Pdf

2014-11

Πεχλιβανίδης: Αριστοτέλης και McMullin

Χρήστος Α. Πεχλιβανίδης: Αριστοτέλης και Ernan McMullin: Ιχνηλατώντας τις καταβολές του σύγχρονου επιστημονικού ρεαλισμού. Θεσσαλονίκη: Ζήτη 2013, 303 σ., 19 €.



Κρίνει ο Αριστείδης Γωγούσης (Αλεξάνδρειο Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης)
gogoussis@autom.teithe.gr

Το πόνημα του Χρήστου Πεχλιβανίδη είναι προϊόν πολυετούς προσπάθειας συλλογής και συστηματικής επεξεργασίας επιστημονικών εργασιών σημαντικών σύγχρονων φιλοσόφων, όπως οι Έρναν Μακμάλιν (Ernan McMullin) και Μπας φαν Φράασεν (Bas van Fraassen), υπό το πρίσμα της αριστοτελικής φιλοσοφίας ως μέσου για την κατανόηση του κόσμου. Πρόκειται για μια εκτενή και εμπεριστατωμένη μελέτη, προσανατολισμένη στη σύνδεση αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης. Πρόσθετο τεκμήριο πληρότητας της πραγματείας συνιστά η συμπερίληψη, κατά την εξέταση της σύγχρονης φιλοσοφικής διανόησης, ενός παλαιότερου μεν, αλλά όχι λιγότερο “σύγχρονου” φιλοσόφου: του εμπνευστή του πραγματισμού Τσαρλς Περς (Charles S. Peirce).

Ο Αριστοτέλης έχει θέσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στα θεμέλια του φιλοσοφικού οικοδομήματος, με ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του να έγκειται στη συνειδητοποίηση της κορυφαίας αξίας της απαγωγής πέραν της γεωμετρικής επικράτειας. Η σύλληψη της απαγωγής ως αποκλειστικά γεωμετρικής μεθόδου ασφαλώς προϋπήρχε. Ο Αριστοτέλης όμως διείδε την ευρύτερη ισχύ της απαγωγής και συνέβαλε στην επέκταση της εμβέλειάς της ως καθοδηγητικής μεθόδου στη διαδικασία της επιστημονικής ανακάλυψης γενικότερα. Η απαγωγή μετεξελίσσεται έτσι σε καθολική μέθοδο επιστημονικής αναζήτησης, η οποία περιέχει ψήγματα εμπνευσμένων και πρωτότυπων εικασιών που προέρχονται από τη φαντασία, αλλά που εξαναγκάζονται να συναρμοστούν στο πλαίσιο μιας λογικής μεθόδου. Η λογικά πλέον δομημένη οργάνωση των υπό εξέταση εικασιών προσφέρει τη δύναμη στη νόηση να πορεύεται προς κατευθύνσεις οι οποίες διαπερνούν το κέλυφος της δυσνόητης περιπλοκότητας, παραμερίζοντας τα συμβεβηκότα και διανοίγοντας έναν φωτεινό δίαυλο πρόσβασης στην ουσία των πραγμάτων. Ασφαλώς δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη μια αυστηρή μέθοδος απαγωγής κατά τα πρότυπα του συλλογισμοῦ στα Αναλυτικά πρότερα, αλλά οι απαρχές μιας μεθόδου που έμελλε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι επιστήμονες βλέπουν τον φυσικό κόσμο.

Κι όμως, η αξία της απαγωγής παραγνωρίσθηκε. Έπρεπε να περιμένουμε την εμφάνιση του Περς και μερικών ακόμη εμβριθών στοχαστών που επακολούθησαν, για να γίνει προοδευτικά αντιληπτή η εξέχουσα θέση που κατέχει η απαγωγή στην εργαλειοθήκη της διεισδυτικής επιστημονικής σκέψης. Είναι αυτή η σταδιακή επανασυνειδητοποίηση της αξίας της απαγωγής, η οποία τελικά συνέβαλε στην πλήρη δικαίωσή της, που ώθησε τον συγγραφέα να επιλέξει ως κεντρικό θεματικό άξονα της πραγματείας του την απαγωγική μέθοδο. Έτσι λοιπόν, ο Χρήστος Πεχλιβανίδης ξεναγεί τον αναγνώστη στον γόνιμο δρόμο που διανοίγει η απαγωγή, δηλαδή μια κατεξοχήν ευρετική μέθοδος που διευκολύνει τον στοχαστή να συλλάβει και να κατανοήσει δυσεξιχνίαστες πτυχές της πραγματικότητας στην περιπλάνησή του για την αναζήτηση της αλήθειας.

Η παρουσίαση της απαγωγικής μεθόδου από τον συγγραφέα γίνεται με τρόπο εύστοχο, σαφή και γλαφυρό. Μέσα από εξηγήσεις και παραδείγματα, ο αναγνώστης μυείται στη μέθοδο και είναι σε θέση να διαπιστώσει την εμβέλειά της. Μπορεί επίσης να εκτιμήσει τον κεντρικό της ρόλο στις κύριες επιστημονικές δραστηριότητες που είναι η εξήγηση, η πρόβλεψη, η κατανόηση, η σύνθεση, η ανακάλυψη. Αυτός είναι και ο κεντρικός στόχος του Χρήστου Πεχλιβανίδη στη μονογραφία του, η οποία αποτελεί μια αναθεωρημένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής. Η μελέτη αποτελείται από τέσσερα μέρη. Προηγουμένως ο αναγνώστης εισάγεται στη θεματική του βιβλίου από έναν Πρόλογο της Δήμητρας Σφενδόνη-Μέντζου, ακολουθούμενο από Πρόλογο του συγγραφέα και μια Εισαγωγή, η οποία παρουσιάζει σύντομα τα ζητήματα που θίγονται στα επιμέρους κεφάλαια.

Στο πρώτο μέρος, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί εισαγωγικό, ο συγγραφέας σταχυολογεί και σχολιάζει τις θέσεις του Μακμάλιν για τον σκοπό των φυσικών επιστημών υπό το πρίσμα της ιστορικής πορείας που διαγράφει το επιστημονικό εγχείρημα: από την πρόβλεψη και το αριστοτελικό αποδεικτικό ιδεώδες έως τη «θεωρητική επιστήμη» [1] και την εξήγηση. Με επίκεντρο τα κείμενα του Μακμάλιν, ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη απαγκιστρώνεται φιλοσοφικά από τη μεθοδολογική αρχή του σώζειν τὰ φαινόμενα και εισέρχεται, με την άνοδο της θεωρητικής επιστήμης, σε μια νέα εποχή τόσο στο πεδίο της μεθοδολογίας όσο και σε εκείνο της οντολογίας και γνωσιολογίας. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα στρέφεται στον ρόλο που διαδραματίζουν τα μοντέλα στη δόμηση των επιστημονικών θεωριών και ειδικότερα στη διαμόρφωση του εξηγητικού τους χαρακτήρα. Το ζήτημα, όμως, των μοντέλων συνδέεται αρραγώς με το πρόβλημα της πραγματικότητας του μη παρατηρήσιμου. Ο συγγραφέας συζητά εδώ δύο βασικές έννοιες, την έννοια του μοντέλου και της δομικής εξήγησης, θέματα που o Μακμάλιν αναλύει σε τρία πολύ σημαντικά κείμενά του: «What do Physical Models Tell us?» (1967), «Structural Explanation» (1978) και «The Motive for Metaphor» (1995). Με τη ματιά του ιστορικού της επιστήμης και συγχρόνως του ρεαλιστή φιλοσόφου, ο Μακμάλιν ενδιαφέρεται να καταδείξει τη γόνιμη λειτουργία των μοντέλων στην επιστημονική διαδικασία μέσα από παραδείγματα και γεγονότα που σημάδεψαν την εξέλιξη των φυσικών επιστημών, και ιδιαίτερα των επιστημών του «απομακρυσμένου» [2]. Ο συγγραφέας αναπόφευκτα δίνει έμφαση σε ένα από τα πιο γνωστά άρθρα του Μακμάλιν, στο «A case for Scientific Realism» (1984), όπου πράγματι ο Μακμάλιν παρουσιάζει τα βασικά του επιχειρήματα υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού. Η έννοια της υποθετικο-δομικής εξήγησης (hypothetical-structural explanation) αποτελεί για τον Μακμάλιν όχι μόνο τη sine qua non προϋπόθεση για τη γόνιμη και δημιουργική δράση του επιστημονικού νου, αλλά και το κλειδί της γνώσης του μακροφυσικού και μικροφυσικού γίγνεσθαι.

Στο δεύτερο μέρος, ο Πεχλιβανίδης αναλαμβάνει να εξετάσει το θέμα της απαγωγής, που συγκροτεί τον πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης του Μακμάλιν, ο οποίος εμπνέεται κατά βάση από τον αμερικανό φιλόσοφο Περς, αλλά και από τον Αριστοτέλη. Ήδη στο πρώτο μέρος παρουσιάζει και συζητά παραδείγματα και ιδέες από τα Αναλυτικά ύστερα, και συγκεκριμένα την πρωτόλεια ιδέα μιας συνεπαγωγής από τα αποτελέσματα πίσω στις αιτίες τους (Αναλ. ύστ. Ι 13, βλ. κεφ. 1.1. «Αλήθεια και Εξηγητική Επιτυχία», σ. 26-36) [3]. Στα Αναλυτικά πρότερα, όμως, ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ άλλων μεθόδων την ἀπαγωγὴν και συζητά τον χαρακτήρα της. Το κεφάλαιο 25 του βιβλίου ΙΙ των Αναλυτικών προτέρων είναι το μοναδικό σημείο στο αριστοτελικό corpus, όπου ο φιλόσοφος πραγματεύεται την απαγωγή με συστηματικό τρόπο. Ο Αριστοτέλης στο απόσπασμα αυτό είναι ιδιαίτερα τεχνικός και η συζήτηση της απαγωγής μέσα από τα παραδείγματα που δίνει μάς θυμίζει τον αποδεικτικό συλλογισμό. Η επισήμανση του συγγραφέα ότι «δεν μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό και να θεωρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης αναπτύσσει μια πλήρη θεωρία για την απαγωγή» (Βλ. Εισαγωγή, σ. 15 και «Απαγωγή: Αριστοτέλης», σ. 103) είναι εύστοχη, δεδομένου ότι ο Σταγειρίτης σε κανένα άλλο σημείο των πραγματειών του δεν αναφέρεται στην απαγωγή, ενώ ακόμη και στο γνωστό απόσπασμα από τα Αναλυτικά πρότερα παρουσιάζει την απαγωγή ως μια μέθοδο έμμεσης απόδειξης που έχει χαρακτήρα υποθετικό, όχι ευρετικό ή εξηγητικό. Η απαγωγή του Αριστοτέλη είναι μια μέθοδος υποθετική και αβέβαιη ως προς το συμπέρασμα, του Περς και του Μακμάλιν αβέβαιη, αλλά ευρετική και γόνιμη: είναι η μέθοδος που υποκινεί την πρόοδο και γεννά την εξέλιξη στην επιστήμη.

Στο τρίτο μέρος, ο συγγραφέας συζητά τις σκέψεις του Αριστοτέλη για τον συλλογισμό, την επαγωγή, τον νου και τη φαντασία, περνώντας ουσιαστικά από τις λογικές πραγματείες στο γνωσιολογικό σύστημα του Αριστοτέλη, με εκτεταμένες αναφορές στο Περί ψυχής. Κεντρική ιδέα της ενότητας αυτής αποτελεί η άποψη πως, παρά το γεγονός ότι πουθενά ο Αριστοτέλης δεν κάνει λόγο για τον ρόλο του νου και της φαντασίας στην απαγωγή, συνδέει ωστόσο την επαγωγική μέθοδο με τις λειτουργίες του νου· ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι, ενώ στη σύγχρονη μέθοδο της απαγωγής (abduction/retroduction) ο νους και η φαντασία κατέχουν έναν σημαντικό λειτουργικό ρόλο, στην αριστοτελική φιλοσοφία βρίσκει κανείς κάτι ανάλογο στην ἐπαγωγήν. Η ἐπαγωγὴ συστήνει την πορεία από τα επιμέρους στο καθολικό και ο νους συμμετέχει στην πορεία αυτή ως η δύναμη εκείνη με την οποία γίνεται η ἔφοδος από τα επιμέρους στο καθόλου (σ. 169-79). Εκεί ακριβώς, κατά τον συγγραφέα, εμπλέκεται και η φαντασία ως ένας λογικός παράγοντας που συμμετέχει ενεργά στη δόμηση των ιδεών μας για τον κόσμο [4]. Μπορεί η αριστοτελική ἀπαγωγή να απέχει πολύ από τη σύγχρονη συζήτηση για την απαγωγή –αυτό που ο Μακμάλιν ονομάζει retroduction [5]– υπάρχουν όμως ιδέες στις πραγματείες του Αριστοτέλη που φανερώνουν τις ρίζες της σύγχρονης απαγωγής. Αυτό ακριβώς επιχειρεί να δείξει ο Πεχλιβανίδης, αναδεικνύοντας έννοιες και νοήματα όπως η ἀγχίνοια στον εντοπισμό του μέσου όρου ενός συλλογισμού (σ. 144) και η ἐπαγωγή ως ἔφοδος ἀπὸ τῶν καθ’ ἕκαστα ἐπὶ τὸ καθόλου (σ. 153), το νοητικό άλμα, δηλαδή, που είναι απαραίτητο στην επαγωγική πορεία του νου προς τη σύλληψη του καθολικού. Σε αυτό το είδος επαγωγής εντοπίζει ο συγγραφέας την ικανότητα του ερευνητή να κρίνει και να φαντάζεται, να κατασκευάζει ιδέες και υποθέσεις που διαπερνούν τα φαινόμενα και μας πηγαίνουν πίσω στο διὰ τί των ιδιοτήτων που εκδηλώνουν, ή και ακόμη πιο πίσω, στο διὰ τί της ύπαρξής τους.

Κατά τον συγγραφέα, το είδος της ἐπαγωγῆς που συνδέεται με τις λειτουργίες του νου –τη φαντασία του ερευνητή να συνδυάζει και να γενικεύει– συγγενεύει με τη σύγχρονη κατά Πέρς και ΜακΜάλιν απαγωγή (abduction-retroduction) που έχει χαρακτήρα γόνιμο και ευρετικό, εφόσον κατασκευάζει υποθέσεις που μας πηγαίνουν πέρα από το άμεσα παρατηρήσιμο. Αυτό το είδος ἐπαγωγῆς είναι και το πιο ενδιαφέρον στην αριστοτελική φιλοσοφία, ατελές ως προς την απαριθμητική του λειτουργία, διαισθητικό και περισσότερο γόνιμο ως προς τα συμπεράσματα. Δεν ταυτίζεται με τη σύγχρονη απαγωγή, ούτε αποτελεί μέρος ή στάδιό της. Μοιράζεται, όμως, κοινά χαρακτηριστικά με αυτήν: τη διαίσθηση, τη φαντασία και τη γονιμότητα, στοιχεία που, σύμφωνα με τον ΜακΜάλιν, διευρύνουν την εικόνα μας για τη φυσική πραγματικότητα.

Έτσι, η πρόταση του συγγραφέα προβάλλει εύλογα: Το αριστοτελικό λογικό-γνωσιακό τρίπτυχο ἐπαγωγή-νοῦς-φαντασία ενέχει το στοιχείο μιας δημιουργικής λογικής κίνησης, ιδέα που, σύμφωνα με τον Πεχλιβανίδη, βρίσκει το ανάλογό της στη θεωρία του Μακμάλιν για την απαγωγή, δηλαδή τον συμπερασμό που οδηγεί από το παρατηρούμενο γεγονός πίσω στην άγνωστη αιτία του. Η κατά Μακμάλιν απαγωγή προϋποθέτει τη λειτουργία της φαντασίας, δυνάμει της οποίας μπορούμε να οδηγηθούμε στη μη παρατηρούμενη ή μη παρατηρήσιμη αιτία του φαινομένου. O Μακμάλιν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κίνηση που ενέχει η διαδικασία της retroduction, από την απόδειξη πίσω στην υπόθεση, από τα εξηγητέα (explicanda) προς τα εξηγούντα (explicantia), από το γνωστό αποτέλεσμα στην άγνωστη και συχνά μη παρατηρήσιμη αιτία του. Στη διαδικασία αυτή, το στοιχείο της δημιουργικής φαντασίας, αυτό που o Μακμάλιν προσδιορίζει ως «δεύτερη φαντασία» (second imagination), παίζει καθοριστικό ρόλο.

Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, ο συγγραφέας μεταφέρει τη συζήτηση στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης ρεαλισμού-αντιρεαλισμού, και ειδικότερα στο σύγχρονο ζήτημα της απαγωγικής υπεράσπισης του επιστημονικού ρεαλισμού. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, σε μια συζήτηση για την απαγωγή να απουσιάζει ο προβληματισμός που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες γύρω από τον ρεαλισμό; Απαγωγή και ρεαλισμός αποτελούν θέματα αλληλένδετα στη φιλοσοφία της επιστήμης. Το πρώτο κεφάλαιο του τέταρτου μέρους αποτελεί μια εισαγωγή στο θέμα της απαγωγικής στρατηγικής που υιοθετούν οι ρεαλιστές προς υπεράσπιση των επιχειρημάτων τους (σ. 212-21). Το ζήτημα εξετάζεται υπό το φως του προβλήματος του «υποκαθορισμού των θεωριών από τα εμπειρικά δεδομένα», όπως αυτό προκύπτει από τη γνωστή θέση Ντυέμ-Κουάιν (Duhem-Quine), και εντάσσεται στη συζήτηση για τις επιστημικές αρετές που συμμετέχουν στην επιλογή θεωριών. Ο Πεχλιβανίδης διερευνά την απαγωγική στρατηγική του Μακμάλιν, η οποία αποτελεί την εναλλακτική ρεαλιστική εξήγηση του φιλοσόφου για την επιτυχία της επιστήμης. Ορθά, κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας εκκινεί από την πρόκληση που εγείρει ο φαν Φράασεν αναφορικά με την εξήγηση στην επιστήμη. Σύμφωνα με τον φαν Φράασεν, η αναζήτηση εξήγησης στην επιστήμη αποτελεί θέμα πραγματολογικό, πλαισιακό, που δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις των ανθρώπινων επιθυμιών. Στον αντίποδα της θέσης του φαν Φράασεν βρίσκεται η ανάλυση του Μακμάλιν για τις επιστημικές αρετές ως κριτήρια σταθερά για την επικύρωση των εξηγητικών υποθέσεων. Ο Μακμάλιν στρέφει την προσοχή του στην έννοια της γονιμότητας (fertility) που αναφέρεται στην ιστορική διαδρομή μιας θεωρίας, στις επιστημικές επιδόσεις της, πηγαίνοντας πέρα από την απλή εμπειρική αρμοστικότητα (empirical fit) και την εμπειρική επάρκεια (empirical adequacy) του φαν Φράασεν.

Ο Επίλογος του βιβλίου, σύντομος, σαφής και περιεκτικός, δεν αποτελεί απλά μια ανακεφαλαίωση των κεντρικών ιδεών του βιβλίου, αλλά συμμετέχει ουσιωδώς στην κατανόηση του συμπεράσματος, στο οποίο ήδη ο αναγνώστης έχει φτάσει μέσα από την παρουσίαση και συζήτηση ιδεών και επιχειρημάτων στις σελίδες που προηγούνται: Η απαγωγή δεν είναι απλά ένας χρήσιμος κρίκος για τη χάλκευση μιας αλληλουχίας συμβατικών επιστημονικών θεωριών, αλλά ένα εφαλτήριο για τη δόμηση καινοτόμων θεωρητικών συλλήψεων. Μας παρέχει τη δυνατότητα να μεγεθύνουμε τον βαθμό διείσδυσης σε πτυχές της πραγματικότητας για τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος πιο άμεσος τρόπος πρόσβασης. Η πλούσια σε ιδέες, νοήματα και μεθόδους φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη συμβάλλει ακριβώς στην κατανόηση αυτής της γόνιμης λειτουργίας της απαγωγής και κατ’ επέκταση στην οικοδόμηση της ρεαλιστικής εικόνας για την επιστήμη και τον κόσμο που υποστηρίζει ο Έρναν Μακμάλιν.

Η έκδοση σε γενικές γραμμές είναι προσεγμένη, αλλά όχι απαλλαγμένη από εκφραστικά παροράματα και τυπογραφικά σφάλματα: «εννέα περιπτώσεις χρήσεις» (σ. 78), «απαντάται» (σ. 100), «προσπάθει εναρμόνισης» (σ. 102) «αιώνειων» (σ. 121), «γινώσκειν» (σ. 173), «παραπέμεπι» (σ. 180), «αἴσθησης» (σ. 191), «Αναλυτικῶν» (σ. 191). Η πλούσια και ιδιαίτερα επιμελημένη βιβλιογραφία που παρατίθεται, είτε υπό τύπον σχολίων είτε πληροφοριακά μέσω παραπομπής στις πρωτότυπες πηγές, είναι πολύτιμη για τη γνωριμία του αναγνώστη με επιπρόσθετες σκέψεις σημαντικών στοχαστών σε θεματικές περιοχές που άπτονται της κεντρικής ανάπτυξης και την συνδέουν με πλειάδα ζητημάτων φιλοσοφικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος.

Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο είναι ότι πρόκειται για μια πρωτότυπη και σοβαρή ερευνητική εργασία, μια σημαντική μελέτη στην κατεύθυνση της τεκμηριωμένης σύνδεσης αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης.


Σημειώσεις:
[1] «Theoretical Science» (T-Science), σύμφωνα με τον Έρναν Μακμάλιν, είναι το νέο μοντέλο επιστήμης που προβάλλει τον 17ο αιώνα, κατά το οποίο οι έννοιες της θεωρίας και της θεωρητικής οντότητας καταλαμβάνουν κεντρική θέση· πρβλ. E. McMullin, «The Goals of Natural Science», Proceedings of the American Philosophical Association 58 (1984), σ. 51.
[2] Οι επιστήμες του «απομακρυσμένου» (sciences of the distant) σύμφωνα με τον Έρναν Μακμάλιν είναι η κοσμολογία, η αστρονομία, η κβαντική μηχανική, η εξελικτική βιολογία, η παλαιοντολογία, η αρχαιολογία και η γεωλογία. Βλ. σχετικά E. McMullin, «Long Ago and Far Away: Cosmology as Extrapolation», στο R. Fuller (επιμ.), Bang: The Evolving Cosmos (Lanham, MD: University Press of America 1993), σ. 105-52 και E. McMullin, «Philosophy of Science, 1950-2000: The Parting of the ways», στο P. Gardenfors, J. Wolenski & K. Kijania-Placek (επιμ.), The Scope of Logic, Methodology and Philosophy of Science (Dordrecht: Kluwer 2002), σ. 641-63.
[3] Πρόκειται για τα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα εξηγητικής δύναμης που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης: της πλήρωσης και κένωσης της σεληνιακής σφαίρας (Αναλ. ύστ. 13, 78b 4-12) και της εγγύτητας των πλανητών (Αναλ. ύστ. 78a 31-78b 4). Στην πρώτη περίπτωση το παρατηρούμενο φαινόμενο της πλήρωσης και κένωσης της σελήνης (ότι), εξηγείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την πρόταση ότι η σελήνη έχει σχήμα σφαιρικό (διότι). Στη δεύτερη περίπτωση το παρατηρούμενο γεγονός ότι οι πλανήτες εκπέμπουν σταθερή ακτινοβολία (ότι), εξηγείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την πρόταση ότι οι πλανήτες βρίσκονται σε κοντινή απόσταση (διότι). Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ένα είδος υποθετικού συμπερασμού, από το παρατηρούμενο γεγονός πίσω στην αιτία –την πιο πιθανή– του γεγονότος, ένα είδος συλλογισμού που απέχει από το αυστηρό αποδεικτικό μοντέλο της αριστοτελικής λογικής που συναντάμε στα Αναλυτικά πρότερα.
[4] Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στη λογική πλευρά της φαντασίας (λογιστική/βουλευτική φαντασία), η οποία, κατά τον Αριστοτέλη, αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των «λογιστικών» όντων. Η συγγένεια της αριστοτελικής λογιστικῆς/βουλευτικῆς φαντασίας με τη «δεύτερη φαντασία» (second imagination), το είδος της φαντασίας που προτάσσει ο Έρναν Μακμάλιν, εξετάζεται πιο διεξοδικά στο C. Pechlivanidis, «Aristotle’s Calculative/Deliberative Imagination and Ernan McMullin’s Second Imagination: Exploring Interactions among Versions of Realism», στο E. Duyan & A. Güngör (επιμ.), Interactions in the History of Philosophy (Istanbul: Mimar Sinan Fine Arts University 2013), σ. 193-202.
[5] Η απαγωγή στον Αριστοτέλη (Αναλ. πρότ. ΙΙ 25, όπου ρητά αναφέρεται ως μέθοδος) είναι μια υποθετική και αβέβαιη μέθοδος που μας θυμίζει τον εξ υποθέσεως συλλογισμό στον πλατωνικό Μένωνα. Παρουσιάζεται ως μια τεχνική συμπερασμού, που μας παρέχει όχι βέβαιη, αλλά κατά προσέγγιση γνώση (βλ. την ανάλυση του σχετικού χωρίου, σ. 92-106). Η βασική διαφορά της αριστοτελικής ἀπαγωγῆς από την απαγωγή του Μακμάλιν (retroduction) είναι ακριβώς η προς τα πίσω κίνηση που ενέχει η τελευταία: από το παρατηρούμενο φαινόμενο πίσω στις μη παρατηρούμενες και συχνά μη παρατηρήσιμες αιτίες του φαινομένου.



Δημοσιεύθηκε: 22.12.2014

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Γωγούσης, Αριστείδης: (Βιβλιοκρισία του:) Χρήστος Α. Πεχλιβανίδης: Αριστοτέλης και Ernan McMullin: Ιχνηλατώντας τις καταβολές του σύγχρονου επιστημονικού ρεαλισμού (Θεσσαλονίκη: Ζήτη 2013). Κριτικά 2014-11, <http://www.philosophica.gr/critica/2014-11.html>.



ISSN 1791-776X