![]() |
||
![]() 2014-10 Μπρέιβερ: Βίτγκενσταϊν και Χάιντεγκερ Lee Braver: Groundless Grounds. A Study of Wittgenstein and Heidegger. Cambridge, Mass.: The MIT Press 2012, 379 σ., 29 €. Κρίνει ο Κωνσταντίνος Μπουλτζής (Υπ. Δρ Φιλοσοφίας, Βιέννη)
Στο έργο αυτό ο Μπρέιβερ συγκρίνει την κριτική που ασκούν ο Βίτγκενσταϊν και ο Χάιντεγκερ στην παραδοσιακή μεταφυσική. Αν και ο Μπρέιβερ επικεντρώνεται στον ύστερο Βίτγκενσταϊν και τον πρώιμο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τους δυο φιλοσόφους ολιστικά. Εξετάζει, με άλλα λόγια, το έργο τους στο σύνολό του και υποστηρίζει ότι τα διάφορα στάδια της σκέψης τους ενοποιούνται από μια κοινή ιδέα. Η ιδέα αυτή, για τον Μπρέιβερ, είναι ότι η φιλοσοφία εγκλωβίζεται στην αναζήτηση του απόλυτου και του υπερβατικού, παραβλέποντας ότι είμαστε πεπερασμένα όντα με περιορισμένες ικανότητες (σ. 7-9). Η κριτική του πρώιμου Χάιντεγκερ ξεκινά από την παρατήρηση ότι στις καθημερινές μας δραστηριότητες ερχόμαστε σε επαφή με μια σειρά από οντότητες που αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν διαφορετικό νόημα, π.χ. τα αντικείμενα, τα εργαλεία, τους συνανθρώπους μας και εμάς τους ίδιους (Dasein). Κάθε μια από αυτές τις οντότητες παίρνει το ιδιαίτερο νόημα της από την αλληλεξάρτησή της με το περιβάλλον στο οποίο ανήκει. Ο μεταφυσικός, για τον Χάιντεγκερ, κάνει το λάθος να εξετάσει αυτές τις οντότητες θεωρητικά και έτσι τις απομονώνει από αυτό το περιβάλλον. Αυτό, όμως, τους αφαιρεί το νόημά τους και τις παραμορφώνει όλες σε παρευρισκόμενα αντικείμενα δίχως νόημα. Η παραμόρφωση όλων των οντοτήτων σε αντικείμενα δίχως νόημα γεννά μια σειρά από φιλοσοφικά ψευδοπροβλήματα, όπως είναι π.χ. ο σχετικισμός και ο σκεπτικισμός. Για να λύσει αυτά τα προβλήματα, ο μεταφυσικός επιχειρεί να προσδώσει κάποιο νόημα στα αντικείμενα στα όποια κατέληξε η ανάλυσή του. Για να το επιτύχει αυτό, όμως, δεν τα εξετάζει στο περιβάλλον τους· αντίθετα, καταφεύγει σε θεωρητικές αναδρομικές εξηγήσεις τις οποίες ο Μπρέιβερ ονομάζει «Αναδρομικές Λογικές Ανακατασκευές» (Retrospective Rational Reconstructions· σ. 30). Οι ανακατασκευές αυτές είναι θεωρητικές επινοήσεις και εφευρίσκουν αφηρημένα αντικείμενα που έχουν την ικανότητα να παρέχουν νόημα (σ. 30, 72). Για τη σύγκριση του Χάιντεγκερ και του Βίτγκενσταϊν, σημαντική είναι η μεταφυσική προσέγγιση της γλώσσας. Και εκεί ο μεταφυσικός κάνει τα ίδια λάθη: Απομονώνει τη γλώσσα από το περιβάλλον του καθημερινού λόγου το οποίο την νοηματοδοτεί και προκειμένου να της ξαναδώσει νόημα επινοεί ανυπόστατες γλωσσικές κατασκευές. Οι κατασκευές αυτές εισάγουν φανταστικές πράξεις νοητικής ερμηνείας των λέξεων, οι οποίες υποτίθεται ότι συλλαμβάνουν κάποια αυτόνομα «αντικείμενα-νοήματος» (meaning-objects). To «αντικείμενο-νοήματος» θεωρείται κάτι υπερβατικό, το οποίο «περιέχεται σε έναν κανόνα, μια λέξη ή μια σκέψη και παραμένει σταθερό ανεξάρτητα από αλλαγές στο πλαίσιο ή την εφαρμογή» τους (σ. 10). Αποκορύφωμα αυτής της μεταφυσικής προσέγγισης αποτελεί η Λογικό-Φιλοσοφική Πραγματεία (Tractatus) του πρώιμου Βίτγκενσταϊν. Σε αυτήν, οι λέξεις παίρνουν το νόημά τους από ορισμούς δείξης (ostensive definitions), οι οποίοι συνδέουν λογικά αναγκαία τις λέξεις με τα αντικείμενα που αυτές ονομάζουν. Οι ορισμοί αυτοί γίνονται αντιληπτοί ως μια μορφή αντικειμένου (ανάλογου με μια συλλογή από φυσικά αντικείμενα), καθώς ταυτίζονται με το σύνολο των εφαρμογών τους (σ. 62). Για τον Μπρέιβερ, η Πραγματεία καταφεύγει στη λογική αναγκαιότητα, όχι μόνο γιατί αυτή εξασφαλίζει την ύπαρξη νοήματος, αλλά και γιατί μας απαλλάσσει από την ευθύνη για το πώς χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας. Η παραπάνω μεταφυσική προσέγγιση απορρίπτεται, ωστόσο, από τον ύστερο Βίτγκενσταϊν. Περιγράφοντας τη γλώσσα φαινομενολογικά, ο ύστερος Βίτγκενσταϊν καταλήγει σε συμπεράσματα που συμφωνούν με την κριτική του Χάιντεγκερ. Το κυριότερο από αυτά τα κοινά συμπεράσματα είναι ότι η γλώσσα έχει έναν ολιστικό και τελεολογικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος φανερώνεται στο ότι οι λέξεις είναι εργαλεία και στο ότι το νόημα τους είναι ο σκοπός τον οποίον επιτελούν. Το γεγονός, τώρα, ότι ο σκοπός αυτός δεν είναι αυτόνομος αλλά καθορίζεται από το περιβάλλον, ή από το γλωσσικό-παιχνίδι στο οποίο οι λέξεις ανήκουν, φανερώνει τον ολιστικό χαρακτήρα της γλώσσας. Το παραπάνω συμπέρασμα συμφωνεί με εκείνο στο οποίο καταλήγει ο Χάιντεγκερ, όταν περιγράφει τη γλώσσα ως μέρος του «μέσα-στον-κόσμο-Είναι» (In-der-Welt-Sein). Συμφωνεί, δηλαδή, με το ότι οι λέξεις της γλώσσας είναι εργαλεία που χρησιμοποιεί το Dasein για να πραγματώσει κάποιον ρόλο στη συνεχή παρουσία του μέσα στον κόσμο. Αντίστοιχα, το συμπέρασμα του Βίτγκενσταϊν για τον ολιστικό χαρακτήρα της γλώσσας συμφωνεί με το συμπέρασμα του Χάιντεγκερ ότι οι λέξεις –όπως και κάθε εργαλείο– έχουν νόημα μόνο μέσα σε ένα δίκτυο χρηστικών σχέσεων. Ένα εξίσου σημαντικό κοινό συμπέρασμα του Χάιντεγκερ και του Βίτγκενσταϊν είναι ότι η γλώσσα δεν οφείλει το νόημα της σε αφηρημένες πράξεις ερμηνείας, άλλα σε απτές πρακτικές δεξιότητες. Συγκεκριμένα, οι φαινομενολογικές περιγραφές των δύο φιλοσόφων φανερώνουν ότι το νόημα μιας λέξης είναι η πρακτική δεξιότητα να τη(ν) χρησιμοποιούμε αυτόματα έτσι ώστε να συμφωνούμε μεταξύ μας. Τη δεξιότητα αυτή την εξασφαλίζει η εκπαίδευσή μας, η οποία μεταπλάθει τις έμφυτες βιολογικές μας αντιδράσεις σε συντονισμένες «αυτόματες, ασυνείδητες συμπεριφορές» (automatic, unthinking responses· σ. 126). Χάρη στην εκπαίδευσή μας, πιστεύει ο Μπρέιβερ, νοηματοδοτούμε τις λέξεις που χρησιμοποιούμε άμεσα χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουμε για αυτό σε κάποια νοητική ερμηνεία. Το συμπέρασμα αυτό, μαζί με την ανάδειξη του ολιστικού και τελεολογικού χαρακτήρα της γλώσσας, οδηγούν τον Χάιντεγκερ και τον Βίτγκενσταϊν να απορρίψουν τη μεταφυσική εικόνα των «αντικειμένων-νοήματος» ως ανυπόστατη και περιττή. Η απόρριψη της εικόνας αυτής παρασύρει μαζί της και ένα από τα σημαντικότερα μεταφυσικά οικοδομήματα, τον θεμελιωτισμό. Ο θεμελιωτιστής πιστεύει ότι υπάρχει ένα απόλυτο θεμέλιο το οποίο μπορεί να μας εξασφαλίσει αντικειμενική γνώση της πραγματικότητας. Αυτό θα μας επιτρέψει, πιστεύει ο θεμελιωτιστής, να ικανοποιήσουμε τη μοντέρνα επιθυμία να ελέγξουμε επιστημονικά και τεχνολογικά τον κόσμο. Ένα καλό παράδειγμα θεμελιωτισμού βρίσκουμε πάλι στην Πραγματεία του πρώιμου Βίτγκενσταϊν. Ως ακλόνητο θεμέλιο εμφανίζεται εκεί η λογική, η οποία για τον συγγραφέα της Πραγματείας αποτελεί μια θεμελιώδη δομή της πραγματικότητας. Βρίσκοντας τις ερμηνείες που αντανακλούν αυτήν τη δομή, πιστεύει ο πρώιμος Βίτγκενσταϊν, θα μπορέσουμε να έχουμε μια απολύτως ορθή γλωσσική περιγραφή της πραγματικότητας. Αργότερα, όμως, ο Βίτγκενσταϊν εγκαταλείπει την πίστη σε τέτοια απόλυτα θεμέλια. Για να αντιστοιχεί κάτι –λιγότερο ή περισσότερο– στην πραγματικότητα, πιστεύει ο ύστερος Βίτγκενσταϊν, αυτό θα πρέπει να είναι μια πεποίθηση. Ωστόσο, όπως αυτός μας δείχνει, τα επιστημικά θεμέλια δεν ικανοποιούν αυτή την προϋπόθεση. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, τα επιστημικά θεμέλια μιας κοινότητας δεν αποτελούνται από πεποιθήσεις. Εξετάζοντας διάφορες νοητές αλλά και πραγματικές κοινότητες, ο Βίτγκενσταϊν μας φανερώνει ότι τα θεμέλιά τους είναι απλά πρακτικές δεξιότητες οι οποίες, όπως και η γλώσσα, λαμβάνονται στην εκπαίδευση και εφαρμόζονται ασυνείδητα στην πράξη. Έτσι ο ύστερος Βίτγκενσταϊν αρνείται ότι τα θεμέλια μιας κοινότητας είναι πεποιθήσεις που μπορούν να αντιστοιχούν στην πραγματικότητα με τον απόλυτο τρόπο που θέλει ο θεμελιωτισμός. Ο Χάιντεγκερ αποδέχεται εξίσου ότι τα θεμέλια στα οποία βασίζεται η γνώση μας δεν μπορούν να έχουν απόλυτη ισχύ. Ο λόγος είναι ότι για αυτόν τα θεμέλια κάθε εποχής εξαρτώνται από μια προ-θεωρητική κατανόηση του Είναι, η οποία αντανακλά τις νόρμες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Καθώς όμως οι κοινωνικές νόρμες μεταβάλλονται ιστορικά, μαζί τους μεταβάλλονται και τα θεμέλια τα οποία αυτές καθορίζουν. Κατά συνέπεια, και σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει ο θεμελιωτισμός, η ισχύς των θεμελίων μιας κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι μόνο πρόσκαιρη. Με τις παραπάνω παρατηρήσεις ο Χάιντεγκερ και ο Βίτγκενσταϊν θέλουν να δείξουν ότι το μεταφυσικό εγχείρημα του θεμελιωτιστή είναι μάταιο. Τονίζοντας τους ιστορικούς και λογικούς περιορισμούς των θεμελίων μας, οι δύο φιλόσοφοι δείχνουν ότι τα μόνα θεμέλια που υπάρχουν είναι τα αθεμελίωτα θεμέλια που αποκτήσαμε ασυνείδητα στην εκπαίδευσή μας. Αν και τα θεμέλια αυτά επιτρέπουν στην κοινότητά μας να πετυχαίνει τους πρακτικούς σκοπούς της, δεν επιτρέπουν τον απόλυτο έλεγχο του κόσμου μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αρνούμενος να το δει αυτό, ο μεταφυσικός παραμένει εγκλωβισμένος σε μια αναζήτηση για απόλυτα θεμέλια που επιχειρεί μάταια να ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια. Η ανάδειξη του αθεμελίωτου των θεμελίων μας και η έκκληση να συμφιλιωθούμε μαζί τους, πιστεύει ο Μπρέιβερ, έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφική παράδοση (σ. 211). Αρχικά ο Αριστοτέλης αναδεικνύει ως αθεμελίωτο θεμέλιο της ορθής πράξης τη δεξιότητα του φρόνιμου να διακρίνει άμεσα την κατάλληλη συμπεριφορά σε κάθε δεδομένη κατάσταση. Αργότερα ο Χιουμ αναδεικνύει ως αθεμελίωτο θεμέλιο της ορθής κρίσης την ενστικτώδη λογική μας. Για τον Μπρέιβερ, ο Χάιντεγκερ και ο Βίτγκενσταϊν συνεχίζουν αυτή την παράδοση. Οι δύο φιλόσοφοι προσπαθούν και αυτοί να μας συμφιλιώσουν με την πεπερασμένη φύση μας, αναδεικνύοντας τον κοινωνικό και πρόσκαιρο χαρακτήρα των αθεμελίωτων θεμελίων μας. Οι προηγούμενες παράγραφοι συνοψίζουν την, κατά την άποψή μου, εμβριθή σύγκριση του Χάιντεγκερ και του Βίτγκενσταϊν από τον Μπρέιβερ. Παρά το εύρος και τη δυσκολία του έργου των δύο φιλοσόφων, η σύγκριση του Μπρέιβερ δεν αρκείται στις επιμέρους ομοιότητές τους αλλά καταφέρνει να καλύψει τις περισσότερες από τις κεντρικές ιδέες τόσο του Χάιντεγκερ όσο και του Βίτγκενσταϊν. Χαρακτηριστικό της πληρότητας της θέσης του Μπρέιβερ είναι ότι το ένα τρίτο του βιβλίου αποτελείται από παραπομπές στο έργο των δυο φιλοσόφων και στη δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Αν και πιστεύω ότι η ανάγνωση του Βίτγκενσταϊν από τον Μπρέιβερ είναι γενικά ορθή, θα προσπαθήσω στη συνέχεια να διατυπώσω ορισμένες επιμέρους κριτικές παρατηρήσεις. Η πρώτη παρατήρηση είναι πως, αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Μπρέιβερ, ο Βίτγκενσταϊν δεν θεωρεί τη θέση ότι η γλώσσα μας αποτελείται από αντικείμενα μια μεταφυσική διαστρέβλωση. Ο Χάιντεγκερ είναι κατηγορηματικός ότι «το σύμβολο δεν είναι ένα αντικείμενο, το οποίο βρίσκεται με ένα άλλο αντικείμενο σε σχέση δείξης, αλλά ένα εργαλείο» [1]. Ο Βίτγκενσταϊν, ωστόσο, δεν είναι εξίσου κατηγορηματικός· για αυτόν, τα σύμβολα και οι λέξεις μας μπορούν να είναι αντικείμενα, όπως π.χ. σημάδια ή ήχοι. Ο Βίτγκενσταϊν χαρακτηρίζει, π.χ., συχνά μια λέξη ως κάποιου είδους αντικείμενο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «οι λέξεις “βουνό”, “σφήνα”, “βάση” , “πεσμένος”, είναι όμως μόνο σημάδια (Striche), ή ήχοι (Laute) – με κάποια εφαρμογή» [2]. Στις §§ 130-1 των Φιλοσοφικών Ερευνών, ο Βίτγκενσταϊν χαρακτηρίζει και τα ίδια τα γλωσσικά παιχνίδια, στα οποία οι λέξεις βρίσκουν εφαρμογή, ως «αντικείμενα σύγκρισης» (Vergleichsobjekte) παρόμοια με φυσικά αντικείμενα, όπως π.χ. η μετρική ράβδος (Maßstab) [3]. Ενώ λοιπόν η αντίληψη ότι κάποια γλωσσικά στοιχεία είναι αντικείμενα (χρηστικά σημάδια ή ήχοι) για τον Χάιντεγκερ είναι μια μεταφυσική διαστρέβλωση, για τον Βίτγκενσταϊν είναι μέρος της ορθής περιγραφής της καθημερινής γλώσσας. Για τον λόγο αυτόν, ο ισχυρισμός του Μπρέιβερ πως επειδή ο Βίτγκενσταϊν θεωρεί τις λέξεις εργαλεία συμφωνεί με τον Χάιντεγκερ ότι δεν είναι αντικείμενα χρειάζεται, όπως πιστεύω, περισσότερη δικαιολόγηση. Ωστόσο, για τη θέση του Μπρέιβερ δεν είναι τόσο σημαντικό αν ο Βίτγκενσταϊν και ο Χάιντεγκερ διαφωνούν για το αν οι λέξεις ως εργαλεία μπορούν να είναι και αντικείμενα. Το σημαντικό είναι να συμφωνούν ότι αυτό το οποίο δεν μπορεί να είναι αντικείμενο είναι το νόημα των λέξεων. Στο σημείο αυτό εστιάζει η δεύτερη κριτική παρατήρησή μου. Συγκεκριμένα, πιστεύω ότι ο Μπρέιβερ, προκειμένου να επιτύχει μια τέτοια συμφωνία, παραποιεί τις απόψεις του Βίτγκενσταϊν. Ενώ ο Μπρέιβερ ισχυρίζεται πως ο Βίτγκενσταϊν αρνείται ότι τα νοήματα των λέξεων είναι αντικείμενα, στην πραγματικότητα ο τελευταίος αρνείται ότι αυτά είναι νοητικά γεγονότα. Ο Βίτγκενσταϊν πιστεύει ότι δεν υπάρχει κάποιο γεγονός σχετικό με τον νου μας το οποίο εξασφαλίζει ότι μια λέξη έχει για μας ένα δεδομένο νόημα. Αρνείται, με άλλα λόγια, ότι εννοούμε ή καταλαβαίνουμε μια λέξη με συγκεκριμένο τρόπο επειδή ο νους μας βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση. Καμία έρευνα σε σχέση με το τι συμβαίνει στον νου μας όταν χρησιμοποιούμε την λέξη «ίππος», π.χ., δεν μπορεί για τον Βίτγκενσταϊν να μας φανερώσει ότι με αυτή εννοούμε κάποιο άλογο [4]. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό η ερμηνεία του Μπρέιβερ δεν είναι ασύμβατη με το ότι ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει γεγονότα και όχι μόνο «αντικείμενα νοήματος». Οι περισσότεροι τρόποι με τους οποίους ο μεταφυσικός φιλόσοφος αντιλαμβάνεται τα γεγονότα νοήματος αντιστοιχούν πράγματι σε κάποιο «αντικείμενο νοήματος». Συγκεκριμένα, ένα γεγονός νοήματος το οποίο είναι (α) μια συγκεκριμένη φόρμουλα, (β) ένα αφηρημένο νόημα, (γ) μια νοητική εικόνα ή, τέλος, (γ) κάποιο ιδιαίτερο αίσθημα είναι ταυτόχρονα και ένα «αντικείμενο νοήματος». Φαίνεται, λοιπόν, ότι μέχρι το σημείο αυτό ο Μπρέιβερ ερμηνεύει ορθά τον Βίτγκενσταϊν. Ο Μπρέιβερ αποκλίνει από τον Βίτγκενσταϊν όταν ο τελευταίος απορρίπτει και τη μεταφυσική αντίληψη που θέλει τα γεγονότα νοήματος να είναι προδιαθέσεις (dispositions). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η λέξη «ίππος» σημαίνει άλογο επειδή είναι γεγονός ότι κάτω από κατάλληλες συνθήκες (π.χ. καλή ορατότητα) είμαστε προδιατεθειμένοι να την αποδίδουμε μόνο σε άλογα. Για να είναι συμβατή η απόρριψη μιας τέτοιας προδιάθεσης με τη θέση του Μπρέιβερ ότι ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει «αντικείμενα νοήματος», θα έπρεπε αυτές οι προδιαθέσεις να αποτελούσαν αντικείμενα. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει – πιστεύω, για δύο κυρίως λόγους. Αρχικά, μια προδιάθεση αποτελεί μόνο μια δυνατότητα, ενώ ένα αντικείμενο είναι κάτι ήδη πραγματωμένο. Παράλληλα, τα αντικείμενα (τουλάχιστον για τον Μπρέιβερ) είναι αυτόνομες οντότητες που αντιπαραβάλλονται στις σχέσεις. Η παραπάνω λεκτική προδιάθεση είναι ωστόσο μια σχέση: η σχέση ανάμεσα στη λέξη «ίππος», την παρουσία ενός αλόγου και την εκφορά της λέξης από τον ομιλητή. Ως μια μη πραγματωμένη σχέση, λοιπόν, η προδιάθεση διαφέρει ουσιαστικά από ένα αντικείμενο, το οποίο είναι μια πραγματωμένη αυτόνομη οντότητα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την ερμηνεία του Μπρέιβερ, ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει τουλάχιστον ένα γεγονός νοήματος το οποίο δεν είναι κάποιο αντικείμενο. Έτσι, ενώ ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει τόσο τα «αντικείμενα νοήματος» όσο και τις προδιαθέσεις, ο Μπρέιβερ πιστεύει ότι ο Βίτγκενσταϊν, όπως και ο Χάιντεγκερ, απορρίπτει μόνο τα «αντικείμενα νοήματος». Ωστόσο, ούτε αυτή η απόκλιση αποτελεί ένα πρόβλημα για την ερμηνεία του Μπρέιβερ. Ακόμη και αν ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει μεταφυσικές κατασκευές πέρα από τα «αντικείμενα νοήματος», ο Μπρέιβερ εξακολουθεί να έχει δίκιο ότι τόσο ο Βίτγκενσταϊν όσο και ο Χάιντεγκερ απορρίπτουν τα «αντικείμενα νοήματος». Αυτό το οποίο αποτελεί πραγματικά πρόβλημα για την ερμηνεία του Μπρέιβερ είναι ότι αυτός θεωρεί πως η περιγραφής της γλώσσας από τον Χάιντεγκερ και τον Βίτγκενσταϊν στηρίζεται σε κάποια προδιάθεση. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, η γλωσσική ικανότητα είναι η φυσική ικανότητα να αντιδρούμε κατάλληλα σε ένα γλωσσικό στοιχείο (π.χ. σε μια λέξη). Για τον Μπρέιβερ, οι δύο φιλόσοφοι θεωρούν αυτή την ικανότητα ασυνείδητη, κάτι σαν μια αυτόνομη νευρική αντίδραση (π.χ. σαν το αυτόματο τίναγμα του ποδιού όταν το χτυπά το σφυρί του νευρολόγου· σ. 144). Τέτοιες αυτόματες αντιδράσεις είναι όμως προδιαθέσεις, ιδιαίτερα για τον συμπεριφορισμό, τον οποίον ο Μπρέιβερ δεν φαίνεται να απορρίπτει πλήρως όταν παρουσιάζει τη γλωσσική ικανότητα με το λεξιλόγιο του συμπεριφορισμού ως μια «εξαρτημένη αντίδραση» (conditioned response· σ. 161). Ωστόσο ο Βίτγκενσταϊν, αλλά και ο Χάιντεγκερ, απορρίπτουν τόσο τον συμπεριφορισμό όσο και τις προδιαθέσεις. Για να είναι λοιπόν ορθή, η ερμηνεία του Μπρέιβερ οφείλει να διακρίνει πιο ξεκάθαρα τη φυσική και αυτόματη γλωσσική ικανότητα, την οποία αποδέχονται ο Χάιντεγκερ και ο Βίτγκενσταϊν, από μια εξαρτημένη αντίδραση ή κάποια άλλη μορφή προδιάθεσης. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η ερμηνεία του θα είναι πλήρως συμβατή με το γεγονός ότι ο Βίτγκενσταϊν απορρίπτει γεγονότα και όχι «αντικείμενα νοήματος». Πιστεύω, κλείνοντας, ότι η ερμηνεία του Μπρέιβερ περιέχει τα μέσα για να καλύψει την παραπάνω ασάφεια και ότι αυτή δεν αναιρεί τη σημασία του έργου του. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 19.12.2014 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |