὶς 260 σελίδες τοῦ βιβλίου καταλαμβάνει εἰσαγωγὴ τοῦ Νίκου Αὐγελή. Παρουσιάζονται κύριες προδρομικὲς ἐκφράσεις τῆς ἔννοιας τῆς «σοφῆς ἀγνωσίας» στὸν Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ἡ σημασία της στὸν ἴδιο τὸν Κουζανό, ἔπειτα φιλοσοφικὲς προτάσεις ποὺ ἀναπτύσσονται στὴν πραγματεία. Ἡ εἰσαγωγὴ κατορθώνει νὰ ἐνισχύσει τὶς προϋποθέσεις τοῦ ἀναγνώστη γιὰ κατανόηση τοῦ Κουζανοῦ, καὶ τὴν ἀξία της μεγαλώνει ἀκόμα περισσότερο ἡ σπανιότητα σχετικῶν συγγραφῶν στὰ ἑλληνικά. Ὅμως θὰ ἤθελα νὰ ὑπῆρχαν καὶ ἑρμηνευτικὲς σημειώσεις στὸ κύριο σῶμα τοῦ κειμένου, τὴν ἀπουσία τῶν ὁποίων κάνει ἰδιαίτερα αἰσθητὴ ἡ ὑπανάπτυξη τῶν μεσαιωνικῶν σπουδῶν στὴν Ἑλλάδα. Μακάρι ἕνας ὑπομνηματισμός, ὁ πιὸ λιτὸς ἔστω, νὰ ἐνταχθεῖ σὲ ἑπόμενη ἔκδοση. Καταλαβαίνοντας τὴν πληρότητα ὑπάρξεως ὡς πληρότητα νοήσεως, ὁ Κουζανὸς ἀναδεικνύει τὸν θαυμασμό, τὴ φιλομάθεια καὶ τὸν στοχασμὸ τῆς ἀλήθειας ὡς θεμέλιες προϋποθέσεις τῆς γνησιότητας τοῦ βίου. Δὲν προτείνει μιὰ λογιστικὴ πειθαρχία, ἀλλὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸ ἐφήμερο καὶ διάνοιξη σὲ θεοπρεπῆ ἀντίληψη, ὅταν οἱ ἀντιφάσεις τῆς κτιστῆς ὕπαρξης ὑποχωροῦν καὶ ἐκμηδενίζονται στὴν ἀπειρία τῆς θείας νόησης. Τὸν Κουζανὸ γοητεύει μιὰ παιδαγωγικὴ εὐκαιρία ποὺ ἀνακαλύπτει στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, ἡ δυνατότητα ἐπινοήσεως ἀσυνήθιστων κοσμολογικῶν καὶ θεολογικῶν συμβολισμῶν, ἀντιληπτῶν μὲ σαφήνεια ἀπὸ τὴ θετικιστικὴ συνείδηση, στὴν ὁποία ἀνακοινώνει ἐπιγνώσεις τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας μαζὶ μὲ τὶς ἀρχὲς μιᾶς σύνεσης, ὅτι γνωσιολογικὴ ἐγκυρότητα ἀναπτύσσεται πέρα ἀπὸ τὴ σύγκριση, τὴν ἀπόδειξη καὶ τὸν ἀριθμό (σ. 84). Ἡ σοφὴ ἀγνωσία συγκροτεῖ μιὰ ἔκφραση ποὺ μοιάζει νὰ ἀνοίγει δυνατότητες μεγαλύτερης ἐπαφῆς ἀνάμεσα στὴ μεσαιωνικὴ κοσμολογία καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ συνείδηση τῶν μετα-μεσαιωνικῶν περιόδων. Ὅμως ἡ ἐμπειρία μας ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν μέχρι καὶ σήμερα δὲν ἐπιτρέπει ἀμφιβολία ὅτι φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀποξενώνονται, δὲν ἀποξενώνονται ἀπὸ δυσκολίες συνεννόησης ἀλλὰ ἀπὸ ἀναγκαῖες διαφορὲς οὐσίας, καμμιὰ φορὰ καὶ ἀπὸ ἐμπάθειες, καθόλου λιγότερο ὑπαρκτὲς στοὺς ἐπιστημονικοὺς ἀπ’ ὅσο στοὺς φιλοσοφικοὺς χώρους. Σκοπὸς τοῦ Κουζανοῦ δὲν εἶναι νὰ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια τῶν χριστιανικῶν πεποιθήσεων, ἀλλὰ νὰ δείξει ἀντικειμενικὰ ἀναμφίβολο τὸ ἁπλὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀλήθευσης ὁρισμένων, ἰδίως τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀπόλυτης ἀπειρίας ὡς θεμελίου τῆς κοσμικῆς συγκρότησης, ὅπου βρίσκεται ἡ ἀρχὴ τοῦ γνωσιολογικοῦ αἰτήματος γιὰ ὑπέρβαση τῆς ταυτιστικῆς λογικῆς. Tὴν κάθαρση τῆς ἀντίληψης συμβολίζει ἡ πρόοδος ἀπὸ τὰ πεπερασμένα σχήματα στὰ ἄπειρα, ἔπειτα στὴν τέλεια ἐγκατάλειψη τῆς σχηματικότητας ὡς τέτοιας (σ. 100). Ἡ κοσμολογικὴ ἀντίληψη ἀλλάζει καίρια, ὅταν ὁ νοῦς «ἐξαγνισθεῖ» μέσα ἀπὸ τὴν εἰκασία καὶ ἐμπειρία τῆς ὑπερβατικῆς προέλευσης τῶν πραγμάτων, καταλαβαίνοντας ἀποκλειστικὰ στὸν Θεὸ τὸ τέλος καὶ τὴν ἑνότητα ὅλων, τὴν ἀρχή, ἐκπλήρωση καὶ κατάπαυση τῆς κίνησής τους (σ. 126). Ἔτσι ὁ κόσμος φανερώνεται ὡς μιὰ ἐκδίπλωση τῆς σημειακῆς ἀπειρίας, τῆς ἄπειρης θείας ἑνότητας (σ. 147). Ἡ διαφορὰ στὴ μετοχὴ τοῦ Ἑνὸς σημαίνει ὅτι ὅλα τὰ ὄντα σὲ κάθε συγκεκριμένο ὂν εἶναι αὐτὸ τὸ ὄν, καὶ στὸν Θεὸ εἶναι ὅλα ὁ Θεός (σ. 157). Ὅπου βρίσκεται καθένας, ἐκεῖ νομίζει ὅτι βρίσκεται τὸ κέντρο, ἐνῷ πράγματι κέντρο καὶ περιφέρεια εἶναι ὁ Θεός, ὑπάρχοντας παντοῦ καὶ πουθενά (σ. 187). Στὴν κοσμολογία αὐτὴ δὲν διεκδικεῖ ἔγκυρο νόημα κανένας ἐνδοκόσμιος προσανατολισμός, παρὰ μόνο ὅποιος ὑπερβαίνει ὁλόκληρη τὴν κοσμικὴ πραγματικότητα ἀναγόμενος στὴν ὑπερβατικὴ ἀρχή της: Στὴν ἐσωτερικότητα τῆς ψυχῆς τερματίζονται οἱ περιπλανήσεις τοῦ ἐπιστημονικοῦ πειραματισμοῦ. Ἡ ἔσχατη κοσμολογικὴ ὑπόδειξη τῆς σοφῆς ἀγνωσίας εἶναι νὰ ἀνακαλύψεις τὸν ἑαυτό σου σ’ Ἐκεῖνον, σημαίνοντας τὴν πληρότητα τῆς κοσμολογικῆς γνώσης ὡς αὐτογνωσίας, καὶ αὐτὴν ὡς οἰκειοποίηση τῆς ὑπερβατικῆς νόησης (σ. 199). Ἡ κοσμικὴ ὑπόσταση τελειοποιεῖται στὴν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου: Μέσα ἀπὸ τὴν καθολικότητα τῆς περιεκτικῆς ὅλων ἀνθρώπινης φύσης, κάθε τὶ κερδίζει πλήρη ἑνότητα μὲ τὸν Θεό (σ. 214). Οἰκειοποιούμενος τὴν ἀπόλυτη ἐνέργεια τῆς θείας νόησης καὶ μηδενίζοντας τὴ δυναμική του ὕπαρξη, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς γίνεται τὰ πάντα στὰ πάντα, ὅπως ἀκριβῶς ἡ θεότητα (σ. 217), καὶ ἐκπληρώνει τὴ φύση του: Ὡς ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν χρόνο, τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ αἰσθητά (σ. 222) δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἱκανοποιηθεῖ παρὰ μόνο μὲ τὴ θεία νόηση (σ. 240). Ὁ φωτισμὸς αὐτός, ποὺ εἶναι ἡ σοφὴ ἀγνωσία, γίνεται καθολικὰ προσιτὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῆς πίστης (σ. 245). Μορφὴ καὶ οὐσία τῆς πίστης εἶναι ἡ ἀγάπη, ὄχι κάποιο ἰδεολογικὸ σχῆμα· ὅμως δὲν ἀγαπάει τὸν Χριστό, ὅποιος δὲν ἀγαπάει ἀρκετὰ τὴ ζωή (σ. 248). Στὴν πληρότητα τῆς ἕνωσης μαζί Του, κερδίζοντας τὴν ὑψηλότερη νόηση ἀντιλαμβάνεται κανεὶς παντοῦ τὸν Ἴδιο (σ. 257). Μὲ τὴν παράδοξη συνάρτηση γνώσης καὶ ἄγνοιας στὴν κίνηση τῆς σοφῆς ἀγνωσίας, ὁ Κουζανὸς εἰκονίζει τὴν ἕνωση τῆς θείας ἁπλότητας μὲ τὴν κοσμικὴ σύνθεση. Ἡ πληρότητα τῆς γνώσης εἶναι διαθέσιμη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ γνώση τῆς ἀπειρίας, ἑπομένως δὲν περιορίζεται σὲ ἐννοιολογικὰ συστήματα, ὅπου μπορεῖ νὰ ἀναπτύσσεται μόνο μιὰ ἀναγωγικὴ λειτουργικότητα, ὅπως συμβαίνει, γιὰ παράδειγμα, στὸν γεωμετρικὸ συμβολισμὸ ἑνὸς πολυγώνου. Μέσα ἀπὸ τὴν αὔξηση τῶν γωνιῶν του τὸ πολύγωνο τείνει πρὸς τὸν κύκλο, μὲ τὴν ἀπόλυτη σύμπτωση ἐπ’ ἄπειρον ἐγγύτερη καὶ μονίμως ἀδύνατη, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ νοῦς βυθίζεται στὸ ἄπειρο τῆς θεότητας. Τὴν ἄπειρη προσέγγιση ἐκπροσωπεῖ στὸ συμβολικὸ σχῆμα τοῦ τίτλου τῆς πραγματείας ἡ μετοχὴ τῆς γνώσης (docta), συντελούμενη μόνο μέσα στὴν ἄγνοια (ignorantia). Δὲν πρόκειται γιὰ πορεία ἀπὸ μικρὴ σὲ μεγαλύτερη γνώση, ὅταν κανεὶς νομίζει, ἔστω προσωρινά, ὅτι ἔμαθε κάτι, ὅπως συμβαίνει στὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας: τὴ στέρηση καταργεῖ ἡ ὑπερβολὴ τῆς γνώσης, μιὰ συνειδητότητα ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸν ἔναρθρο λόγο. (Τὴ χρήση τοῦ στερητικοῦ α γιὰ τὴ σήμανση προσθήκης ἀντὶ στερήσεως ὁ Κουζανὸς ἀντλεῖ ἴσως ἀπὸ τὸν Ἐριγένη.) Τὴ συνήθη ἀνθρώπινη γνώση ἀντικαθιστᾶ ἡ σοφὴ ἄγνοια, τελείωση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐκμηδένιση τῆς ταυτιστικῆς λογικῆς μέσα στὸν θεῖο φωτισμό. Ὀρθότατα στὴν ἑλληνικὴ ἀπόδοση ἡ διδαχὴ ποὺ ἐμπεριέχεται στὴ μετοχὴ (docta) συσχετίζεται μὲ τὴ σοφία καὶ ὄχι μὲ μιὰ “μόρφωση” κ.τ.ὅ. Ἡ γνώση δὲν εἶναι γνώση ἐπειδὴ καταργεῖ τὴν ἄγνοια, ἔστω ἐν μέρει ἢ ὣς ἕναν βαθμό, ἀλλὰ ἐπειδὴ προσδιορίζεται μονίμως ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη ἄγνοια. Ἡ σοφὴ ἀγνωσία σημαίνει διάνοιξη τοῦ νοῦ στὴν ἀπειρία τῆς ὑπερβατικῆς νόησης. Ἐφόσον χωριστὰ ἀπὸ τὴν ἄγνοια αὐτὴ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ κάθαρση τῆς σκέψης καὶ ἡ πληρότητα τῆς μετοχῆς στὴν ὑπερβατικὴ νόηση, μοιάζει νὰ εὐσταθεῖ ἐπίσης ἡ χρήση τῆς γενικῆς κτητικῆς/ὑποκειμενικῆς στὴν ἀπόδοση τοῦ τίτλου (σοφία τῆς ἀγνωσίας). Εἶναι ἀνάγκη νὰ σκεφτεῖ κανεὶς τὸ γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κουζανὸς ἀπέφυγε τὸ σχῆμα αὐτό, καὶ ὁ μεταφραστὴς δὲν πληροφορεῖ, γιὰ ποιά ἀκριβῶς πλεονεκτήματα χρειάζεται νὰ μετατραπεῖ ἡ σοφὴ ἀγνωσία σὲ σοφία τῆς ἀγνωσίας. Ὁ Κουζανὸς δὲν ἀπομακρύνει τὸ οὐσιῶδες ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀγνωσία. Στὴν ἔκφραση «σοφὴ ἀγνωσία» ἡ τετελεσμένη μετοχὴ στὴ γνώση δὲν προτάσσεται παρὰ μόνο ὡς ἐπίθετο. Μάλιστα ἐπιτείνει περαιτέρω τὴ σπουδαιότητα τῆς ἀγνωσίας ὡς τέτοιας, χαρακτηρίζοντάς την ἱερή (sacra ignorantia). Ὁ Κουζανὸς δὲν ἐκθέτει τὸ σύστημα μιᾶς κοσμολογίας, δὲν εἰσηγεῖται μιὰ ἰδεολογία, καὶ δὲν ὑποτάσσεται στὸν μηχανικὸ βηματισμὸ τῆς ἐπαγωγικῆς ἢ/καὶ ἀπαγωγικῆς λογικῆς. Ἐπικαλεῖται τὴ σωκρατικὴ ἄγνοια προϋποθέτοντας ἀπελευθέρωση ἀπὸ προκαταλήψεις, ἀλλὰ τὴν ψυχή του σκεπάζει ὅ,τι ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει θεῖο φῶς, μὲ τὸ βίωμα αὐτὸ ἐμφυσῶντας ζωὴ στοὺς ὅρους τῆς παιδείας του –στὸν νεοπλατωνισμό, τὸν σχολαστικὸ λογισμό, τὶς ἐπιστῆμες...– , κατανοῶντας ὡς σκοπὸ τῆς μελέτης τὴν τελειοποίηση τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος στοχαζόμενος τὴν ἀλήθεια ἀποκτάει πληρότητα ὑπάρξεως (ut intellectus, cuius intelligere est esse, studio veritatis perficiatur) καὶ ὑπερβαίνει τὰ φαινόμενα. Ἐπιγράφει λοιπὸν τὴν πραγματεία του περὶ ἀγνωσίας, ὄχι περὶ σοφίας, ὅπως ἀντιστρέφεται στὴν ἑλληνικὴ ἀπόδοση. Τὸ ἐπίθετο δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ διακρίνει εἴδη, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ μετατρέπεται σὲ κατηγορούμενο (ὁ σοφὸς Θεός—ὁ Θεὸς εἶναι σοφός). Στὴ σοφὴ ἀγνωσία τοῦ Κουζανοῦ, τὸ ἐπίθετο διακρίνει ὅ,τι συνήθως ὀνομάζουμε “ἄγνοια” (τὴν πρόσκαιρη ἀπουσία ταυτίσεων, ἔλλειψη πληροφόρησης, περιορισμένη σαφήνεια κ.τ.ὅ, ὅταν σοφία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μόνο ἡ σύνεση ὡς ἁπλὴ ἐπίγνωση τῆς ἄγνοιας, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Σωκράτη) ἀπὸ τὴ σοφὴ ἀγνωσία ὡς πραγματικὴ θετικὴ μετοχὴ στὴ θεία νόηση ἐπέκεινα τῆς ταυτιστικῆς λογικῆς. Γιὰ παράδειγμα, μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῆς ταυτιστικῆς λογικῆς νὰ ἀντιληφθεῖ πῶς ἡ κοινὴ οὐσία ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι ταυτόχρονα οἱ διαφορετικὲς οὐσίες τῆς πληθώρας τους, προκύπτει ἡ ἀγνωσία ὡς ἁπλὴ ἀπορία, καὶ ὁ νοῦς ὁδηγεῖται σὲ ἀδιέξοδο. Καταλαβαίνοντας ὅτι στὸν Θεὸ ἡ διαφορὰ καὶ ἡ ταυτότητα εἶναι τὸ ἴδιο, ἡ σοφὴ ἀγνωσία ὑπερβαίνει τὴν ἀπορία (σ. 177). Συχνὰ ὁ Κουζανὸς μοιάζει νὰ περιλαμβάνει ὑπὸ τὸν ἴδιο ὅρο κάθε δυνατὴ ἀγνωσία, καὶ δὲν ἀποκλείεται αὐτὴ νὰ ὑπῆρξε ἀρχικὰ ἡ πρόθεσή του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀγνωσίας θὰ προσεγγιζόταν καλύτερα ὡς μεταβαλλόμενη μέσα στὴν πορεία τοῦ ἔργου. Ὁ Κουζανὸς ἐπικαλεῖται τὴ σωκρατικὴ ἄγνοια καὶ ἐντάσσει τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ προκαταλήψεις στὰ καθήκοντα τῆς σκέψης, ὅμως ἡ ἔννοιά του τῆς σοφῆς ἀγνωσίας φθάνει σὲ τέτοια διαφορὰ ἀπὸ τὴν ἄγνοια αὐτή, ὥστε δικαιολογεῖται ἡ ἔντονη παρατήρηση τοῦ Αὐγελὴ πὼς «ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ σωκρατικὸ “οἶδα οὐδὲν εἰδώς” [...] Στὸν Κουζανὸ ἡ docta ignorantia εἶναι ἡ ἐπίγνωση ὅτι ἡ γνώση [...] κεῖται πέραν πάσης ἀναλογίας καὶ παραβολῆς, παντὸς λογικοῦ προσδιορισμοῦ», ἐνῷ πάντα κρατάει «ἄγρυπνο τὸ βλέμμα τοῦ νοῦ πρὸς τὸ ἄπειρο, τὸ Ἀπόλυτο, καὶ φωτίζει τὴν πορεία του...» (σ. 24). Ὁ Κουζανὸς περιγράφει τὴν πρόοδο στὴ σοφὴ ἀγνωσία ὅπως περιγράφει τὸν φωτισμὸ ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης: ὡς αὐξητικὴ πορεία μονίμως ἄρρητης συνείδησης τῆς θείας Παρουσίας. Ἡ γνώση αὐτὴ δὲν ἀνήκει στὴν ἀγνωσία. Ἡ ἀγνωσία ἀπὸ μόνη της εὐνοεῖ σκεπτικισμό, ὅμως στὸν Κουζανὸ ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς θείας νόησης, φέρει τὸν νοῦ σὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἀνοιχτότητα καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ “χῶρο” θεογνωσίας. Ἡ θεία νόηση γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ἀπειρία μέσα σὲ ἀκαταληψία, τὴν ὁποία ὅμως ἡ λογιστικὴ δὲν παύει νὰ ταυτίζει ὡς θεία καὶ ὑπερβατική, καταλαβαίνοντας ὄχι τί εἶναι, ἀλλὰ σὲ Ποιὸν ἀνήκει. Ἡ ἄγνοια αὐτὴ σημαίνει τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀκατάληπτη ὄψη μιᾶς πραγματικότητας, ἡ ὁποία στὴν ἄλλη πλευρά της εἶναι ἡ θεία νόηση καθεαυτήν: «ἡ ἀκριβὴς ἀλήθεια σκορπίζει, μὲ τρόπο ἀκατάληπτο, φῶς μέσα στὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας μας [...] ὥστε νὰ μποροῦμε πάντοτε ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας νὰ ὑμνοῦμε αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπερευλογημένος εἰς τοὺς αἰῶνας, διότι φανερώνει σ’ ἐμᾶς τὸν ἀκατάληπτο ἑαυτό Του» (σ. 136). Ἀρκετὲς μεταφραστικὲς ἐπιλογὲς χρειάζονται συζήτηση· ἐδῶ ἀρκοῦμαι σὲ ὁρισμένες κεντρικῆς σπουδαιότητας, ὄχι “ἐπικρίνοντας”, ἀλλὰ προσπαθῶντας νὰ τιμήσω μὲ ἔργο τὸ ἔργο ποὺ ἔγινε. Πέρα ἀπὸ διαφορὲς σὲ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις, ὑπάρχει καὶ ἡ περίπτωση πρωτογενοῦς ἀμφιβολίας, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ μεταφραστὴς δὲν ἔχει διαμορφώσει βέβαιη πεποίθηση. Ἡ ἔκδοση δὲν περιλαμβάνει τὸ πρωτότυπο κείμενο, ἀλλὰ ὁ μεταφραστὴς παραθέτει λατινικοὺς ὅρους, ἂν διαπιστώνει πὼς ἡ μετάφραση κινδυνεύει ἀπὸ ἀσάφεια, εἴτε ἀκόμη ὅταν διστάζει γιὰ κάποιες ἀποδόσεις. Αὐτὸ συνέβη σιωπηλά, ἐνῷ θὰ εἰσέφερε στὸν διάλογο ἡ πιὸ λιτὴ ἔστω ἐξήγηση γιὰ τὶς κρίσιμες ἐπιλογές, καὶ ἔστω μόνο ὅποτε ὁ ἴδιος ὁ μεταφραστὴς ἔνοιωθε γιὰ κάποια ἀπόδοση ὅτι παραμένει οὐσιαστικὰ ἐκκρεμής. Γιὰ παράδειγμα, φαίνεται νὰ διστάζει στὴν κεντρικὴ αὐτὴ ἐπιλογή, στὴ μετάφραση τῆς contractio ὡς περιορισμοῦ. Κι ἐνῷ ἄλλοτε τὸν ὅρο ἀναθέτει στὴ συναίρεση, ἡ αἰτία τῆς ἐναλλαγῆς δὲν ἀνακοινώνεται στὸν ἀναγνώστη. Ἴσως δὲν πρόκειται κἂν γιὰ ἀμφιβολία, ἴσως ὁ μεταφραστὴς ἔκρινε πὼς μιὰ διαφορετικὴ σημασία ἀπαιτοῦσε ἀλλαγὴ τοῦ πρωτότυπου ὅρου. Γιατί ὅμως ὁ Κουζανὸς διατήρησε τὸν ἴδιο ἀκριβῶς ὅρο στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ μεταφραστὴς ἀποφάσισε ὅτι ὁ ὅρος αὐτὸς εἶναι ἀκατάλληλος; Ἔστω ὅτι οἱ μεταφραστικὲς ἐπιλογὲς θέλησαν νὰ προσδώσουν σαφήνεια. Στὴν περίπτωση αὐτὴ χρειάζεται νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ σημασιολογικὴ διαφορὰ τῶν ὅρων. Ἐν γένει μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ γιὰ τὴν ἀπόδοση τῆς contractio ὡς περιορισμοῦ ὅτι παρεκκλίνει ἐτυμολογικῶς, καὶ ἀκόμη τείνει νὰ προδίδει τὸ νόημα, ἐφόσον ἡ κοσμικὴ πραγματικότητα θεωρεῖται ἀπὸ τὸν Κουζανὸ ἄπειρη, ἔστω ὑπὸ στερητικὴ σημασία, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἀκριβῶς ἀντίθετη τοῦ περιορισμοῦ: Δὲν ὑπάρχει ἄλλο σύμπαν ἢ ὁποιαδήποτε πραγματικότητα συγκρίσιμη περι-κλείουσα/περι-ορίζουσα τὸ σύμπαν. Γι’ αὐτὸ ὁ Κουζανὸς προσφεύγει στὴν ἔννοια τῆς συναίρεσης, δείχνοντας πὼς ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου δὲν εἶναι περι-ορισμὸς τῆς θεότητας ἀλλὰ μιὰ ἐσωτερική της διεργασία, κάπως σὰν “κατάβαση”, “σμίκρυνση” καὶ “πύκνωση”· ὅταν ἡ ἁπλὴ ἀπειρία δίνει στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της μορφή, ἡ ὁποία στὴ δική της τάξη εἶναι ἄπειρη, δὲν περι-ορίζεται, ὥστε καλεῖται ἐπίσης “μέγιστη”, ὅπως ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται τὸ “μέγιστο”, ἀλλὰ καὶ συνῃρημένη ὡς μορφὴ ἀκριβῶς, δηλαδὴ διάφορη τῆς ἁπλῆς ἀπόλυτης ἀπειρίας. Ἀναθεώρηση χρειάζεται, ἐπίσης, ἡ ἀπόδοση τοῦ κεντρικοῦ ὅρου τῆς aequalitas ὡς ὁμοιότητας. Κι ἐδῶ, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς συναίρεσης, ὁ Κουζανὸς δὲν ἀλλάζει ὅρο, ὅμως στὴ μετάφραση ἡ aequalitas ἀποδίδεται ἐνίοτε ὡς ὁμοιότητα, χωρὶς ἐξήγηση γιὰ ποιὸ λόγο συμβαίνει ἡ ἐναλλαγὴ αὐτὴ καὶ κατὰ τί ἐμποδίζει τὴν κατανόηση ἡ χρήση τοῦ ἴδιου ὅρου, ὅπως προτιμάει ὁ Κουζανός. Στὴ σ. 212, γιὰ παράδειγμα, (τρίτο βιβλίο, κεφ. 3), ἡ aequalitas μεταφράζεται ὡς ὁμοιότητα, χωρὶς κάποιο λόγο τὸν ὁποῖο ἐγὼ τοὐλάχιστον μπορῶ νὰ διακρίνω. Ἀντιθέτως τὰ συμφραζόμενα καθιστοῦν ἐπιτακτικὴ ὁποιαδήποτε ἀπόδοση θὰ τόνιζε τὴν ἰσότητα, ταυτότητα καὶ ἑνότητα, ὄχι τὴν ὁμοιότητα, ἐφόσον πρόκειται γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ Εἶναι. Ὡς ὄντα ὅλα τὰ ὄντα χωρὶς ἐξαίρεση ταυτίζονται πλήρως καὶ ἀπολύτως, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸν ὑψηλότερο ἄγγελο, εἴτε γιὰ χορτάρια τοῦ ἀγροῦ. Ὁ Κουζανὸς ἀναφέρεται συνειδητὰ σὲ ἰσότητα, ἐπειδὴ προϋποθέτει τὰ σχετικὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν δημιουργήσει οἱ λεγόμενοι ὁμοιουσιανοί, ἰσχυριζόμενοι ἀκριβῶς «ὁμοιότητα» μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, εἰκάζοντας ὅτι ἔτσι ἀπέφευγαν πολυθεϊστικὲς ροπές. Ὁ Κουζανὸς προσπαθεῖ νὰ τονίσει τὴ δυνατότητα τέλειας ἕνωσης κάθε ἀνθρώπου μὲ τὴν ὑπερβατικὴ ἀρχή του ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς τέλειας ἕνωσης θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται τὴν ἰσότητα τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα ἢ γνησιότητα τῆς θείας φύσης Του (homo igitur iste cum in ipsa maxima aequalitate essendi per unionem subsisteret, filius Dei foret sicut Verbum, in quo omnia facta sunt... — σ. 212). Τὴν εἰσήγηση αὐτὴ ὁ Κουζανὸς διαμορφώνει σὲ συμφωνία μὲ τὴν ἔμφαση ποὺ εἶχε ἤδη δώσει ὁ Ἔκκαρτ, ὅταν ἐπέμενε πὼς ἡ ψυχὴ δὲν ἀρκεῖται παρὰ μόνο στὴν τέλεια ἑνότητα, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ maxima aequalitas καὶ suprema aequalitas τοῦ Κουζανοῦ. «Ἂν εἶμαι σὰν ἄνθρωπος, ἢ ἂν βρῶ κάποιον ποὺ εἶναι σὰν ἐμένα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνεργεῖ σὰν νὰ ἦταν ἐγώ, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐγώ, κι αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη [...] Ὑπάρχει ἑνότητα (einsîn) στὴ θεότητα καὶ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ ἡ ὁμοιότητα δὲν εἶναι ἕνα [...] Στὴν ἑνότητα δὲν ὑπάρχει τίποτα ξένο: μοῦ δίνει ἑνότητα στὴν αἰωνιότητα, ὄχι ὁμοιότητα» (Μάιστερ Ἔκκαρτ, Ὁμιλία 13, Die deutschen und lateinischen Werke, τ. I, Berlin: W. Kohlhammer 1936, σ. 215-6). Ἀρκετὲς ἀβλεψίες θὰ χρειαστοῦν διόρθωση. Ἐνδεικτικά, στὴ φράση (σ. 124) «τεθείσης τῆς ἐκπτύξεως (complicatio)», νὰ γραφεῖ explicatio ἀντὶ complicatio, στὴ σ. 126 ἀντὶ actus assendi νὰ γραφεῖ actus essendi, στὴ σ. 127 singularitate ἀντὶ singalaritate, στὴ σ. 172 agere ἀντὶ agore... Ἐπίσης, μὲ δεδομένη τὴ σπουδαιότητα ποὺ ἔχει γιὰ τὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἡ ἐτυμολογικὴ καὶ ὀρθογραφικὴ παιδεία, τὴν ὁποία δὲν φαίνεται νὰ εὐνοεῖ ὁ μονοτονισμός, θὰ ἤθελα νὰ εὐχηθῶ σὲ μελλοντικὴ ἔκδοση τὸ κείμενο νὰ ἀποκτήσει πολυτονικὴ μορφή. Οἱ παρατηρήσεις ποὺ προηγήθηκαν δὲν ἀποκλείεται νὰ εὐνοοῦν μιὰ ἐντύπωση, ὅτι ἡ μετάφραση εἶναι κακή. Ἂν ἦταν κακή, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μαζί της, οὔτε κἂν δυνατότητα ἐπικέντρωσης σὲ μερικὰ μόνο σημεῖα ποὺ ἐνδέχεται νὰ χρειάζονται ἀναθεώρηση. Πρόκειται ὁλοφάνερα γιὰ καρπὸ σοβαρῆς προσπάθειας καὶ πειθαρχίας, γιὰ τὸν ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς καὶ ὡς Ἕλληνας νὰ αἰσθάνεται ὑπερήφανος, ὅτι ἀνάμεσα σὲ τόσες ἀφορμὲς ἀπογοήτευσης ποὺ παρέχει ἡ πατρίδα μας, ἐμφανίζονται τέτοιες συγγραφικὲς καὶ ἐκδοτικὲς πρωτοβουλίες. Μὲ τὴ βιβλιοκρισία προσπάθησα νὰ εἰσφέρω ἀφορμὴ περαιτέρω βελτίωσης τοῦ ἔργου, ὄχι ἀπόρριψής του, ταυτόχρονα ἀρχίζοντας ἕνα διάλογο γιὰ τὶς ἔννοιες τοῦ Κουζανοῦ. Καλὴ μετάφραση δὲν εἶναι ἡ ἄψογη, ἀλλὰ ἐκείνη στὴν ὁποία τὸ σφάλμα ξεχωρίζει χάρη ἀκριβῶς στὴν ὑπεροχὴ τῶν σωστῶν ἐπιλογῶν, ὅπως συμβαίνει ἐπίσης μὲ τὴ συγκεκριμένη ἔκδοση τοῦ Κουζανοῦ, ὅπου ἔχουμε μιὰ σημαντικὴ συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς μεσαιωνικῆς γραμματείας. Τὸ ἔργο τοῦ Κουζανοῦ δὲν προσφέρεται γιὰ λαϊκὸ ἀνάγνωσμα, οἱ ἀναγνῶστες του βρίσκονται σὲ γραφεῖο καὶ βιβλιοθήκη, μὲ βοηθήματα μελέτης καὶ ἤδη κεκτημένες σχετικὲς γνώσεις. Ἀναφέροντας συχνὰ τοὺς πρωτότυπους λατινικοὺς ὅρους ὁ μεταφραστὴς ὑποψιάζει τὸν ἀναγνώστη καὶ ἤδη τὸν προϋποθέτει ἱκανὸ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς μετάφρασης, γιὰ τὴ δυνατότητα νὰ ζητηθοῦν διαφορετικὲς ἀποδόσεις, γιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ προσεχθοῦν λανθάνουσες σημασιολογικὲς ἀποχρώσεις, κλπ, ὥστε καὶ μὲ τὶς δικές του εἰσηγήσεις καὶ μὲ τὶς ἐπιλογὲς ποὺ καλεῖ τὸν ἀναγνώστη νὰ κάνει, εἰσφέρει ὑπεύθυνα στὸ φιλοσοφικό μας λεξιλόγιο μιὰ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὶς ἔννοιες τῆς Σοφῆς Ἀγνωσίας. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 18.11.2014 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |