![]() |
||
![]() 2014-14 Τσάρλσγουορθ: Φιλοσοφία και θρησκεία Μαξ Τσάρλσγουορθ [Max Charlesworth]: Φιλοσοφία και Θρησκεία. Τυπολογία των σχέσεών τους από την αρχαιότητα έως σήμερα (μτφρ. Χ. Τριανταφυλλόπουλος, επιμ. Γ.Α. Δημητρακόπουλος· Σειρά: Φιλοσοφία). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014, 359 σ., 20 €. Κρίνει ο Γιώργος Ζωγραφίδης (ΑΠΘ)
Η όποια φιλοσοφική συζήτηση περί φιλοσοφίας και θρησκείας στην Ελλάδα μοιάζει όχι απλώς επικαθορισμένη αλλά υπονομευμένη από στερεότυπες συνθηματολογικές ερμηνείες, φιλοσοφικά έωλες αλλά υπαρξιακά ακλόνητες και ιστορικά εν μέρει δικαιολογημένες. Η ίδια η έννοια του θεού (κεντρική πάντα στη φιλοσοφία εν γένει και όχι μόνο ειδικά στη φιλοσοφία της θρησκείας) μοιάζει ακόμη να προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία όταν είναι να προσεγγιστεί από τη μεριά της φιλοσοφίας και ενίοτε απωθείται σχεδόν σαν αχρείαστη, ακόμη και για τα φιλοσοφικά συστήματα και κείμενα που τη χρησιμοποιούν ως λειτουργική κατηγορία τους. Έτσι, η νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, με λίγες εξαιρέσεις, εγκαταλείπει ένα πεδίο που ανέκαθεν ήταν (και) φιλοσοφικό, και μάλιστα το αφήνει στα χέρια εκείνων που σπανίως θέλει ως συνομιλητές της, των θεολόγων. Γι’ αυτό στο πεδίο της φιλοσοφίας της θρησκείας, από τον Ν. Λούβαρι και τον Ε. Παπανούτσο έως τον Μ. Μπέγζο και τους νεότερους, η συμβολή είναι κυρίως θεολογική, και ευτυχώς βρίσκεται ενίοτε σε υψηλό επίπεδο. Μεταξύ των λίγων καλών ελληνικών βιβλίων που κυκλοφορούν, είχε μεταφραστεί το βιβλίο του Νίλσεν Εισαγωγή στη φιλοσοφία της θρησκείας, που είναι εξαιρετικό αλλά δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί εισαγωγικό για τον έλληνα αναγνώστη, ανεξοικείωτος όπως είναι με την αναλυτική φιλοσοφική παράδοση [1]. Το υπαρκτό κενό φιλοδοξεί να καλύψει η μετάφραση του προς κρίση βιβλίου. O Μαξ Τσάρλσγουορθ (1925-2014), άγνωστος στο ελληνικό κοινό, ήταν από τις σημαντικές πνευματικές μορφές της Αυστραλίας, με αξιοσημείωτες συμβολές στη μελέτη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, τη φιλοσοφία της θρησκείας και αργότερα τη βιοηθική [2]. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί τη δεύτερη, επεξεργασμένη και επαυξημένη έκδοση του Philosophy of Religion: The Historic Approaches (1972), στο οποίο –εκτός από επιμέρους τροποποιήσεις– έχουν προστεθεί σελίδες για τις εξελίξεις ιδίως στην αναλυτική φιλοσοφία της θρησκείας και ένα κεφάλαιο για τη μετανεωτερικότητα. Το αντικείμενο του βιβλίου, η σχέση φιλοσοφίας και θρησκείας, είναι αχανές και ο σκοπός της κάλυψής του φαντάζει ιδιαίτερα φιλόδοξος. Όμως ο Τσάρλσγουορθ αποφεύγει την ιστορική προσέγγιση και επιχειρεί να συμπυκνώσει μια συζήτηση 2.500 χρόνων προτείνοντας μία τυπολογία που έχει αφαιρετικό και συστηματικό χαρακτήρα και επιτρέπει τη συνοπτική και συνεκτική επισκόπηση των σχέσεων της φιλοσοφίας με τη θεολογική σκέψη των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών – ειδικά ως προς τις ενδεχόμενες (και διατυπωμένες στην ιστορία της φιλοσοφίας) σχέσεις του λόγου με τη θρησκευτική πίστη και εμπειρία. Οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις είναι ξεκάθαρες: Αντικείμενο είναι κυρίως η «δυτική παράδοση», νοούμενη ευρύτατα καθώς συμπεριλαμβάνει κάθε εκδοχή του ελληνισμού και του χριστιανισμού, και κάποιες στιγμές της ιουδαϊκής και ισλαμικής σκέψης. Ο περιορισμός γίνεται επειδή, κατά τον Τσάρλσγουορθ, μόνο στην παράδοση που ξεκίνησαν οι αρχαίοι Έλληνες μπορούμε να έχουμε αυτονομία της φιλοσοφίας και, άρα, φιλοσοφία της θρησκείας (σ. 25-6, 350-1) [3]. Ένα δεύτερο σημείο είναι ότι ο Τσάρλσγουορθ δεν αναφέρεται στη φεμινιστική φιλοσοφία της θρησκείας, επειδή θεωρεί ότι η ορθολογικότητα (που είναι το επίμαχο θέμα του βιβλίου) δεν επηρεάζεται από ζητήματα φύλου. Τέλος, σε αντίθεση προς όποιους φιλοσόφους ακόμη εμμένουν στην άγνοιά τους για τις κοινωνικές επιστήμες, ο Τσάρλσγουορθ ξεκαθαρίζει ότι οι φιλόσοφοι της θρησκείας, αν θέλουν να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο, δεν μπορούν να αγνοούν τις σχετικές μελέτες. Οι πέντε τύποι σχέσεων φιλοσοφίας και θρησκείας αντιστοιχούν σε ισάριθμα κεφάλαια του βιβλίου. Ο πρώτος τύπος είναι «η φιλοσοφία ως θρησκεία» (σ. 25-96): εδώ η φιλοσοφία, μέσα από διανοητική ενατένιση, εκβάλλει τελικά στη θρησκεία (νοούμενη ως έλλογο εγχείρημα – το ανώτατο ίσως του ανθρώπου) και γίνεται μια φιλοσοφία του απόλυτου πνεύματος· έτσι, η εγκυρότητα της θρησκείας είναι αυτή που εξαρτάται από την εκάστοτε φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται. Πρόκειται για έναν φιλοσοφικό τρόπο που, όπως σημειώνει ο Τσάρλσγουορθ (σ. 96), έχει ουσιαστικά εκλείψει. Ωστόσο, ο πλούτος φαίνεται και μόνο αν καταγράψουμε μερικούς εκπροσώπους του: Θεμελιώνεται στη «φιλοσοφική θρησκεία» του Πλάτωνα και στο ιδεώδες της «θεωρίας» του Αριστοτέλη, περνά από τη «θρησκευτική νοησιαρχία» των Νεοπλατωνικών, όπως του Πλωτίνου και του Διονυσίου Ψευδοαρεοπαγίτη, και την επίδρασή της σε στοχαστές του Ισλάμ, όπως ο Αλ-Φαράμπι και ο Αβερρόης, και παρά την έκλειψη της μεσαιωνικής κοσμοαντίληψης επανέρχεται υπό νέα μορφή με τον Σπινόζα και, ως κορύφωση, με τον Χέγκελ, στους οποίους πλέον δεν είναι η φιλοσοφία που έχει θρησκευτική διάσταση αλλά η θρησκεία που γίνεται «κλάδος» της φιλοσοφίας. Είναι προφανής ο φιλοσοφικός ελιτισμός αυτής της τάσης, ελάχιστα συμβατής με τον χριστιανισμό. Στον δεύτερο τύπο, «Η φιλοσοφία “θεραπαινίδα” της θρησκείας» (σ. 97-170), αποστολή της φιλοσοφίας είναι η αιτιολόγηση των αρχών της πίστης που προήλθαν από αποκάλυψη. Η απολογητική χρήση της φιλοσοφίας προετοιμάζεται από τον ελληνίζοντα ιουδαίο Φίλωνα, υιοθετείται και συστηματοποιείται από τους «χριστιανούς πλατωνικούς» (εδώ, εκτός των Ιουστίνου και Κλήμη, συγκαταλέγεται εν πολλοίς ανακριβώς και ο Ωριγένης) και ιδίως τον Αυγουστίνο. Αργότερα, ο Άνσελμος και ο Μαϊμωνίδης εμβαθύνουν και οδηγούν στον Θωμά Ακινάτη, στον οποίο εστιάζει, αναλύοντάς τον παραδειγματικά, το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου (σ. 129-70)· είναι σημαντικό ότι εδώ τονίζεται η σημασία του αποφατισμού στη σκέψη του (σ. 163). Αν ο δεύτερος τύπος εξορθολογίζει (κατά ορισμένους επικίνδυνα) την υπερβατικότητα της πίστης, η αντίδραση προς τη νοησιαρχία οδηγεί στον τρίτο τύπο, στον οποίο η «φιλοσοφία αφήνει χώρο για την πίστη» (σ. 171-271). Εδώ περιλαμβάνονται φιλόσοφοι με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες και απόβλεψη, όπως οι Πασκάλ, Χιουμ, Καντ και Κίρκεγκωρ. Αυτό που επιχειρούν οι φιλόσοφοι –και αναλύεται με παραδειγματική σαφήνεια– είναι να ερευνήσουν τους όρους της δυνατότητας του θρησκευτικού πεδίου, δείχνοντας ότι κείται πέραν της ανθρώπινης γνώσης περί ύπαρξης ή μη του θεού. Η αμφισβήτηση της ορθολογικής μεταφυσικής και η αυτο-οριοθέτηση του λόγου ως προς τον θεό, που εύστοχα ανιχνεύεται στον Απ. Παύλο, τον Τερτυλλιανό, τον Αλ-Γκαζάλι και τους ιδρυτές του προτεσταντισμού, οδηγεί είτε στον αγνωστικισμό είτε στον φιντεϊσμό. Η θαυμάσια έκθεση του καντιανού εγχειρήματος (σ. 204-38), με αναγκαία αναφορά στον Ρουσσώ, δείχνει το πέρασμα από την Κριτική του καθαρού Λόγου στην Κριτική του πρακτικού Λόγου και στη Θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνον και το πώς η θρησκεία καλείται επειγόντως να καταλάβει τον χώρο που οικειοθελώς αφήνει κενό η ανήμπορη παραδοσιακή μεταφυσική· μια θρησκεία όμως που σχεδόν ταυτίζεται με ηθικές προσταγές, άρα –παρά την πρόθεση του Καντ– δύσκολα συμβιβάζεται με την πίστη στον Θεό της θρησκείας, η οποία κατά τον ίδιο αιτιολογείται από την πραγματικότητα της ηθικής σφαίρας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Κίρκεγκωρ τοποθετείται δίπλα στον Καντ και μάλιστα ως συνεπέστερος σκεπτικιστής, αφού το απολύτως «Άγνωστο» παραμένει τέτοιο, χωρίς την καταφυγή σε κάποιον «πρακτικό Λόγο»· αντίθετα, τονίζεται η υποκειμενικότητα μιας θρησκευτικής πίστης ουσιαστικά αυτόνομης από τη φιλοσοφία. Οι δύο τελευταίοι τύποι αναδύονται στον εικοστό αιώνα, φαίνεται να αποκλείουν το θρησκευτικό πεδίο από τη φιλοσοφία, μολονότι υπερβαίνουν τον αγνωστικισμό της καντιανής πρώτης Κριτικής, και εισδύουν στον χώρο του «μυστικού». Ο τέταρτος τύπος θεωρεί τη «φιλοσοφία ως ανάλυση της θρησκευτικής γλώσσας» (σ. 273-311): Στο πλαίσιο του λογικού θετικισμού και στον Βιτγκενστάιν, η φιλοσοφία της θρησκείας είναι καθαρώς αναλυτικό ή μετα-λογικό εγχείρημα που δεν μιλά για ό,τι υπερβαίνει τον κόσμο της άμεσης εμπειρίας μας, αλλά αναλύει τους όρους υπό τους οποίους έχουν νόημα διαφορετικές γλώσσες. Ο Τσάρλσγουορθ, που γνώρισε εκ του σύννεγυς τη γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας [4], ολοκληρώνει το κεφάλαιο με παρουσίαση της ιδιόμορφης σκέψης του Φίλιπς (D.Z. Phillips), που είναι αντίθετος στην υπέρβαση των ορίων της γλώσσας στα γλωσσικά παίγνια εντός των οποίων αποκτά νόημα η λέξη θεός. Στο πέμπτο κεφάλαιο, «Η φιλοσοφία ως μετανεωτερική κριτική του θρησκευτικού πεδίου» (σ. 313-47), εξετάζεται η δυνατότητα φιλοσοφικής θεώρησης των θρησκειών μετά τον θάνατο του θεού της δυτικής μεταφυσικής, τη ριζική αμφισβήτηση των φιλοσοφικών προϋποθέσεων της δυτικής θρησκευτικής πίστης και την κριτική της θεμελιοκρατίας. Έτσι ο πέμπτος τύπος της σχέσης φιλοσοφίας και θρησκείας, το αντίθετο άκρο της πλατωνικής προσέγγισης, περιλαμβάνει, εκτός από τον Ντερριντά και τον Ρόρτυ, κυρίως τον Χάιντεγκερ (που παραδόξως συγκαταλέγεται στους μεταμοντέρνους – κάτι που συναντιέται, όμως, και σε ορισμένα αγγλοσαξωνικά εγχειρίδια φιλοσοφίας), ως προς τον οποίο τονίζεται η θεολογική πτυχή και επίδραση της σκέψης του, ανεξάρτητες από τις δικές του επισημάνσεις για τη σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας. Πέρα από την αποδόμηση της θρησκείας, ο Τσάρλσγουορθ βρίσκει ειδικά στους ευρωπαίους στοχαστές μιαν υπέρβαση του «θανάτου του Θεού», ενός θανάτου που αφυπνίζει το θείο (Ντερριντά) και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη θρησκευτική σφαίρα στο μυστικό και στην αποφατική οδό ενός Έκκαρτ ή ενός Διονυσίου Ψευδοαρεοπαγίτη. Η μετάφραση του βιβλίου είναι πολύ καλή. Με γνώση του αντικειμένου και γλωσσικό κριτήριο της νεοελληνικής τέτοιο που επιτρέπει την αναδόμηση της αγγλικής πρότασης, με όποιον τρόπο κρίνεται κάθε φορά προσφορότερος ώστε να γραφεί ένα εξαρχής ελληνικό κείμενο (λ.χ. σπάσιμο ή και αναδιάταξη περιόδων). Αναπόφευκτα ίσως, αυτό μερικές φορές οδηγεί σε εκτενέστερο κείμενο ή όχι ακριβείς επαναδιατυπώσεις [5]. Οδηγεί ακόμη και σε απαλοιφή τίτλου ενότητας, όπως στην Εισαγωγή, όπου αφαιρείται ο τίτλος της δεύτερης ενότητας του πρωτοτύπου («Varieties of Philosophy of Religion») και ενώνονται οι ενότητες 2 και 3 υπό τον τίτλο της τρίτης, ή σε χωρισμό μιας ενότητας και σε εύστοχη δημιουργία νέας (ΙΙΙ.7: για τους μετακαντιανούς στοχαστές, σ. 256). Ο απλός τίτλος (ΙΙ.4) «Ο Αγ. Αυγουστίνος περί πίστης και λόγου» διευρύνεται σε «Πίστη και λόγος στον χριστιανικό πλατωνισμό του Αυγουστίνου», χωρίς να πρόκειται για φιλοσοφική αστοχία. Αλλά και ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου άλλαξε αισθητά στη μετάφραση: ο αγγλικός είναι απλώς Φιλοσοφία και θρησκεία από τον Πλάτωνα στη μετανεωτερικότητα [6]. Ελάχιστες ενδεικτικές παρατηρήσεις ως προς τη διατύπωση, από μερικές σελίδες της Εισαγωγής: η φράση «η καντιανή επανάσταση από τον 18ο αιώνα και ύστερα» (σ. 15) δίνει την εντύπωση ότι μιλά για κάποια συνέχεια της καντιανής επανάστασης, ενώ αναφέρεται απλώς στα μετά τον Καντ. Ο Τσάρλσγουορθ θεωρεί ότι η ιδέα μιας δημοκρατικής κοινωνίας «αναπτύχθηκε» (development) και δεν «εμφανίστηκε από τον 18ο αι. και ύστερα» (σ. 17). Το «οι περισσότεροι πολιτισμοί πορεύτηκαν μια χαρά» (σ. 17) μένει ασαφές, καθώς παραλείφθηκε το «άλλοι» (other), δηλ. οι περισσότεροι μη ευρωπαϊκοί πολιτισμοί. Στον Καντ «ο λόγος παραχωρεί τη θέση του στη σφαίρα της θρησκευτικής πίστης, αποδεικνυόμενος ανεπαρκής» (σ. 22), όμως η παθητική μετοχή συγκαλύπτει αυτό πού λέει ο συγγραφέας (και κάνει ο Καντ), δηλ. ότι ο ίδιος ο λόγος αποδεικνύει την ανεπάρκειά του. Στα θετικά, που πρέπει να πιστωθούν στους συντελεστές της ελληνικής έκδοσης, συγκαταλέγονται η προσθήκη σε υποσημειώσεις (σχεδόν όλων) των αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων που μεταφράζονται, η μετατροπή των δύσχρηστων σημειώσεων τέλους σε υποσημειώσεις, η αρίθμηση των ενοτήτων των κεφαλαίων και η όλη εκδοτική καλλιέπεια. Επίσης, σε αρκετούς τίτλους βιβλίων αναφέρεται ή και χρησιμοποιείται υπάρχουσα ελληνική μετάφραση. Ελλείψεις υπάρχουν, γι’ αυτό σε τυχόν επανέκδοση, καλό είναι να προστεθούν όσοι άλλοι τίτλοι έχουν μεταφραστεί παλαιότερα ή πρόσφατα [7]. Μία φορά η αντιστοίχιση του αγγλικού τίτλου και ελληνικής μετάφρασης δεν προέρχεται από γνώση των δύο, αλλά οφείλεται στην τυχαία σύμπτωση των τίτλων τους [8]. Όταν υπάρχουν ελληνικές μεταφράσεις τα παραθέματα αντλούνται από αυτές, τις πιο πολλές φορές με ένδειξη (ελαφράς) παραλλαγής τους. Δεν φαίνεται η ακριβής εκδοτική πολιτική ως προς αυτό, τουλάχιστον ως προς τα μη αγγλικά κείμενα. Μπορώ να το καταλάβω π.χ. για τα αρχαία κείμενα, αν ακολουθείται η εκδοχή που επιλέγει ο Τσάρλσγουορθ και η ελληνική μετάφραση πρέπει να ακολουθήσει τη δική του αγγλική μετάφραση και όχι την υπάρχουσα ελληνική. Ένας δειγματοληπτικός έλεγχος δεν είναι διαφωτιστικός: Στο σύντομο παράθεμα της σ. 40 από τον Τίμαιο (το οποίο, παρεμπιπτόντως, είναι το 90b-c, όχι το 90a-c), η παρατιθέμενη μετάφραση του Β. Κάλφα διασκευάζεται «ελαφρά», όχι όμως έτσι ώστε να ταιριάζει καλύτερα στην αγγλική μετάφραση που χρησιμοποιεί ο Τσάρλσγουορθ: η «αγάπη» της μάθησης, παρούσα και στις δύο μεταφράσεις, έχει αφαιρεθεί εδώ· το καθ’ ὅσον δ’αὖ μετασχεῖν ἀνθρωπίνῃ φύσει ἀθανασίας ἐνδέχεται γίνεται, αντίθετα από τις δύο μεταφράσεις που κρατούν την αναφορά στην ανθρώπινη φύση, «όσο, βέβαια, η αθανασία είναι πράγμα εφικτό για ένα ον σαν τον άνθρωπο»· ενώ το «he must needs [sic] be happy above all» της αγγλικής μετάφρασης συνεχίζει να μεταφράζεται, όπως και στον Κάλφα, «φθάνει σε ξεχωριστή ευδαιμονία». Το πλούσιο υλικό του βιβλίου δίνει σαφή εικόνα των πέντε προσεγγίσεων της θρησκείας και, ενώ δεν προχωρεί στην αξιολογική σύγκρισή τους, επιχειρεί στα σύντομα Συμπεράσματα (σ. 349-54) να θέσει τα κριτήρια για κάτι τέτοιο: την αντίληψή τους για τον ρόλο της φιλοσοφίας και το είδος της αναγωγικής ερμηνείας των θρησκειών. Ασφαλώς μπορούν να επισημανθούν ορισμένες σημαίνουσες απουσίες: Δεν περιλαμβάνονται γενετικές και ευημεριστικές ερμηνείες της θρησκείας ή κοινωνικές κριτικές της, όπως του Μαρξ, ή ανθρωπολογικές, όπως του Φόυερμπαχ, προϋποτίθεται χωρίς να αναλύεται η ριζική κριτική του Νίτσε, δεν σημειώνεται η σημασία του εξελικτικισμού και της φυσικής επιστήμης για τον διάλογο φιλοσοφίας και θρησκείας, ούτε εξετάζεται ο αντικληρικαλισμός του Γαλλικού Διαφωτισμού (λ.χ. το όνομα του Βολταίρου δεν αναφέρεται καν). Γενικότερα, το βιβλίο δεν προβαίνει σε αναλύσεις που δείχνουν τη στάση φιλοσόφων έναντι της θρησκείας ως ιστορικού φαινομένου, και για αυτόν τον λόγο πιστεύω ότι τέτοια βιβλία (και είναι πολλά) καλύτερα να δηλώνουν (και στον τίτλο τους) ότι θέμα τους δεν είναι η σχέση της φιλοσοφίας με τη θρησκεία εν γένει, αλλά η απόπειρα της φιλοσοφίας να μιλήσει για τα ίδια αντικείμενα του θεολογικού λόγου – ακόμη και όταν το κάνει για να τα αποκλείσει από το φιλοσοφικό πεδίο. Ο Τσάρλσγουορθ δείχνει μιαν εντυπωσιακή εποπτεία φιλοσόφων και κειμένων, τα οποία παραθέτει σε πολλά σημεία, καθώς και της σχετικής βιβλιογραφίας. Με γραφή διαυγή και ώριμη, προσφέρει ερμηνείες και πολλές ιδέες για τα θέματα του βιβλίου, γνωρίζοντας και σεβόμενος τις διαφορές των θρησκευτικών και φιλοσοφικών παραδόσεων. Ακόμη και αν η τυπολογία που προτείνει (όπως, άλλωστε, κάθε τυπολογία) είναι σχηματική, η εξυπηρέτησή της δεν επεμβαίνει προκρούστεια στην έκθεση της σκέψης του κάθε φιλοσόφου. Αντίθετα, χάρη σε αυτήν επιτυγχάνει να παρουσιάσει με συνεκτικό τρόπο ένα τεράστιο θέμα, που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας [9]. Χωρίς να είναι μια τυπική εισαγωγή στη φιλοσοφία της θρησκείας, το βιβλίο περιλαμβάνει –διασκορπισμένα στην παρουσίαση κάθε φιλοσόφου– τα κύρια σημεία της προβληματικής της: την έννοια του θεού, τη φύση και τα όρια της θρησκευτικής γλώσσας, τα παραδοσιακά επιχειρήματα σχετικά με την ύπαρξη θεού, το ζήτημα της ορθολογικότητας της θρησκευτικής πίστης και τον φιντεϊσμό. Κάτι αυτονόητο στην αγγλοσαξωνική αναλυτική βιβλιογραφία, και όμως απόν από το βιβλίο, είναι η σύνταξη των διαφόρων επιχειρημάτων (π.χ. υπέρ της ύπαρξης θεού) σε μορφή λογικών συλλογισμών. Πάντως ο Τσάρλσγουορθ εξετάζει τόσο το γλωσσαναλυτικό όσο και το ηπειρωτικό μοντέλο, προσπαθώντας να τα κατανοήσει και να εξαγάγει από αμφότερα ό,τι μπορούν να μας προσφέρουν, διαφορετικό ίσως αλλά χρήσιμο, στη φιλοσοφική κατανόηση του θέματος. Η ελληνική έκδοση, στην οποία οι 220 σελίδες της μέτριας τυπογραφικά αγγλικής έκδοσης επεκτείνονται σε 350 αισθητικά άρτιες σελίδες, συμπληρώνει έγκυρα ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία και αποτελεί την πληρέστερη διαθέσιμη ιστορικο-φιλοσοφική εισαγωγή στο θέμα, ιδιαίτερα χρήσιμη και προσιτή στον μέσο αναγνώστη και τον φοιτητή. Πολλά μπορεί να μάθει κανείς – όχι απλώς για το θέμα του αλλά και για τη φύση της φιλοσοφίας. Εξάλλου, μια ιστορία ή μια τυπολογία των σχέσεων φιλοσοφίας και θρησκείας είναι παράλληλα μια εξιστόρηση ή ανασυγκρότηση της αντίληψης της (κάθε) φιλοσοφίας για τον εαυτό της, στην προσπάθεια (και τρόπον τινά στο χρέος) του φιλοσόφου της θρησκείας –που χρειάζεται όχι μόνο αναλυτικές ικανότητες αλλά και δημιουργική φαντασία– να παλέψει, όπως γράφει ο Τσάρλσγουορθ, με την «αναπόδραστη παραδοξότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στην οποία ριζώνει η θρησκεία» [10]. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 30.12.2014 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |