Pdf

2015-08

Μπαρτσίδης: Διατομικότητα

Μιχάλης Μπαρτσίδης (επιμ.): Διατομικότητα. Κείμενα για μια οντολογία της σχέσης (μτφρ. Λουκία Μάνο-Χρηστίδη). Αθήνα: Νήσος 2014, 479 σ., 26 €.



Κρίνει ο Παναγιώτης Θανασάς (ΑΠΘ)
pan@thanassas.gr

Η σημαντική αυτή έκδοση συνιστά συγχρόνως μια απόπειρα εισαγωγής ενός σημαντικού θεωρητικού εγχειρήματος στον ελληνικό δημόσιο λόγο και χώρο. Ξεκινώ από τη μορφή της. Το βιβλίο απαρτίζεται από δύο Μέρη. Το πρώτο, έκτασης 140 περίπου σελίδων, επιγράφεται Εισαγωγή, αποτελεί ωστόσο στην πραγματικότητα μια μικρή μονογραφία του Μιχάλη Μπαρτσίδη. Το δεύτερο και εκτενέστερο, 320 σελίδες, περιέχει σειρά κειμένων που επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την προϊστορία της έννοιας της διατομικότητας, τη γένεσή της, τη συνάφειά της με κοινωνιολογικές και γλωσσολογικές πτυχές, καθώς και μια σειρά από πρόσφατες επεξεργασίες της.

Η μορφή αυτή συνδέεται άρρηκτα με το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της έκδοσης. Ο Μπαρτσίδης συνθέτει το θεωρητικό εγχείρημα που αποτυπώνεται στην Εισαγωγή μέσα από έναν διαρκή διάλογο με τα κείμενα του κύριου μέρους. Ο αναγνώστης δεν έρχεται έτσι αντιμέτωπος με ένα ολοπαγές προκατασκευασμένο οικοδόμημα, αλλά καλείται να διαγράψει επανειλημμένα την τροχιά ανάμεσα στη θεωρητική σκιαγράφηση της Εισαγωγής και στα κείμενα που την υποστηρίζουν και που υποστηρίζονται από αυτήν.

Η κίνηση αυτή από την πλευρά του αναγνώστη είναι εξάλλου εγγενής και στο ίδιο το θεωρητικό αντικείμενο. Η έννοια της διατομικότητας, γαλλιστί transindividualité, εμφανίζεται αρχικά τη δεκαετία του 1930 στις περίφημες παραδόσεις του Κοζέβ, και πάλι τη δεκαετία του 1950 στο έργο του Σιμοντόν (G. Simondon), αλλά γνωρίζει την καθιέρωσή της μέσα από τις θεωρητικές επεξεργασίες του Μπαλιμπάρ (E. Balibar). Το κρίσιμο, πιστεύω, σε αυτές τις θεωρητικές επεξεργασίες, τις οποίες συνεχίζει ο Μπαρτσίδης, είναι η κατανόηση του προσυνθετικού trans: Δεν δηλώνει ένα «μετα-» ή ένα «υπέρ-», το επέκεινα, την υπέρβαση ως transcendere· δεν δηλώνει κάτι που βρίσκεται πέρα από τα άτομα, κάτι που τρόπον τινά λαμβάνει χώρα πίσω από την πλάτη τους, κάτι που ρυθμίζει ή χειρίζεται τις σχέσεις τους. Γι’ αυτό και είναι αποφασιστική η επέμβαση του Μπαρτσίδη ήδη στο επίπεδο της απόδοσης του όρου: Η transindividualité δεν είναι «υπερατομικότητα» αλλά «διατομικότητα». Θα μπορούσε κανείς εδώ να κάνει λόγο, χαϊντεγκεριανώς ειπείν, για τη μεταφραστική βία που ενίοτε είναι απαραίτητη για την ανάδειξη ενός εννοιακού περιεχομένου το οποίο κατά τα άλλα, σε μια επίπεδη, συνηθισμένη ή “καθιερωμένη” απόδοση θα έμενε κρυμμένο και αφανές.

Σε κάθε περίπτωση, η διατομικότητα επιχειρεί να διανοίξει ένα νέο πεδίο κριτικού αναστοχασμού της σχέσης ατόμου και ολότητας. Η σχέση αυτή εγγράφεται στο κοινωνικό πεδίο ως σχέση ατόμου και κοινωνίας/κράτους, δεν περιορίζεται ωστόσο σε αυτό, αλλά λαμβάνει μια ευρύτερη, οντολογική σημασία: Επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τη σχέση μέρους και όλου με έναν τρόπο που θα υπερβαίνει τον δυισμό τους. Το ατομικό και το συλλογικό δεν προϋπάρχουν, ούτε το ένα προηγείται του άλλου παράγοντάς το ή καθορίζοντάς το· αντίθετα, αποτελούν στιγμές μιας ενιαίας διαδικασίας παραγωγής και διαμόρφωσης. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια σχεσιακή οντολογία, όπου η σχέση δεν έρχεται να συνδέσει δύο προϋπάρχοντες πόλους, αλλά τους παράγει. Η ατομίκευση δηλώνει αυτήν ακριβώς τη διαδικασία παραγωγής τόσο του ατόμου όσο και της ολότητας. Η διαδικασία αυτή λαμβάνει δε συγχρόνως και γνωσιοθεωρητικά χαρακτηριστικά: Η κοινωνική γνώση δεν παρακολουθεί την κοινωνική πραγματικότητα ως δεδομένο, πλήρως σχηματισμένο μέγεθος, αλλά επενεργεί πάνω της και την συγκαθορίζει.

Αν ήθελα να συμπυκνώσω σε μια λέξη το μέλημα του εγχειρήματος της διατομικότητας, θα το έκανα με τη λέξη ελευθερία. Ο Μπαρτσίδης βέβαια θα απεκδυόταν, φαντάζομαι, κάθε συσχέτιση με κάποιο φιλελεύθερο μέλημα. Αλλά γνωρίζει ότι δεν πετάμε το μωρό μαζί με τα απόνερα της σκάφης. Σε αντιδιαστολή προς κάθε εκδοχή ελευθεριακότητας (libertarianism), αλλά και σε αντίθεση με κάθε ακραίο κοινοτισμό, από τη volonté générale του Ρουσσώ έως τον νεοσταλινισμό του Ζίζεκ, το αίτημα της ελευθερίας παραμένει μέσα στη διατομικότητα ζωντανό, ως ένα αίτημα διαμεσολάβησης ανάμεσα στο καθολικό και το επιμέρους.

Πιστεύω, ούτως ή άλλως, πως όλη αυτή η συζήτηση διεξάγεται υπό τη σκιά του Χέγκελ. Και το ίδιο φαίνεται πως πιστεύουν τόσο ο Μπαλιμπάρ όσο και ο Μπαρτσίδης. Η ταυτότητα που δεν αποκλείει εκτός της τη διαφορά, αλλά την συμπεριλαμβάνει· η πολιτική ελευθερία ως ζήτημα αναγνώρισης· και κυρίως η έννοια του πνεύματος (Geist), το οποίο –αυτό αξίζει πάντα να το υπενθυμίζουμε– δεν είναι ένα μυστικό επέκεινα, δεν παραπέμπει σε απόκρυφες διεργασίες και μυστικές δυνάμεις που υπογείως κινούν τα νήματα του κόσμου μας. Το εγελιανό πνεύμα βρίσκεται ουσιωδώς εντεύθεν, ενώ ουσία του δεν είναι παρά η εμφάνιση και αποκάλυψή του· δεν ενεργεί πίσω και ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, τα υποκείμενα, αλλά αποκλειστικά μέσα τους και μέσω αυτών. Με άλλα λόγια, το πνεύμα χρειάζεται τα άτομα, ή (με την ορολογία της διατομικότητας) το πνεύμα είναι σχέση – και τούτο κατά έναν διττό τρόπο: Αφενός το πνεύμα δεν είναι μια αυθυπόστατη καθολικότητα, αλλά η σχέση της καθολικότητας με τα επιμέρους άτομα· αφετέρου το πνεύμα δεν είναι μια αυθυπόστατη ουσία, η οποία άλλοτε φανερώνεται και άλλοτε αποκρύπτεται, αλλά πνεύμα είναι ό,τι φανερώνεται ως πνεύμα – ή με άλλα λόγια: ό,τι παραμένει απόκρυφο δεν είναι πνεύμα.

Ο Μπαρτσίδης εντάσσει το θεωρητικό πρόγραμμα της διατομικότητας στο ευρύτερο πλαίσιο μιας «φιλοσοφικής ανθρωπολογίας» που καλείται να διαστοχαστεί τον άνθρωπο «τόσο ως κατασκευασμένο υποκείμενο όσο και ως ελεύθερο» (σ. 61), διατυπώνοντας έτσι το σημαντικότερο (ή έστω το πλέον επίκαιρο) φιλοσοφικό ζήτημα των ημερών μας, στις αρχές του 21ου αιώνα. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα βρίσκω, επιπλέον, τον τρόπο με τον οποίο η έννοια της διατομικότητας επανεγγράφεται στη φιλοσοφική ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, καλούμενη να φωτίσει τις συνέχειες της μετάβασης από τον δομισμό στο φιλοσοφικό μεταμοντέρνο. Βρίσκω, λοιπόν, πολύ ενδιαφέρουσες τις επισημάνσεις του Μπαρτσίδη (σ. 63) για τα κοινά σημεία των δύο αυτών εγχειρημάτων: για τη δομή ως ανοιχτό σύστημα και ως σχέση διαφοράς μεταξύ των στοιχείων του· για τη δομή ως ανολοκλήρωτη ολότητα· και για τη δομή ως ιστορικά εξελισσόμενη ολότητα.

Το δεύτερο μέρος της έκδοσης περιέχει κείμενα κατανεμημένα σε τέσσερις ενότητες. Οι «Πηγές» περιλαμβάνουν σύντομα αποσπάσματα από τη σπινοζική Ηθική, την εγελιανή Φαινομενολογία του πνεύματος και από κείμενα των Μαρξ και Φρόυντ. Στις «Άμεσες αναφορές» συγκαταλέγονται κείμενα των Κοζέβ, Λακάν, Γκολντμάν και Σιμοντόν, τα οποία περιέχουν τις πρώτες ρητές και εκτενείς επεξεργασίες της έννοιας της διατομικότητας. Οι «Συναφείς προσεγγίσεις» περιέχουν κείμενα των Σίμμελ, Βέμπερ και Χάμπερμας, καθώς και των λιγότερο γνωστών Κουλιολί/Νορμάντ (A. Culioli & C. Normand) και Λεσέρκλ (J.-J. Lecercle). Τέλος, στις «Πρόσφατες επεξεργασίες» συναντούμε τους Μπαλιμπάρ, Ντελέζ, καθώς και τους Ντελ Λουκέζε (F. Del Lucchese), Βίρνο (P. Virno), Κιέζα (L. Chiesa) και Μορφίνο (V. Morfino). Με την εξαίρεση λίγων σελίδων που έχουν ληφθεί από ήδη εκδεδομένες μεταφράσεις, τα κείμενα αυτά αποτυπώνουν τον μεταφραστικό μόχθο της Λουκίας Μάνο-Χρηστίδη, στην οποία αξίζει ο έπαινος της επιτυχούς μετάφρασης δύσκολων θεωρητικών κειμένων από τέσσερις γλώσσες (αγγλική, γερμανική, γαλλική και ιταλική)!

Υπάρχουν κάποιες εκδόσεις τις οποίες έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη – και αυτές είναι δύο ειδών: Αφενός οι μεταφράσεις κειμένων αναφοράς, κλασικών κειμένων της φιλοσοφικής γραμματείας· και αφετέρου οι εκδόσεις θεωρητικών κειμένων που μας συνδέουν με τη διεθνή κοινότητα και μας εντάσσουν στις δικές της συζητήσεις. Η παρούσα έκδοση ανταποκρίνεται και στα δύο αυτά αιτήματα – και με αυτή την έννοια η επιτυχία της είναι διπλή.



Δημοσιεύθηκε: 5.9.2015

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Θανασάς, Παναγιώτης: (Βιβλιοκρισία του:) Μιχάλης Μπαρτσίδης (επιμ.): Διατομικότητα. Κείμενα για μια οντολογία της σχέσης (μτφρ. Λουκία Μάνο-Χρηστίδη· Αθήνα: Νήσος 2014). Κριτικά 2015-08, <http://www.philosophica.gr/critica/2015-08.html>.



ISSN 1791-776X