Pdf

2015-05

Πράνγκε: Νίτσε, Βάγκνερ, Ευρώπη

Prange, Martine: Nietzsche, Wagner, Europe. Berlin: W. de Gruyter 2013, 286 σ., 119 €.



Κρίνει ο Μάνος Περράκης (Δρ Φιλοσοφίας, Βερολίνο)
manosperrakis@outlook.com

Στον τόμο Νίτσε, Βάγκνερ, Ευρώπη η Μαρτίνε Πράνγκε ασχολείται με το πάντοτε επίκαιρο ζήτημα του μεγέθους της επιρροής του Βάγκνερ στον Νίτσε, αυτή τη φορά υπό το πρίσμα του αισθητικού-καλλιτεχνικού τους οράματος για την Ευρώπη. Εστιάζοντας στη γένεση των έργων του Νίτσε και τη μελέτη των πηγών του, η συγγραφέας επιλέγει να ανασυνθέσει το πέρασμα από τον κλασικισμό της Βαϊμάρης των Γκαίτε και Σίλλερ στον ύστερο ρομαντισμό των Νίτσε και Βάγκνερ. Τόσο ο Νίτσε με τον Βάγκνερ όσο και ο Γκαίτε με τον Σίλλερ οραματίστηκαν μία ευρωπαϊκή αναγέννηση μέσω του εξελληνισμού του γερμανικού πολιτισμού. Με αφορμή τη σκιαγράφηση της ευρωπαϊκής προοπτικής των αισθητικών θέσεων του Νίτσε, απώτερος στόχος της συγγραφέως είναι να αναδείξει την επικαιρότητα του αισθητικού ιδεώδους του Νίτσε για την Ευρώπη του σήμερα.

Η μελέτη της Πράνγκε χωρίζεται σε δύο μέρη: Αισθητικοποίηση: H Γερμανία ως σωτήρας της Ευρώπης και Δυναμική διαπολιτισμικότητα: Απογερμανισμός και ο “Καλός Ευρωπαίος”. Το πρώτο μέρος επικεντρώνεται στην πρώιμη αισθητική του Νίτσε και στο καλλιτεχνικό της ιδεώδες, όπως αυτό διαμορφώνεται μέσα από την επιρροή του Βάγκνερ και, κυρίως, μέσα από την πίστη του στον Βάγκνερ ως ανανεωτή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το πρώτο μέρος αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια: α) «Υπήρξε ποτέ ο Νίτσε πράγματι οπαδός του Βάγκνερ;», β) «Εκγερμανίζοντας τη μουσική και τον πολιτισμό: Το δοκίμιο Μπετόβεν του Ρίχαρντ Βάγκνερ», γ) «Η πρόσληψη του Μπετόβεν του Βάγκνερ από τον Νίτσε στο πνεύμα του κλασικισμού της Βαϊμάρης», δ) «Η Γέννηση της Τραγωδίας μέσα από την έγνοια του Νίτσε για τον εξελληνισμό του Βάγκνερ». Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζει στο μοτίβο του “καλού Ευρωπαίου” και αποτελείται από τρία κεφάλαια: α) «O αντιβαγκνερισμός του Νίτσε υπό το φως του αυξανόμενου κοσμοπολιτισμού του», β) «Η “χαρούμενη επιστήμη” στη μουσική: H νέα μουσική αισθητική του Νίτσε», και γ) «Ο Γκαίτε ως μοντέλο του “καλού Ευρωπαίου”».

Στο πρώτο μισό του βιβλίου, η συγγραφέας ασχολείται με τις πηγές του πρώιμου Νίτσε και της Γέννησης της Τραγωδίας (1872), ανασυνθέτοντας τον πολύπλοκο ιστό των πηγών της με αφετηρία το δοκίμιο Μπετόβεν (1870) του Βάγκνερ, το οποίο υπήρξε η βασική επιρροή του Νίτσε στη συγγραφή του πρώτου έργου του. Στο δοκίμιο αυτό, το οποίο είναι εμποτισμένο από τη φιλοσοφία της μουσικής του Σοπενάουερ, ο Βάγκνερ αναθεωρεί την πρωτοκαθεδρία του κειμένου έναντι της μουσικής, θέση που είχε υποστηρίξει στο έργο του Όπερα και Δράμα (1851), χτίζοντας μία εκλεκτική συγγένεια μεταξύ του ιδίου ως εμπνευστή του μουσικού δράματος, του Μπετόβεν (ως του μουσικού εκείνου που ώθησε την απόλυτη μουσική στα όριά της) και του Σαίξπηρ ως προτύπου τραγικής ποίησης. Ο Βάγκνερ εξυψώνει λοιπόν τον Μπετόβεν ως ανανεωτή του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ρόλο που λίγο αργότερα θα αποδώσει ο Νίτσε στον Βάγκνερ στη Γέννηση της Τραγωδίας, όπου θα υποστηρίξει την περίφημη θέση του για τη μουσική ως γενεσιουργό στοιχείο της τραγωδίας.

Στο πρώτο και καλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου η συγγραφέας ασχολείται με τις απαρχές και τη χρονολογική εξέλιξη της σχέσης Νίτσε-Βάγκνερ. Η συγγραφέας αντίκειται στην κλασική θεώρηση της σχέσης αυτής κατ’ αντιστοιχία των τριών περιόδων του νιτσεϊκού έργου σύμφωνα με την οποία στην πρώτη περίοδο ο Νίτσε διάκειται ευνοϊκά απέναντι στο έργο του Βάγκνερ, στη δεύτερη απομακρύνεται, ενώ η τρίτη περίοδος σηματοδοτεί μία οριστική ρήξη. Αντίθετα, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το εύρος της επιρροής του Βάγκνερ ήταν πολύ μικρότερο απ’ ό,τι θεωρείται, και ότι η περίοδος που ο Νίτσε ήταν πραγματικά ένθερμος οπαδός του Βάγκνερ συνίσταται σε δεκατέσσερις μήνες (1868-1870) και όχι σε δεκατέσσερα χρόνια –αν και αναρωτιέται κανείς αν χαρακτηρισμοί όπως «υποστηρικτής» ή «οπαδός» ταιριάζουν στον Νίτσε ή είναι αντιπροσωπευτικές αυτής της σχέσης. Εδώ η φιλολογική ακρίβεια της ανασύνθεσης της πρώτης επαφής του Νίτσε με το έργο του Βάγκνερ είναι στ’ αλήθεια αξιέπαινη. Ιδιαίτερα ξεχωρίζει η ανασύνθεση της περιόδου όταν ο Νίτσε ήταν στη Λειψία και εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να ακολουθήσει καριέρα μουσικοκριτικού. Στο σημείο αυτό η συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο δύο επιφανείς μουσικοκριτικούς της εποχής, οι οποίοι είναι πιθανό να είχαν ασκήσει επίδραση στον Νίτσε. Πρόκειται για τoυς Λούις Έλερτ (Louis Ehlert) και Όσβαλντ Μάρμπαχ (Oswald Marbach), και τα έργα τους Γράμματα για τη Μουσική σε μία φίλη (1859) και Κείμενα Δραματουργίας (1870) αντιστοίχως.

Έπειτα, η συγγραφέας εξετάζει τον Μπετόβεν του Βάγκνερ ως τη βασική επιρροή του Νίτσε. Εδώ η πρωτοτυπία της οπτικής γωνίας έγκειται στο ότι η συγγραφέας μέσω μιας λεπτομερούς διακειμενικής προσέγγισης καταδεικνύει τη συνέχεια του περάσματος από τον κλασικισμό της Βαϊμάρης των Γκαίτε και Σίλλερ στον ύστερο ρομαντισμό των Νίτσε και Βάγκνερ. Εδώ ο εξελληνισμός της γερμανικής κουλτούρας με μια ευρωπαϊκή προοπτική αποτελούν τον κοινό παρονομαστή. Όπως ο Σίλλερ και ο Γκαίτε μεταρρυθμίζουν το γερμανικό θέατρο με πρότυπο το αρχαίο δράμα προσβλέποντας στη δημιουργία ενός εθνικού θεάτρου, έτσι και ο Βάγκνερ με τον Νίτσε προωθούν το μουσικό δράμα ως αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας, με στόχο την ανανέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τόσο ο Νίτσε όσο και ο Βάγκνερ εκλαμβάνουν εαυτούς ως συνεχιστές του κλασικισμού της Βαϊμάρης στον οποίον προσάπτουν ότι, αν και σωστά προσέλαβε τον ελληνισμό ως ύψιστη εκδήλωση του αφελούς στοιχείου υπό την έννοια της αυθόρμητης συμφωνίας με τη φύση, έμεινε προσηλωμένος σε μια ειδυλλιακή θεώρηση αδυνατώντας να συλλάβει το τραγικό βάθος του ελληνισμού. Στους Νίτσε και Βάγκνερ αυτής της περιόδου ο ελληνισμός αντιμετωπίζεται ως πρότυπο καλλιτεχνικής ιδιοφυίας και μεταφυσικού βάθους σύμφωνα με τις ρομαντικές επιταγές της εποχής για να δημιουργηθεί μία καταγωγική σχέση ή γενεαλογία που θα υποστηρίζει την ιστορικοφιλοσοφική αναγκαιότητα της εμφάνισης του έργου του Βάγκνερ. Ο –αρχαϊκός– ελληνισμός αποτελεί λοιπόν ένα αφηρημένο έδαφος προβολών μιας εθνικιστικής πολιτιστικής στρατηγικής που έχει διττό χαρακτήρα: α) να οδηγήσει στην αφύπνιση του γερμανικού στοιχείου ως έμπλεου μεταφυσικού βάθους και τραγικότητας –εννοούμενης εδώ ως ασυνείδητης ζωτικότητας– με προάγγελο την απόλυτη μουσική του Μπετόβεν, β) να ασκήσει πολεμική στο ρoμανικό στοιχείο και στην ιταλική όπερα μέσω της απόδοσης αρνητικών χαρακτηριστικών όπως επιφανειακότητα και προσήλωση στις κοινωνικές συμβάσεις, έλλειψη μεταφυσικού βάθους και οικουμενικής εμβέλειας, πρόσδεση στον εμπειρισμό και το υποκειμενικό πνεύμα, θεωρητικοποίηση του πολιτισμού. Πρόκειται για τη σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων κοσμοειδώλων η οποία σκιαγραφείται από τον Βάγκνερ και τον Νίτσε κατ’ αναλογία της λουθηρανικής μεταρρύθμισης.

Στο δεύτερο μέρος η συγγραφέας ασχολείται με τη μέση περίοδο του νιτσεϊκού έργου από το Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο (1878-1879) κι έπειτα, περίοδο κατά την οποία ο Νίτσε, έχοντας συνειδητοποιήσει τη σκανδαλώδη ρητορική του πολιτιστικού οράματος του Βάγκνερ και τη σύμπλευσή του με τον αναδυόμενο εθνικισμό της γερμανικής ενοποίησης, απομακρύνεται από τον γερμανικού ρομαντισμό κινούμενος προς την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού με πρότυπο τον κλασικισμό του Γκαίτε, ο οποίος ξεκίνησε αρχικά από μία αποθέωση του ιταλικού πνεύματος για να αναλάβει κατόπιν έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα σε ευρωπαϊκούς και μη πολιτισμούς. Εδώ το ζήτημα του εξελληνισμού τίθεται εκ νέου. Οι Έλληνες συνεχίζουν να παίζουν ρόλο προτύπου. Το αφελές όμως στοιχείο θεάται τώρα από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά. Την προνομιακή αυτοχθονία ενός μεταφυσικά ή καλλιτεχνικά προικισμένου λαού διαδέχεται τώρα η συνθετική ικανότητα του ελληνισμού να ενσωματώνει ετερογενή στοιχεία μαθαίνοντας από την επαφή με ξένους πολιτισμούς. Με αυτή τη νέα οπτική –μιας αλλόχθονης παιδείας (σ. 196)– πάνω στον ελληνισμό – η οποία κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στη Φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων, κείμενο που γράφτηκε το 1872 αλλά δημοσιεύτηκε μεταθανάτια–, ο Νίτσε απομακρύνεται από τη γερμανική παράδοση αποζητώντας τη ζύμωση με τον Νότο και το μεσογειακό στοιχείο. Στο ίδιο πλαίσιο, στο Πέραν του Καλού και του Κακού (1886) ο Νίτσε θα προκρίνει τη Γαλλία ως χώρα-πρότυπο μιας σύνθεσης βόρειου και νότιου πνεύματος φέροντας ως παράδειγμα το έργο του Μπιζέ. Έτσι λοιπόν, η Κάρμεν διαδέχεται σε σημασία τον βαγκνερικό Τριστάνο, όπως και οι ειδυλλιακοί πίνακες των Κλωντ Λωραίν και Νικολά Πουσέν τον Ντύρερ της Γέννησης της Τραγωδίας.

Έχουμε λοιπόν ένα πέρασμα από μία προσπάθεια πολιτιστικής ηγεμονίας με καταλύτη τον Βάγκνερ σε ένα κοσμοπολιτικό μοντέλο κατά τα πρότυπα του Γκαίτε. Το πέρασμα αυτό περιγράφεται πολύ σχηματικά και η μετάβαση δεν εξηγείται επαρκώς. Εδώ η συγγραφέας θα όφειλε να αναφερθεί στα κείμενα εκείνα που δείχνουν τον σταδιακό χαρακτήρα της μετάβασης αυτής. Εννοούμε φυσικά τον τρίτο και, κυρίως, τον τέταρτο από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς (1874-1876). Στον τρίτο (Ο Σοπενχάουερ ως Παιδαγωγός) προοικονομείται η στροφή προς τον Γκαίτε, ενώ στον τέταρτο (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπάιροϊτ) ο Νίτσε εξαίρει την ικανότητα του Βάγκνερ να συνθέτει ετερογενή στοιχεία ενώνοντας νήματα που βρίσκονται σκόρπια. Κατά τη γνώμη μας, η αναφορά στους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς θα είχε διευκολύνει τη μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο μέρος.

Οι ανασυνθέσεις της Πράνγκε ξεχωρίζουν για τη λεπτομέρεια ως προς στη σκιαγράφηση λεπτοφυών αποχρώσεων σε ιδιαίτερα πυκνά κείμενα, αναδεικνύοντας τόσο την πολυπλοκότητα της πρόσληψης του Βάγκνερ από τον Νίτσε, όσο και τα διάφορα υποστρώματα στο ενδιάμεσό τους. Στα υπέρ του βιβλίου θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί το ότι η αγγλική μετάφραση των παραθεμάτων του Νίτσε συνοδεύεται από το γερμανικό πρωτότυπο, καθώς και το ότι το κάθε κεφάλαιο κλείνει με μια σύνοψη, γεγονός που διευκολύνει τον αναγνώστη στη μετάβαση από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.

To βιβλίο όμως έχει σοβαρά προβλήματα, που σχετίζονται με δυο βασικές αποφάσεις της συγγραφέως. Πρώτο και κυριότερο, η απόφασή της να μην συνυπολογίσει στις μελέτες της τον ύστερο Νίτσε και την προοπτική της φυσιολογίας της μουσικής. Ο ύστερος Νίτσε όχι μόνο αφιερώνει δύο έργα του στον Βάγκνερ (Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Η περίπτωση Βάγκνερ), αλλά και έχει πολύ σημαντικές αναφορές στις Κατάλοιπες Σημειώσεις του, οι οποίες είναι εξίσου σημαντικές με το δημοσιευμένο έργο, το οποίο ιδίως αναφορικά με τον Βάγκνερ έχει πρόθεση πολεμικής που πολλές φορές συγκαλύπτει το φιλοσοφικό βάθος της αμφιθυμίας του Νίτσε απέναντι στον Βάγκνερ. Η σχεδόν γραμμική εξέλιξη που σκιαγραφείται εδώ, πρόσδεση στο άρμα του γερμανικού ρομαντισμού κι έπειτα ομολογία πίστης στον ευρωπαϊκό κλασικισμό, δημιουργεί ένα εξαιρετικά απλουστευτικό σχήμα εις βάρος του ερμηνευτικού και συστηματικού πλούτου των ύστερων κειμένων του Νίτσε.

Η δεύτερη απόφαση της συγγραφέας είναι να μην ασχοληθεί με τις συνθέσεις του Νίτσε υπό το πρόσχημα ότι είναι «χαοτικές» (σ. 16). Πρόκειται για έναν ισχυρισμό τον οποίο η συγγραφέας δεν τεκμηριώνει. Ούτε κάνει μνεία στη σχετική βιβλιογραφία, η επισκόπηση της οποίας δείχνει ότι τόσο οι πρώιμες όσο και οι όψιμες συνθέσεις του Νίτσε, αν και δεν είναι εφάμιλλες του φιλοσοφικού του έργου, έχουν ιδιαίτερο ερμηνευτικό βάρος στο ζήτημα της σχέσης Νίτσε-Βάγκνερ.

Ας στραφούμε τώρα στην επικαιρότητα της θεματικής του βιβλίου για την Ευρώπη του σήμερα. Η διαλεκτική σχέση μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκού πολιτισμού με γνώμονα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό συνιστά το αισθητικό-καλλιτεχνικό όραμα του Νίτσε για την Ευρώπη. Η συγγραφέας σκοπεύει να δείξει ότι το όραμα αυτό οφείλει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην Ευρώπη του σήμερα. Δυστυχώς, η υπόσχεση αυτή δεν εκπληρώνεται. Η συγγραφέας περιορίζεται σε διατυπώσεις του τύπου ότι η ενωμένη Ευρώπη οφείλει να έχει ως βάση την πολιτιστική ανταλλαγή και τη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και όχι την οικονομία, κάτι που αποτελεί ένα αόριστο μοτίβο παραδοσιακής κριτικής που λίγο έχει να κάνει με τις σημερινές προκλήσεις εντός της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ η συγγραφέας θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πειστικά αναπτύσσοντας τη συνάφεια μεταξύ κοσμοπολιτισμού και διαπολιτισμικότητας με δύο από τις βασικότερες έννοιες της φιλοσοφίας του Νίτσε, τον προοπτικισμό (Perspektivismus) και το πάθος της απόστασης (Pathos der Distanz), δηλαδή το κατά πόσον ο προοπτικισμός και το πάθος της απόστασης είναι ενδεικτικά χαρακτηριστικά ενός κοσμοπολιτισμού ή το πώς ο κοσμοπολιτισμός οδηγεί τόσο στον προοπτικισμό όσο και στο πάθος της απόστασης. Αντ’ αυτού, η συγγραφέας περιορίζεται σε μία φευγαλέα αναφορά σε δύο υποσημειώσεις (σ. 234 και 236).

Η επικαιρότητα του βιβλίου σχετίζεται, κατά τη γνώμη μας, περισσότερο με μία αρνητική παράμετρο. Η πολεμική διάσταση του θεωρητικού έργου του Βάγκνερ μας υπενθυμίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο πώς η ρητορική της αντιπαράθεσης Βορρά-Νότου μπορεί να γίνει έρμαιο πολιτικής και πολιτιστικής προπαγάνδας οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη την οποία είχαν οραματιστεί οι πρωτεργάτες της Ενωμένης Ευρώπης. Τα μοτίβα της πολεμικής του Βάγκνερ τα εντοπίζουμε και στον ευρωπαϊκό τύπο του σήμερα. Δυστυχώς.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι παρά τις σημαντικές δομικές αδυναμίες του, οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι πρόκειται για συρραφή μεμονωμένων μελετών και παλαιότερων δημοσιεύσεων της συγγραφέως, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί. Οι επιμέρους φιλολογικές αναλύσεις του και το πλήθος ερεθισμάτων που προσφέρει, το καθιστούν ένα πολύτιμο φιλολογικό συμπλήρωμα σε μια φιλοσοφική ενασχόληση με τον Νίτσε της πρώιμης και μέσης περιόδου.



Δημοσιεύθηκε: 5.9.2015

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Περράκης, Μάνος: (Βιβλιοκρισία του:) Prange, Martine: Nietzsche, Wagner, Europe (Berlin: W. de Gruyter 2013). Κριτικά 2015-05, <http://www.philosophica.gr/critica/2015-05.html>.



ISSN 1791-776X