![]() |
||
![]() 2016-02 Ευθυμιάδης, Θανασάς & Παναγίδης: Αναγνώσεις Αριστοτέλη Στέφανος Ευθυμιάδης, Παναγιώτης Θανασάς, Χρίστος Παναγίδης (επιμ.): Αναγνώσεις του Αριστοτέλη. Λευκωσία: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Λευκωσίας 2014, xiii+140 σ., 16 €. Κρίνει ο Παναγιώτης Πουλακίδας (Πανεπιστήμιο Πατρών) Τα κείμενα του παρόντος τόμου αποτελούν επεξεργασμένη εκδοχή εισηγήσεων σε ένα διεθνές συνέδριο που έλαβε χώρα στη Λευκωσία τον Φεβρουάριο του 2013. Καταπιάνονται με ένα μεγάλο εύρος αριστοτελικών έργων και προβλημάτων που αφορούν από την πρακτική φιλοσοφία, μέχρι την αριστοτελική φυσική, την ψυχολογία, αλλά και τη βυζαντινή πρόσληψη του Αριστοτέλη. Δίχως αμφιβολία, τόσο για τον πλούτο του όσο και για την αρτιότητα των επιμέρους κεφαλαίων και των μεταφράσεων, αυτός ο τόμος συνιστά εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά στην ελληνική βιβλιογραφία, η οποία είναι, ακόμα και σήμερα, πολύ φτωχή σε σύγχρονες μελέτες για την αριστοτελική φιλοσοφία. Η παρούσα βιβλιοκρισία θα εστιάσει στα τέσσερα πρώτα κεφάλαια, καθώς αυτά φαίνεται να αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα με αντικείμενο την αριστοτελική ηθική. Ωφείλουμε ωστόσο, πρώτα, να παρουσιάσουμε τα υπόλοιπα άρθρα που απαρτίζουν τον εν λόγω συλλογικό τόμο. Αρχικά, το άρθρο του Χρήστου Παναγίδη «Η έννοια του τυχαίου στα Φυσικά ΙΙ.4-6»,στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να δείξει πως η έννοια «για κάποιο σκοπό» (ἕνεκα του), όπως αυτή εμφανίζεται στα Φυσικά ΙΙ.4-6, δεν αντιφάσκει με τη θεωρία του Αριστοτέλη για το τυχαίο. Έπειτα, το άρθρο των Γκάμπορ Μπέτεγκ, Φραντσέσκα Πεντριάλι και Κρίστιαν Πφάιφερ «Ο Αριστοτέλης για την τρισδιάστατη φύση των σωμάτων», σύμφωνα με το οποίο ο Αριστοτέλης φαίνεται στο Περί Ουρανού Ι.1 να προσπαθεί να συνθέσει ένα επιχείρημα του οποίου συμπέρασμα είναι η τρισδιάστατη φύση του χώρου. Συνεχίζοντας, θα συναντήσει κανείς το άρθρο της Ιρίνα Ντέρετιτς «Προς τι ομοιάζουν τα ἐν τῇ ψυχῇ παθήματα;»,το οποίο ασχολείται με το πεδίο της αριστοτελικής φιλοσοφίας της γλώσσας και συγκεκριμένα με τη σχέση μεταξύ ονομάτων και ονομαζόμενων πραγμάτων. Τα δύο τελευταία άρθρα του συλλογικού τόμου είναι αυτά της Κατερίνας Ιεροδιακόνου «Ο όρος διαφανές στον Αριστοτέλη και τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα» και του Γιώργου Ζωγραφίδη «Αναπαράσταση και τέχνη: Βυζαντινές επ-αναγνώσεις του Αριστοτέλη». Το πρώτο έχει ως κεντρική του ιδέα την θέση πως η πρόσληψη του Αριστοτέλη από τους υπομνηματιστές δεν συνιστά δευτερογενή ερμηνευτική ανασυγκρότηση αλλά μπορεί να συμβάλει στην επίλυση προβλημάτων και την άρση αντιφάσεων που ανακύπτουν στα αριστοτελικά κείμενα (ο όρος διαφανές χρησιμοποιείται ως ένα τέτοιο παράδειγμα), ενώ το δεύτερο στρέφεται στον τρόπο με τον οποίο το ευρύτερο σύστημα των αριστοτελικών εννοιών ασκεί επίδραση στη βυζαντινή αισθητική της εικονομαχικής περιόδου (8ος-9ος αιώνας). Ας στραφούμε, όμως, τώρα, στα άρθρα με αντικείμενο την αριστοτελική ηθική. Στο πρώτο κείμενο του τόμου, «Ορισμένα ζητήματα σχετικά με το επιχείρημα του έργου», ο Ντέιβιντ Τσαρλς (David Charles) θεματοποιεί το περίφημο «επιχείρημα από το έργο του ανθρώπου» (ergon argument), όπως αυτό παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων (Ι.7). Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, για να ορίσουμε την ευδαιμονία θα πρέπει να εντοπίσουμε ποια είναι η ανώτερη δραστηριότητα (ή οι ανώτερες, σε πληθυντικό αριθμό) της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή η δραστηριότητα, ως ίδιον του ανθρώπου, θα πρέπει να είναι έλλογη και η ορθή επιτέλεσή της να προϋποθέτει την αρετή. Ο Τσαρλς θέτει μια σειρά από ερωτήματα: είναι, άραγε, βέβαιο πως υπάρχει ένα έργο που προσιδιάζει στον άνθρωπο; γιατί πρέπει να αποδεχθούμε ως τέτοιο την έλλογη δραστηριότητα και όχι οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα; Στον πυρήνα όλων αυτών των ερωτημάτων βρίσκεται, κατά τον Τσαρλς, ένα και μόνο ερώτημα: διαθέτει ο άνθρωπος άραγε, ως άνθρωπος, κάποιο ἔργον; Σύμφωνα με τον Τσαρλς, υπάρχουν αρκετές απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα, ωστόσο, ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζει τρεις εξ αυτών ως βασικότερες. Πρώτον, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Αριστοτέλης πράγματι δείχνει πως ο άνθρωπος έχει ένα ορισμένο έργο, αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει έρεισμα στο υπό συζήτηση χωρίο. Δεύτερον, άλλοι υποστηρίζουν πως ο Αριστοτέλης λύνει το πρόβλημα του έργου ακολουθώντας μία μεταφυσική οδό. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο αγαθός άνθρωπος επιτυγχάνει το ανθρώπινο αγαθό, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που είναι. Το αριστοτελικό κείμενο, όμως, δεν φαίνεται να προϋποθέτει καμιά μεταφυσική δικαιολόγηση του ανθρώπινου έργου στον συσχετισμό του με την ευδαιμονία. Η τρίτη απάντηση, και αυτή που εν τέλει υιοθετεί ο Τσαρλς, είναι πως το «επιχείρημα του έργου» δεν ολοκληρώνεται στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, αλλά το πρόγραμμα του Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εκδίπλωση και δικαιολόγηση του ερωτήματος για το ἔργον τοῦ ἀνθρώπου. Το άρθρο του Τσαρλς, χωρίς να παρουσιάζει μια πρωτότυπη ερμηνεία του προβλήματος [1], προσφέρει μιαν εξαιρετική παρουσίαση των ερμηνειών που έχουν διατυπωθεί και των συνεπειών τους. Στο δεύτερο κείμενο, «Ο Αριστοτέλης για την εὐδαιμονίαν και τον τέλειον βίον», ο Βάλτερ Μες (Walter Mesch) μελετά το συμπέρασμα του «επιχειρήματος του έργου»: το ανθρώπινο αγαθό είναι ψυχῆς ἐνέργεια κατ’ ἀρετήν και, εάν υπάρχουν περισσότερες αρετές, κατὰ τὴν ἀρίστην καὶ τελειοτάτην (Ι.7, 1098a16-18) [2]. Αυτή η αριστοτελική διατύπωση έχει πυροδοτήσει, ως γνωστόν, μια σειρά από ερμηνευτικές διαμάχες. Από τη μία πλευρά, θα συναντήσει κανείς όσους υποστηρίζουν πως η ανθρώπινη ευδαιμονία εμπεριέχει κάθε μορφής ενάρετη δραστηριότητα ενώ, στον αντίποδα, όσους υποστηρίζουν πως μόνο μια δραστηριότητα, αυτή που πραγματώνεται χάρη στην ύψιστη αρετή της ανθρώπινης ψυχής, μπορεί να αποτελεί περιεχόμενο της ανθρώπινης ευδαιμονίας (H.N. 1098a16-18). Και αυτή η δραστηριότητα είναι η «θεωρία» (Η.Ν. 1177a12 κ.ε.). Ο Βάλτερ Μες, παρόλο που δεν στρατεύεται υπέρ καμίας εκ των δύο ερμηνειών, φαίνεται να θεωρεί προτιμητέα τη δεύτερη, επιμένοντας, ωστόσο, πως πρέπει να αποφύγουμε τις ακραίες εκδοχές της. Η δική του οπτική αποτελεί μια συνδυαστική προσέγγιση μεταξύ των παραπάνω ερμηνειών. Αναζητώντας τη χρυσή τομή, τρόπον τινά, μεταξύ των αντιμαχόμενων ερμηνειών, ο Μες εστιάζει στους στίχους 1098a18-20 που έπονται του επιχειρήματος: «Επιπλέον αυτό θα ισχύει ἔτι δ' ἐν βίῳ τελείῳ. Διότι ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη, ούτε μία και μόνη μέρα την φέρνει. Ομοίως, ούτε μία μέρα, ούτε λίγος χρόνος κάνουν τον άνθρωπο μακάριο και ευδαίμονα.»Σύμφωνα με τον Μες, αυτή η αριστοτελική πρόταση, όπου η έκφραση ἔτι δ' ἐν βίῳ τελείῳ πρέπει να αποδοθεί ως «στον πλέον υποδειγματικό βίο (υπό την έννοια της μορφικής και τελικής αιτιότητας)», δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της πρώτης ερμηνείας, αν και οφείλει κανείς να αναγνωρίσει πως αποτελεί πραγματικό πρόβλημα για τη δεύτερη ερμηνεία. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, αν υποθέσουμε πως η υποδειγματική ζωή σημαίνει το ίδιο πράγμα με το μῆκος βίου τέλειον στο Χ.7, θα καταλήξουμε, σύμφωνα με τον Μες, πως πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τη χρονική πλευρά του τέλειου βίου. Τότε η ευδαιμονία θα απαιτεί, από τη μία πλευρά, μία δραστηριότητα σύμφωνη με την αρετή αλλά, από την άλλη, μια ζωή που θα εκτείνεται σε ικανό χρόνο. Κατά τον Μες, η λύση είναι να αναγνωρίσουμε δύο άξονες στη σύλληψη του Αριστοτέλη για την ευδαιμονία. Ο πρώτος, τον οποίο ονομάζει «κάθετο άξονα», θα παραπέμπει σε μια ιεραρχική κατανόηση των αρετών, ενώ ο δεύτερος, ο «οριζόντιος άξονας», θα προϋποθέτει μια χρονική κατανόηση της ζωής. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η θεωρία όντως αποτελεί το περιεχόμενο της ευδαιμονίας αλλά, ταυτόχρονα, ο ευδαίμων βίος ως κάτι διαρκές δεν μπορεί να εξαντλείται σε αυτήν τη δραστηριότητα. Άρα, ευδαιμονία και ευδαίμων βίος δεν ταυτίζονται [3]. Με το ζήτημα της χρονικότητας, από μία διαφορετική ωστόσο οπτική, ασχολείται και το επόμενο άρθρο, ίσως το πιο πρωτότυπο αυτής της ενότητας (παρά την ομολογημένη οφειλή του στον A. Vigo [4]), αυτό του Παναγιώτη Θανασά «Για την έννοια του καιροῦ στο Ηθικά Νικομάχεια». Ο Θανασάς ξεκινά καταδεικνύοντας τις διαφορές μεταξύ της έννοιας του χρόνου, όπως εμφανίζεται στα Φυσικά, και της έννοιας καιρός (Η.Ν. Ι.4), όπως αυτή εμφανίζεται στις ηθικές πραγματείες του Αριστοτέλη. Ο «καιρός» αποτελεί μια χρονικότητα που αφορά πάντοτε μια συγκεκριμένη περίσταση και δεν προσδιορίζεται ποσοτικά αλλά μόνο ποιοτικά. Σε αντίθεση με τον χρόνο στα Φυσικά, ο οποίος υπάγεται στην κατηγορία του ποσού, η πρακτική χρονικότητα του «καιρού» δίνει έμφαση στη στιγμή της πράξης και επικεντρώνεται στην ασυνέχεια, υπό την έννοια πως η κάθε πράξη πάντοτε διακόπτει μια συνέχεια. Όπως τονίζει ο Θανασάς, αυτό δεν σημαίνει πως οι πράξεις δεν εντάσσονται σε ευρύτερες ολότητες, παρά μάλλον πως κάθε πράξη αποτελεί χρονική τομή. Μετά από αυτήν, ο κόσμος είναι πάντοτε διαφορετικός. Η χρονικότητα του ἀγαθῶς πράττειν εισάγει μια κανονιστικότητα που δεν παρέχει προσταγές ή συμβουλές για συγκεκριμένες πράξεις, αλλά σέβεται τα επιμέρους και την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων στο πεδίο της πράξης. Το ερώτημα που ανακύπτει αφορά τη φύση αυτής της κανονιστικότητας. Ο Θανασάς αρνείται πως αυτή η κανονιστικότητα πηγάζει από υπερβατολογικές αρχές και ισχυρίζεται πως η κανονιστικότητα πηγάζει από το γεγονός πως ο ίδιος ο καιρός συν-καθορίζει τη μορφή του αγαθού. Έτσι, θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κανείς πως το αριστοτελικό δέον εφαρμόζεται, σε ένα δεύτερο στάδιο, στο πεδίο του χρόνου. Αντίθετα, ο ίδιος ο καιρός συνιστά «προέλευση του αριστοτελικού δέοντος», δηλαδή όρο κατανόησης του δέοντος. Θεωρώ ότι θα ήταν ιδιαίτερα γόνιμη μια ευρύτερη πραγμάτευση της καιρικότητας που θα λάμβανε υπόψη της και τη χρονικότητα της ευδαιμονίας, όπως αυτή αναλύθηκε από τον Μες. Στο τέταρτο και τελευταίο άρθρο της ενότητας, «Αντιμετωπίζοντας την αριστοτελική έννοια της βούλησης», ο Κρίστοφ Ραπ (Christof Rapp) θέτει με σαφή τρόπο ένα ερώτημα που φαίνεται να ταλανίζει την κοινότητα των μελετητών του Αριστοτέλη για δεκαετίες. Μπορεί, άραγε, κανείς να εντοπίσει στον Αριστοτέλη μία έννοια βούλησης παρόμοια με αυτή που εμφανίζεται την εποχή της νεωτερικότητας; Όπως από την πρώτη στιγμή σημειώνει ο Ραπ, είναι αλήθεια πως η λέξη βούλησιςεμφανίζεται πολύ συχνά στα αριστοτελικά κείμενα. Μολαταύτα, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται ο Σταγειρίτης να κατανοεί τη βούληση διαφέρει αρκετά από τον τρόπο με τον οποίο η βούληση θεματοποιήθηκε από τη νεώτερη πρακτική φιλοσοφία. Η αριστοτελική βούληση παρουσιάζεται πολύ συχνά ως μία εκδοχή της ὀρέξεως και η θεώρηση αυτή, η τοποθέτηση δηλαδή της ίδιας της βούλησης στο επίπεδο της επιθυμίας, μας αποτρέπει από το να μπορούμε να κατανοήσουμε την αριστοτελική βούληση ως σύστοιχη της νεωτερικής will, καθώς βασικό στοιχείο της τελευταίας είναι η ελευθερία και η ευθύνη που έχουμε για τις επιλογές μας. Αρχικά, ο Ραπ κάνει έναν ενδελεχή σχολιασμό των σημαντικότερων, κατά την γνώμη του, απόψεων που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την αριστοτελική έννοια της βούλησης και δείχνει τα προβλήματά τους [5]. Στη συνέχεια, προχωρά στην ανάλυση αριστοτελικών εννοιών που παρουσιάζονται ως ικανοί υποψήφιοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συναφείς με την έννοια της νεωτερικής βούλησης. Μολαταύτα, κανένας από αυτούς τους υποψήφιους (βούλησις, ἑκούσιον, πρακτικός λόγος, προαίρεσις) δεν φαίνεται να πληροί τα κριτήρια που απαιτούνται προκειμένου να μπορούν να κατανοηθούν υπό το πρίσμα της νεωτερικής βούλησης. Με βάση τα παραπάνω, ο Ραπ καταλήγει σε μία διπλή παρατήρηση. Από τη μία πλευρά, αν εκλάβουμε την έννοια της βούλησης, υπό το πρίσμα της νεωτερικής έννοιας του όρου, ως ένα σύνθετο όρο που παραπέμπει σε ένα σύνολο λειτουργιών που σχετίζονται με την πράξη, τότε ο Αριστοτέλης κατάφερε να αποσαφηνίσει με επιτυχία κάποιες από αυτές τις λειτουργίες. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Αριστοτέλης απέτυχε (ή δεν ενδιαφέρθηκε) να ενοποιήσει όλες αυτές τις λειτουργίες. Κλείνοντας, οφείλει να αναφερθεί κανείς στην ουσιαστική, κατά τη γνώμη μου, προσφορά του παρόντος συλλογικού τόμου, καθώς τέτοιες ενέργειες επιτρέπουν σε ερευνητές που δεν ήταν δυνατό να παρευρίσκονται στο εν λόγω συνέδριο να βρίσκονται πλέον σε θέση να μπορούν να μελετήσουν τα κείμενα που παρουσιάστηκαν από τους ομιλητές. Επιπλέον, ο ίδιος ο συλλογικός τόμος προσφέρει όλα τα απαραίτητα εφόδια που χρειάζεται κανείς προκειμένου να είναι σε θέση να μελετήσει τα κείμενα, καθώς, εμπεριέχει επί μέρους βιβλιογραφία για κάθε άρθρο, καθώς και ευρετήριο όρων και ονομάτων και πίνακα χωρίων. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 12.9.2016 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |