![]() |
||||||||||||
![]() 2016-03 Βίττγκενσταϊν: Tractatus Ludwig Wittgenstein: Tractatus Logico-Philosophicus (εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια-ευρετήριο Ανδρέας Α. Γεωργαλλίδης, επιμ. μτφρ. Ναταλία Ν. Κυριακίδη, γλωσσική επιμ. Ανδρέας Π. Αντζουλής). Αθήνα: Εκδόσεις Ίαμβος 2016, 169 σ., 12 €. Κρίνει ο Μίλτος Ν. Θεοδοσίου Τον Ιούλιο του 2016 κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία η μετάφραση του βιβλίου του Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν Tractatus Logico-Philosophicus (στο εξής: TLP), από τον διδάκτορα φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Sussex Ανδρέα Γεωργαλλίδη. Πρόκειται για την τρίτη έκδοση του εν λόγω έργου στα ελληνικά: η πρώτη είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Δευκαλίων το 1971 από τον τότε επιμελητή του ίδιου περιοδικού, τον Θανάση Κιτσόπουλο, σε συνεργασία με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Γιώργο Βαμβαλή, ενώ η δεύτερη εμφανίστηκε το 1978 από τις εκδόσεις Παπαζήση ως αναθεωρημένη μετάφραση της πρώτης από τον Θανάση Κιτσόπουλο, αλλά μαζί με την εισαγωγή του Μπέρτραντ Ράσελ στο TLP (σε μετάφραση του Νίκου Γιανναδάκη). Ο κ. Γεωργαλλίδης, στο προλογικό του σημείωμα, χαρακτηρίζει την καινούρια του μετάφραση ως «μία σαφώς αναθεωρημένη μετάφραση του Tractatus Logico-Philosophicus στην ελληνική» (σ. 11). Δεν διευκρινίζεται σε τι αναφέρεται το “αναθεωρημένη”· μια εύλογη υπόθεση θα ήταν ότι αναφέρεται στην αναθεώρηση προηγούμενης μετάφρασης του ίδιου ή ενός άλλου μεταφραστή. Λίγες γραμμές παρακάτω ο κ. Γεωργαλλίδης ενημερώνει τους αναγνώστες του ότι μεταξύ των μεταφράσεων που «μελέτησε» συγκαταλέγεται και η ελληνική μετάφραση του Κιτσόπουλου του 1978. Χρειάζεται κανείς να αντιπαραβάλλει τη “νέα” μετάφραση με αυτή του 1978 για να καταλάβει ότι ο κ. Γεωργαλλίδης, δίχως να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά, έχει προβεί στην “αναθεώρηση” της μετάφρασης του Θανάση Κιτσόπουλου (και του Νίκου Γιανναδάκη) του 1978. Η εν λόγω μετάφραση είναι κάθε άλλο παρά δυσεύρετη: κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Παπαζήση [1]. Ως προς τη δομή της έκδοσης, ο κ. Γεωργαλλίδης έχει φροντίσει, εκτός του προλογικού του σημειώματος, να προσθέσει μια δική του εισαγωγή, αλλά και δικά του σχόλια, βιβλιογραφία και ευρετήριο όρων και κυρίων ονομάτων. Στην έκδοση περιέχεται, όπως έχει καθιερωθεί πλέον για κάθε έκδοση του TLP, και η (μεταφρασμένη) εισαγωγή του Μπέρτραντ Ράσελ. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε την “αναθεωρημένη” μετάφραση του κ. Γεωργαλλίδη και θα την εξετάσουμε τόσο ως προς τη μεταφραστική της επάρκεια όσο και ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση που την καθοδηγεί (μέσα στους περιορισμούς μιας βιβλιοκρισίας). Θα καταστεί εμφανές ότι η εν λόγω έκδοση βρίθει μεταφραστικών αυθαιρεσιών, ερμηνευτικών αστοχιών αλλά και ερασιτεχνικών πρακτικών, όπως η αντιγραφή εξωτερικών πηγών δίχως επισήμανση, ο άσκοπος σχολιασμός και η αδιαφορία για τον μη ειδικό αναγνώστη. Η εισαγωγή του μεταφραστή
Σοβαρότερο ατόπημα, όσον αφορά τουλάχιστον τον μη ειδικό αναγνώστη, από την αντιγραφή του λήμματος της ελληνικής Βικιπαιδείας χωρίς επισήμανση, αποτελεί το γεγονός ότι η παράγραφος αυτή περιέχει όλα όσα περιλαμβάνει ο κ. Γεωργαλλίδης στην εισαγωγή του για να βοηθήσει και να ενημερώσει τον αναγνώστη του σχετικά με το περιεχόμενο του TLP, την (περιπετειώδη) ιστορία της έκδοσής του, την ιστορία της πρόσληψής του και τη σημαντική επίδραση που είχε στη φιλοσοφία του 20ου αιώνα. Δεν γίνεται, άλλωστε, καμία αναφορά στη σπουδαιότητα του TLP για τη σύγχρονη φιλοσοφία ούτε στις νέες αναγνώσεις που έχουν εισηγηθεί ανατρεπτικά ρεύματα της βιττγκενσταϊνικής ερμηνευτικής βιομηχανίας γύρω από το βιβλίο τα τελευταία 30 χρόνια, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό [3]. Για τους ειδικούς μελετητές, είναι δυσάρεστη, εν έτει 2016, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην εισήγηση του 2010 μιας λαμπρής υπόθεσης από τον Λουτσιάνο Μπατσόκι (Luciano Bazzocchi), που αποκωδικοποιεί την αρίθμηση του TLP, αποκαλύπτοντας με εντυπωσιακό τρόπο τη δενδροειδή μορφή του όχι μόνο τυπικά, δηλαδή τακτοποιώντας τις προτάσεις απλά και μόνο σε ένα δενδροειδές σχήμα, αλλά και ουσιαστικά, δηλαδή αναπτύσσοντάς τες εντός μιας στρωτής και φυσικής ερμηνείας του ίδιου του βιβλίου [4]. Εύλογα αναρωτιέται κανείς αν ο κ. Γεωργαλλίδης έχει καν γνώση του ζητήματος. Από τη δεύτερη κιόλας παράγραφο της εισαγωγής του, ο κ. Γεωργαλλίδης προχωρά σε μία λεπτομερή και συστηματική παράθεση αποσπασμάτων από το βιβλίο που μεταφράζει, μαζί με εκτενή τεχνικό και ερμηνευτικό σχολιασμό τους. Ο σχολιασμός δεν περιορίζεται στο TLP και τη δευτερεύουσα γραμματεία που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτό, αλλά και στις εκδόσεις σημειώσεων του Βίττγκενσταϊν, όπως τα σημειωματάριά του της περιόδου 1914-16. Περιστασιακά ο σχολιασμός περιορίζεται απλά και μόνο σε χαρακτηρισμούς (ο Βίττγκενσταϊν κάνει την «παράξενη δήλωση ...», σ. 20), αλλά συνήθως λαμβάνει τη μορφή αόριστων τοποθετήσεων («είναι προφανές, ότι μία θεωρία της γλώσσας θα πρέπει να απαιτεί μεταξύ άλλων μία γλώσσα η οποία να διευκρινίζει τις θέσεις των πραγμάτων στον κόσμο. Αυτά τα πράγματα είναι αναγκαία για τη λογική σύνταξη της γλώσσας», σ. 23) και επιπόλαιων διατυπώσεων («Σύμφωνα με το Tractatus, οποιαδήποτε προσπάθεια για να δημιουργηθεί μια φιλοσοφική πρόταση (ένα φιλοσοφικό Bild), θα είναι ανεπιτυχής», σ. 25· «αν δεχτούμε ότι το Tractatus είναι α-νόητο, τότε με ποιον τρόπο μπορεί να κάνει λάθη;», σ. 26, κ.ο.κ.). Η εισαγωγή ολοκληρώνεται με επτά απορίες-ερωτήματα του μεταφραστή σχετικά με τη λογική συνοχή του βιβλίου που μεταφράζει, στα οποία ο ίδιος ο κ. Γεωργαλλίδης επιχειρεί πλέον να απαντήσει προτείνοντας στον αναγνώστη τη δική του ερμηνευτική τοποθέτηση: σε αυτή τη συνάφεια, ο κ. Γεωργαλλίδης μιλάει περί ενός “τρακταριανού μυστικισμού” (σ. 28). Σύμφωνα με αυτόν, το TLP «δεν εκφράζει αλήθειες» (σ. 27) [5], αλλά «για την κατανόησή του κάποιος χρειάζεται ένα ιδιαίτερο είδος ποιητικού νου» (σ. 26) με στόχο ο αναγνώστης του TLP «να έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μίαν τελική αίσθηση» (σ. 27, πλάγια στο πρωτότυπο), η οποία “τελική αίσθηση” «θα μας επιτρέψει να βιώσουμε [ένα] ιδιαίτερο είδος σιωπής» (σ. 28, πλάγια στο πρωτότυπο). Στις δύο τελευταίες σελίδες της εισαγωγής του, ο κ. Γεωργαλλίδης εξηγεί ότι η “τελική αίσθηση” είναι μία «μυστικιστική αίσθηση» (σ. 29), χάρη στην οποία «ο καθένας μπορεί να δει τα όρια του κόσμου του με τον δικό του τρόπο» (σ. 30), από όπου όμως θα αποκομίσει «μία καλύτερη συνειδητότητα των ορίων της γλώσσας και των ορίων του κόσμου» γενικά (ό.π.). Θα αφήσουμε ασχολίαστη την πρωτοβουλία του κ. Γεωργαλλίδη να αφιερώσει σχεδόν το ένα τρίτο της Εισαγωγής του (σ. 25-30) αποκλειστικά στην προσωπική του ερμηνευτική τοποθέτηση πάνω στο βιβλίο που μεταφράζει. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Γεωργαλλίδης δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στον αναγνώστη του πώς αυτή διαφοροποιείται από τις ήδη καθιερωμένες (τις οποίες, εξάλλου, δεν παρουσιάζει στην Εισαγωγή του ή οπουδήποτε αλλού), και, αν όντως διαφοροποιείται, γιατί είναι προτιμότερη από αυτές. Κατά συνέπεια, ακόμα και ο ειδικός αναγνώστης αδυνατεί να αξιολογήσει αυτό το κομμάτι της Εισαγωγής. Η Εισαγωγή του Μπέρτραντ Ράσελ
Δυστυχώς, η τακτική του κ. Γεωργαλλίδη, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, εφαρμόζεται σε ολόκληρη τη “μετάφρασή” του της Εισαγωγής του Ράσελ, ενώ στην απόπειρά του εύρεσης συνώνυμων όρων προκειμένου να αντικαταστήσει τους αρχικούς, καταλήγει σε πλήθος επιπόλαιων διατυπώσεων («οι δυσκολίες μού εισηγούνται μια δυνατότητα», σ. 44 –αντί «μου υποβάλλουν την ιδέα για» όπως είναι στην αρχική μετάφραση· «μία [...] υπόθεση μπορεί να δραπετεύσει από τα συμπεράσματα του Wittgenstein», σ. 45 –αντί του «μπορεί να ξεφύγει» όπως είναι στο αρχικό, κ.ο.κ.). Επιπρόσθετα, ο κ. Γεωργαλλίδης δεν εξηγεί τις αποφάσεις του στην απόδοση συγκεκριμένων δυσμετάφραστων όρων στα ελληνικά –για παράδειγμα, τον γερμανικό όρο “Satz”: στα ελληνικά μεταφράζεται ως “πρόταση”, αλλά στα αγγλικά σημαίνει είτε πρόταση με την έννοια της “proposition” είτε πρόταση με την έννοια της “sentence”. Ο κ. Γεωργαλλίδης επιλέγει δίχως δικαιολόγηση την εύκολη λύση: μεταφράζει, στην Εισαγωγή του Ράσελ, “πρόταση” το “proposition” και “πρόταση*” το “sentence”, και παραπέμπει τον αναγνώστη του στο σχόλιο με αριθμό 8 για τη διευκρίνηση των όρων. Αλλά ούτε εκεί ούτε πουθενά αλλού εξηγεί ποια είναι η σκοπιμότητα του Ράσελ να χρησιμοποιήσει δύο όρους ή γιατί θεωρεί ότι η επισήμανση είναι σημαντική για τη μετάφραση (στη μετάφραση Γιανναδάκη δεν υπάρχει τέτοια επισήμανση). Αυτή η τυφλή προσκόλληση στο γράμμα του κειμένου είναι ακατανόητη για τον μη ειδικό αναγνώστη. Στη μετάφρασή του της Εισαγωγής του Ράσελ, τέλος, βρίσκουμε τον κ. Γεωργαλλίδη να μεταφράζει τον τρακταριανό όρο “das Mystische” ως “το Μυστικιστικό” (αντί για “το Μυστικό στοιχείο”, όπως ήταν στην αρχική μετάφραση). Η ίδια επιλογή γίνεται και για τη μετάφραση του όρου στο κύριο σώμα του TLP (προτάσεις 6.44, 6.45 και 6.522). Κρίνοντας από το ερμηνευτικό πλαίσιο που αναπτύσσει ο μεταφραστής στην εισαγωγή του, σχετικά με έναν “τρακταριανό μυστικισμό”, η επιλογή φαίνεται εύλογη. Εντούτοις, το γεγονός που επισημάναμε παραπάνω, δηλαδή ότι ο κ. Γεωργαλλίδης παρουσιάζει την ερμηνεία του δίχως να εξηγεί πώς αυτή διαφοροποιείται από τις ήδη καθιερωμένες ή γιατί είναι προτιμότερη από αυτές, αφήνει τη μεταφραστική του επιλογή μετέωρη. [6] Εξάλλου, μια τέτοια μεταφραστική επιλογή δεν αφήνει περιθώριο στον αναγνώστη να διαμορφώσει δική του άποψη για το θέμα –ιδίως εφόσον ο ίδιος ο μεταφραστής παραδέχεται, στο σχόλιό του με αριθμό 79, ότι «η έννοια αυτή ποτέ δεν εξηγείται» από τον ίδιο τον Βίττγκενσταϊν (σ. 153). Για τον λόγο αυτό, η μετάφραση του Κιτσόπουλου, “το Μυστικό στοιχείο”, φαίνεται σαφώς βολικότερη. Tractatus Logico-Philosophicus
Η αγγλική απόδοση είναι πιστή στο γερμανικό πρωτότυπο και έχει ως εξής:
Αποτελεί, ακόμα και σήμερα, μυστήριο ποιες είναι οι τρεις λέξεις. Αλλά κυκλοφορεί η φήμη ότι πρόκειται για τις “Συμφωνώ ή διαφωνώ”, πράγμα που, από ερμηνευτική άποψη, αποκτά σημασία για το TLP, μια και συσχετίζεται με τη λεγόμενη “διπολικότητα” (bipolarity, σύμφωνα με τον καθιερωμένο αγγλικό τεχνικό όρο) που αποδίδει ο Βίττγκενσταϊν στις προτάσεις της γλώσσας: μεταφορικά μιλώντας, μια πρόταση κατά το TLP έχει δύο πόλους όπως ένας μαγνήτης, “συμφωνία με την πραγματικότητα” και “διαφωνία με την πραγματικότητα”. Η μετάφραση του Θανάση Κιτσόπουλου του 1978 παραθέτει τη φράση αμετάφραστη. Στην “αναθεωρημένη” του μετάφραση του ο κ. Γεωργαλλίδης αποφασίζει να το μεταφράσει ως εξής:
Αφήνουμε σκόπιμα ασχολίαστο το πρώτο σκέλος της μεταφρασμένης φράσης. Αλλά αναφορικά με το δεύτερο, αποτελεί μυστήριο για ποιο λόγο ο κ. Γεωργαλλίδης επιλέγει να αποδώσει το “drei Worten” ως “δυο λόγια” αντί για “τρεις λέξεις”. Με αυτή τη μεταφραστική επιλογή, η ανάδειξη του προβληματισμού που περιγράψαμε παραπάνω παρεμποδίζεται. Εύλογα υποθέτει κανείς ότι ο κ. Γεωργαλλίδης δεν έχει γνώση του ζητήματος. Μετά την προμετωπίδα, ο Βίττγκενσταϊν έχει συγγράψει έναν πολύ σύντομο Πρόλογο, όπου κάνει την απόπειρα να εξηγήσει στους αναγνώστες του ότι κύριο μέλημα του βιβλίου του είναι να βάλει όρια στη σκέψη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Βίττγκενσταϊν δίνει μια από τις πιο γνωστές φράσεις του TLP, η οποία συνοψίζει με χαρακτηριστικό τρόπο τόσο το λακωνικό και συγκρατημένο ύφος του βιβλίου όσο και τη φιλοσοφική σκοπιμότητα της συγγραφής του: «Das Buch will also dem Denken eine Grenze ziehen, oder vielmehr—nicht dem Denken, sondern dem Ausdruck der Gedanken». Στη μετάφραση του Θανάση Κιτσόπουλου, η περίφημη φράση αποδίδεται ως εξής:
Η “αναθεώρηση” του κ. Γεωργαλλίδη δίνει το παρακάτω, μάλλον άχαρο, αποτέλεσμα:
Ποια είναι η σκοπιμότητα της παρεμβολής γερμανικών όρων και τεχνικής ορολογίας μέσα στο κείμενο, ορολογία την οποία ο αναγνώστης δεν έχει καν συναντήσει ακόμη; (Υπενθυμίζουμε ότι το κυρίως σώμα του TLP, που παρουσιάζει τους εν λόγω όρους, ξεκινάει μετά τον Πρόλογο.) Οι προσθήκες του μεταφραστή (επαναλαμβάνουμε, για παν ενδεχόμενο, ότι οι παραπάνω προσθήκες στις αγκύλες βρίσκονται αυτολεξεί μέσα στο κείμενο) κινδυνεύουν να καταστούν λόγοι για να του αποδοθεί ερασιτεχνισμός ή απλή αδιαφορία για τον μη ειδικό αναγνώστη του. Προχωρώντας τώρα στο κύριο σώμα της μετάφρασης του TLP από τον κ. Γεωργαλλίδη, ανακαλύπτει κανείς όσα αναφέραμε παραπάνω: ο κ. Γεωργαλλίδης, δίχως να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά, έχει προβεί στην “αναθεώρηση” της μετάφρασης του Κιτσόπουλου του 1978. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μετάφρασης [7] βασίζεται, με μικρές παραλλαγές, στη μετάφραση του Κιτσόπουλου. Δεν πρόκειται κατά κανένα τρόπο για γνήσια “νέα”, τρίτη μετάφραση του TLP. Αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο αποκρύπτεται αυτό το γεγονός στο εξώφυλλο του βιβλίου και κατά πόσο ο εκδότης ανέλαβε εν γνώσει του την “αναθεωρημένη” (επαν)έκδοση της μετάφρασης ενός άλλου εκδοτικού οίκου, η οποία ακόμη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Είναι αδύνατο, εντός του περιορισμένου χώρου που διαθέτουμε, να εξετάσουμε πρόταση-πρόταση τις “αναθεωρήσεις” στις οποίες προβαίνει ο κ. Γεωργαλλίδης. Σχεδόν πάντοτε αλλάζει αδικαιολόγητα –και χωρίς συνέπεια– τους όρους της αρχικής μετάφρασης, π.χ. ο όρος “αλήθεια” γίνεται “αληθότητα” (πρόταση 2.22 κ.ε.), αλλά ο όρος “αλήθεια” επανέρχεται στη συνέχεια· η “αληθής σκέψη” γίνεται “αληθινή σκέψη” (πρόταση 3.01), αλλά η εικόνα παραμένει “αληθής” (πρόταση 2.225) κ.ο.κ., χωρίς εξήγηση. Προτρέπουμε όποιον αναγνώστη είναι σε θέση να το κάνει, να εξετάσει μονάχα τις πρώτες σελίδες της “νέας μετάφρασης” για να διαπιστώσει μόνος του τι ακολουθεί στο υπόλοιπο βιβλίο. Μπορούμε, ωστόσο, να δούμε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα της μετάφρασης Γεωργαλλίδη σε αντιπαραβολή με τη μετάφραση Κιτσόπουλου [8]: Πρόταση 6.521
Πρόταση 6.53
Αλλά αρκεί η αντιπαραβολή της μετάφρασης Γεωργαλλίδη με την καθιερωμένη αγγλική μετάφραση της αντίστοιχης πρότασης [9] για να κατανοήσει κανείς τους λόγους της απόκλισης:
Ο “μεταφραστής” σε αυτή την περίπτωση έχει “ξεπατικώσει” την καθιερωμένη αγγλική μετάφραση αντί εκείνη του Κιτσόπουλου. Σοβαρότερα ατοπήματα μιας μετάφρασης είναι, ασφαλώς, εκείνα που δυσχεραίνουν αδικαιολόγητα τη μελέτη του μεταφρασμένου έργου. Μετά τα παραπάνω, δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μέλημα του μεταφραστή είναι η διευκόλυνση του αναγνώστη: πράγματι, στην απόπειρα “αναθεώρησης” της μετάφρασης Κιτσόπουλου, η “μετάφραση” Γεωργαλλίδη εμφανίζει ατοπήματα τα οποία όχι μόνο δυσχεραίνουν τη μελέτη αλλά την αποπροσανατολίζουν εντελώς. Θα περιοριστούμε σε τέσσερα παραδείγματα: την περίπτωση των προτάσεων 2.181-2.182, της 5.1362, της 5.5421 και της 6.13. (α) Στις προτάσεις 2.181-2.182 του TLP, ο Βίττγκενσταϊν παρουσιάζει την έννοια της «λογικής εικόνας» [das logische Bild], δηλαδή μιας εικόνας της οποίας η μορφή, χάρη στην οποία επιτελείται η απεικονιστική λειτουργία καταστάσεων της πραγματικότητας, συνίσταται σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «λογική μορφή» [die logische Form]. Το σκεπτικό του έχει ήδη αναπτυχθεί βήμα-βήμα στις προηγούμενες προτάσεις: Στις 2.11 και 2.12 έχει εισηγηθεί την ιδέα ότι ως «εικόνα» [Bild] εννοεί ένα μοντέλο της πραγματικότητας, δηλαδή την παράσταση μιας κατάστασης στον «λογικό χώρο». Ο τρόπος συσχετισμού εικόνας και πραγματικότητας (2.1511) έγκειται αφενός στη δυνατότητα μιας δομημένης απεικόνισης της πραγματικότητας, την οποία δυνατότητα ο Βίττγκενσταϊν ονομάζει «μορφή της απεικόνισης» [Form der Abbildung] (2.15): μια εικόνα και πραγματικότητα μοιράζονται (έχουν κοινή) μια συγκεκριμένη τέτοια μορφή, προκειμένου η εικόνα να απεικονίζει την πραγματικότητα με τον δικό της συγκεκριμένο τρόπο [auf seine Art und Weise], δηλαδή με τη δική της μορφή της απεικόνισης (2.17). Αφετέρου, όμως, εικόνα και πραγματικότητα οφείλουν να μοιράζονται και τη «μορφή της πραγματικότητας» [die Form der Wirklichkeit] (2.18), προκειμένου η εικόνα να μπορεί να απεικονίζει την πραγματικότητα. Αυτήν ακριβώς τη «μορφή της πραγματικότητας» ο Βίττγκενσταϊν αποκαλεί «λογική μορφή» (2.18). Η εισήγηση της «λογικής εικόνας» γίνεται για να προσδιοριστεί αυτή η διπλή προϋπόθεση της απεικόνισης (2.181): «Ist die Form der Abbildung die logische Form, so heißt das Bild das logische Bild». Σε μετάφραση Κιτσόπουλου: «Αν η μορφή της απεικόνισης είναι η λογική μορφή, η εικόνα ονομάζεται λογική εικόνα». Και είναι προφανές ότι, μολονότι κάθε τι που λειτουργεί ως εικόνα (π.χ. οι ζωγραφικοί πίνακες και οι φωτογραφίες) είναι και λογική εικόνα, εφόσον απεικονίζει κάτι, κάθε λογική εικόνα δεν διαθέτει κατ’ ανάγκη όλα τα γνωρίσματα που έχει κάθε τι που λειτουργεί ως εικόνα (π.χ. κάθε λογική εικόνα δεν είναι κατ’ ανάγκη ζωγραφικός πίνακας): «Jedes Bild ist auch ein logisches. (Dagegen ist z. B. nicht jedes Bild ein räumliches.)» (2.182). Σε μετάφραση Κιτσόπουλου: «Κάθε εικόνα είναι και λογική εικόνα. (Αντίθετα κάθε εικόνα δεν είναι π.χ. χωροδιάστατη.)». Ο κ. Γεωργαλλίδης μεταφράζει, χωρίς λόγο, τις δύο τελευταίες προτάσεις αντίστοιχα ως εξής: «Μία εικόνα της οποίας η απεικονιστική μορφή είναι λογική μορφή, ονομάζεται μία λογική εικόνα» (2.181) και «Κάθε εικόνα είναι επίσης μία λογική εικόνα (αντίθετα, για παράδειγμα, κάθε εικόνα δεν είναι χωροδιάστατη» (2.182). Εκ πρώτης όψεως, δεν υφίσταται κάποια σοβαρή διαφορά μεταξύ των ελληνικών μεταφράσεων, αλλά ο κ. Γεωργαλλίδης επισυνάπτει ένα ερμηνευτικό σχόλιο στην 2.182 (το σχόλιο με αριθμό 26), όπου η μεταφραστική του επιλογή να μην ακολουθήσει το πρωτότυπο (ή/και τη μετάφραση Κιτσόπουλου) στην 2.181 (απαλείφοντας την προτασιακή δομή «αν ... τότε») τον οδηγεί να γράψει τα εξής: «Ο Wittgenstein προσφέρει δύο διαφορετικές εκδοχές για τον όρο “λογική εικόνα”, δημιουργώντας σύγχυση. [Παραθέτει την 2.181 – Μ.Θ.] Αυτό αφορά μίαν περιορισμένη αντίληψη για τον όρο “λογική εικόνα”, αφού ισχυρίζεται ότι οι λογικές εικόνες είναι οι μόνες εικόνες που η απεικονιστική τους μορφή είναι λογική μορφή» (σ. 140). Αλλά καμία τέτοια σύγχυση δεν υπάρχει στο ίδιο το κείμενο του Βίττγκενσταϊν – απλώς ο κ. Γεωργαλλίδης δεν στάθηκε ικανός να το παρακολουθήσει. (β) Στην πρόταση 5.1362, ο Βίττγκενσταϊν γράφει για την ελευθερία της βούλησης: «Die Willensfreiheit besteht darin, dass zukünftige Handlungen jetzt nicht gewusst warden können». Σε μετάφραση Κιτσόπουλου: «Η ελευθερία της βούλησης έγκειται στο πως μελλοντικές πράξεις δεν μπορούν να είναι γνωστές από πριν». Ο κ. Γεωργαλλίδης μεταφράζει αντίστοιχα ως εξής: «Η ελευθερία της βούλησης συνίσταται στο ότι μελλοντικές πράξεις δεν μπορούν να γίνουν γνωστές». Εκτός της λανθασμένης μετάφρασης, ελάχιστη σκέψη χρειάζεται για να διαπιστώσει κανείς ότι η δήλωση αυτή είναι καταφανώς λανθασμένη. (γ) Στην πρόταση 5.5421 ο Βίττγκενσταϊν γράφει για την ψυχή: «Dies zeigt auch, dass die Seele —das Subjekt etc.— wie sie in der heutigen oberflächlichen Psychologie aufgefasst wird, ein Unding ist». Σε μετάφραση Κιτσόπουλου: «Αυτό δείχνει ακόμα πως η ψυχή –το υποκείμενο, κλπ.–, όπως την αντιλαμβάνεται η σημερινή επιπόλαιη ψυχολογία, είναι ανύπαρχτο κατασκεύασμα». Ο κ. Γεωργαλλίδης μεταφράζει αντίστοιχα ως εξής: «Αυτό δείχνει, επίσης, ότι η ψυχή –το υποκείμενο, κ.λπ.–, όπως την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη επιφανειακή ψυχολογία, είναι ένα μη-πράγμα». Αναρωτιέται κανείς σε τι μονοπάτια θα οδηγηθεί ο αναγνώστης που θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει τη μετάφραση Γεωργαλλίδη για το “μη-πράγμα”. Είναι κρίμα που δεν ακολούθησε και εδώ ξανά την αγγλική μετάφραση, η οποία μεταφράζει το “ein Unding ist” ως “there is no such thing as” (τόσο του Όγκντεν [Ogden] [10] όσο και των Περς & Μακγκίνες [Pears & McGuinness]). (δ) Στην πρόταση 6.13 ο Βίττγκενσταϊν κάνει την εξαιρετικά σημαντική, για την φιλοσοφική ερμηνεία του βιβλίου, δήλωση: «Die Logik ist transzendental». Δυστυχώς η μετάφραση Κιτσόπουλου του 1978 σε αυτό το σημείο μεταφράζει λανθασμένα, «Η λογική είναι υπερβατική», αποδίδοντας δηλαδή εσφαλμένα το “transzendental” ως “υπερβατικό” (δεν πρόκειται για μεμονωμένη αβλεψία: στην πρόταση 6.421, όπου επανεμφανίζεται ο όρος, ο Κιτσόπουλος επαναλαμβάνει το ίδιο σφάλμα). Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπάρχει σήμερα μελετητής του TLP στα ελληνικά ο οποίος, βλέποντας τη μετάφραση του Κιτσόπουλου, να μην διαπιστώσει αμέσως το μεταφραστικό λάθος –η έννοια του τρακταριανού “transzendental” αποτελεί θέμα εκατοντάδων άρθρων και δεκάδων βιβλίων στη σχετική βιβλιογραφία και κάθε ερμηνεία τοποθετείται πάνω σε αυτό. Και όμως: ο κ. Γεωργαλλίδης αναπαράγει άκριτα το ίδιο ακριβώς σφάλμα στη μετάφραση των αντίστοιχων προτάσεων. Και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται περί αβλεψίας στην αντιγραφή, μια και στα ερμηνευτικά του σχόλια ο κ. Γεωργαλλίδης μιλάει για τον «υπερβατικό χαρακτήρα του χώρου και του χρόνου» στη φιλοσοφία του Καντ, «ή τη λεγόμενη “Υπερβατική Αισθητική”» (σ. 134). Ερμηνευτικά σχόλια του μεταφραστή Ένα δευτερεύον ζήτημα είναι η υπερβολική παρουσία αγγλισμών στον γραπτό λόγο του κ. Γεωργαλλίδη, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι μεγάλο μέρος των σχολίων αποτελεί απευθείας μετάφραση από κάποιο αγγλικό κείμενο (του ιδίου του κ. Γεωργαλλίδη, οφείλουμε να εικάσουμε καλόπιστα). Ακόμα και έτσι, ωστόσο, παραμένει μια απορία για τον (πρακτικά ανύπαρκτο) ρόλο των (γλωσσικών και μη) επιμελητών της μετάφρασης που αναφέρονται στην έκδοση: εάν η έκδοση αυτή αποτελεί προϊόν επιμέλειας, αναρωτιέται κανείς σε ποια κατάσταση παραδόθηκε το κείμενο προτού επέμβουν οι δύο επιμελητές. Συνολική αποτίμηση Η μετάφραση Γεωργαλλίδη είναι το ακριβώς αντίθετο: αποτελεί δείγμα μιας νοοτροπίας που θα όφειλε να έχει εκλείψει από τον ελληνικό εκδοτικό και ακαδημαϊκό χώρο. Η εμφάνισή της, μάλιστα, σε μια περίοδο δύσκολη εκδοτικά, δεν μπορεί παρά να προκαλεί την απογοήτευση για την απώλεια μιας σπουδαίας ευκαιρίας για τη βιττγκενσταϊνική γραμματεία στη χώρα μας [11]. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 16.10.2016 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |