![]() |
||
![]() 2016-05 Βίττγκενσταϊν: Tractatus Απάντηση σε μια βιβλιοκρισία του Μ. Θεοδοσίου [2016-03, για την έκδοση: Ludwig Wittgenstein: Tractatus Logico-Philosophicus (εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια-ευρετήριο Ανδρέας Α. Γεωργαλλίδης, επιμ. μτφρ. Ναταλία Ν. Κυριακίδη, γλωσσική επιμ. Ανδρέας Π. Αντζουλής). Αθήνα: Εκδόσεις Ίαμβος 2016]. Απαντά ο Ανδρέας Α. Γεωργαλλίδης (Δρ Φιλοσοφίας) Έχω διαβάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη φιλόδοξη κριτική του Μίλτου Ν. Θεοδοσίου (στο εξής: Μ.Θ.) [1] για τη μετάφρασή μου (στο εξής: Α.Γ.) [2] με εισαγωγή, σχόλια και ευρετήριο, για το έργο του Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν με τίτλο Tractatus Logico-Philosophicus (στο εξής: TLP) [3]. Αν και σκόπιμα απέφυγα στο βιβλίο μου να εξηγήσω σε ποια σημεία και γιατί διαφοροποιούμαι μεταφραστικά από τον Θανάση Κιτσόπουλο (στο εξής: Θ.Κ.) [4], η βιβλιοκρισία του Μ.Θ., η οποία αμφισβητεί μεταξύ άλλων το γεγονός πως το βιβλίο μου αποτελεί μια σαφώς αναθεωρημένη μετάφραση στην ελληνική (σ. 1), μου επιβάλλει να το κάνω. H μετάφραση του Θ.Κ. αποτέλεσε, ομολογουμένως, μία σοβαρή επιστημονική προσπάθεια για αναμέτρηση με έναν από τα πιο δύσκολα κείμενα της Φιλοσοφίας της Γλώσσας. Ωστόσο, η ελληνική μετάφραση, που δημοσιεύτηκε πριν από σαράντα σχεδόν χρόνια, παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες. Μια εμπεριστατωμένη απάντηση στην κριτική του Μ.Θ. θα είχε τον εξής χαρακτήρα: Συγκριτικά για τις μεταφράσεις Θ.Κ. και Α.Γ. 2. Στη μετάφραση της Εισαγωγής του Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russell) (Θ.Κ., σ. 31, στην πρώτη παράγραφο, τέταρτη γραμμή, πριν από την πρόταση «Είναι εύκολο να δει κανείς […]»), ο Θ.Κ. παραλείπει να μεταφράσει και να γράψει την πρόταση «Wittgenstein makes use of the latter, assuming a knowledge of Dr Sheffer’s work» (TLP, σ. 13-14· βλ. Α.Γ., σ. 37). 3. Στη μετάφραση της Εισαγωγής του Ράσελ (Θ.Κ., σ. 32) μετά το σημείο “γ” μέχρι και την επόμενη σελίδα (σ. 33) στο τέλος του επόμενου σημείου “γ” επαναλαμβάνεται αυθαίρετα τμήμα (σχεδόν δυο σελίδες, σ. 31-32) της Εισαγωγής. 4. Στη μετάφρασή του, στην Εισαγωγή του Ράσελ (σ. 25-40), ο Θ.Κ. αποδίδει τους δύο όρους «proposition» και «sentence» με τον ίδιο όρο («πρόταση»), χωρίς να υποδεικνύει με κάποια υποσημείωση τη διάκριση μεταξύ των δύο όρων (βλ. Α.Γ., σ. 31, υποσημ. 1· σχετική επεξήγηση των δύο όρων δίνεται στο σχόλιο 8). 5. Σχετικά με την παρατήρηση TLP 2.01 ο Βίττγκενσταϊν γράφει: «Der Sachverhalt ist eine Verbindung von Gegenständen. (Sachen, Dingen)». Ο Βίττγκενσταϊν χρησιμοποιεί τον γερμανικό όρο «Gegenstände» («αντικείμενα») τον οποίο ακολουθεί μια παρένθεση με δύο άλλους όρους: «Sachen» («πράγματα») και «Dinge» («πράγματα»). Βεβαίως, μεταφράζοντας τους δύο γερμανικούς όρους στα ελληνικά ως «πράγματα», θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στη γερμανική ο όρος «Sache» έχει πιο αφηρημένο περιεχόμενο από τον όρο «Ding». Ο Θ.Κ. δεν αναφέρει στη μετάφρασή του και τους δύο όρους της παρένθεσης (Θ.Κ., σ. 45 / Α.Γ., σ. 51). 6. Ο Θ.Κ. στην παρατήρηση TLP 3.333 (στην πρώτη γραμμή της δεύτερης παραγράφου) γράφει Ff(x) αντί της συνάρτησης F(fx) (Θ.Κ., σ. 61 / Α.Γ., σ. 65). 7. Ο Θ.Κ. στην παρατήρηση TLP 5.101, γράφοντας για συναρτήσεις αληθείας, γράφει στην πρώτη γραμμή του σχήματός του (p⊃p.q⊃p) αντί (p⊃p.q⊃q) (Θ.Κ., σ. 86 / Α.Γ., σ. 88). 8. Στη μετάφραση του Θ.Κ., στην παρατήρηση TLP 5.2521 παραλείπεται η πρόταση «Με μια όμοια έννοια μιλώ για τη διαδοχική εφαρμογή περισσότερων πράξεων πάνω σε έναν αριθμό προτάσεων», η οποία μεταφέρεται αυθαίρετα στο τέλος της παρατήρησης TLP 5.2522 (Θ.Κ., σ. 93 / Α.Γ., σ. 94). 9. Σχετικά με την παρατήρηση TLP 5.541 ο Βίττγκενσταϊν γράφει: «[…] Hier scheint es nämlich oberflächlich, als stünde der Satz p zu einem Gegenstand A in einer Art von Relation». Στη μετάφραση του Θ.Κ. παραλείπεται το όνομα της πρότασης «p» (Θ.Κ., σ. 106 / Α.Γ., σ. 106). 10. Στη μετάφραση του Θ.Κ. (Πίνακας Όρων, σ. 133-146) η ακαταστασία του Ευρετηρίου των Όρων δηλώνεται (πέραν των λαθών [8]) με τη μη-κλιμακωτή δεκαδική αρίθμηση [9]. Σχετικά με την Εισαγωγή του Α.Γ. Ο Μ.Θ. μεταξύ άλλων γράφει: «Δεν γίνεται, άλλωστε, καμία αναφορά στη σπουδαιότητα του TLP για τη σύγχρονη φιλοσοφία ούτε στις νέες αναγνώσεις που έχουν εισηγηθεί ανατρεπτικά ρεύματα της βιττγκενσταϊνικής ερμηνευτικής βιομηχανίας γύρω από το βιβλίο τα τελευταία 30 χρόνια» (σ. 3). Μάλλον ο Μ.Θ. δεν έχει διαβάσει προσεκτικά την Εισαγωγή του βιβλίου μου. Συγκεκριμένα γράφω: «Το Tractatus Logico-Philosophicus […] θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα φιλοσοφικά κείμενα του οποίου η ερμηνεία έχει προκαλέσει αρκετές διαφωνίες» (σ. 13). Όσον αφορά στις νέες αναγνώσεις αρκεί να παραθέσω σχετικό απόσπασμα από τα σχόλια του βιβλίου, το οποίο καλύπτει τόσο τις παραδοσιακές όσο και τις σύγχρονες απόψεις: «βλ. για την παραδοσιακή άποψη Anscombe (1996) και Hacker (1975) και για την άποψη της αποφασιστικής ανάγνωσης Diamond (1988), Conant (1991 και 2002), Ricketts (1996), Goldfarb (1997) και Kremer (2001)» (Α.Γ., σ. 154-155, σχόλιο 86) [10]. Γράφει ο Μ.Θ.: «Για τους ειδικούς μελετητές, είναι δυσάρεστη, εν έτει 2016, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην εισήγηση του 2010 μιας λαμπρής υπόθεσης από τον Λουτσιάνο Μπατσόκι (Luciano Bazzocchi)» (σ.3). Καταρχάς διερωτώμαι εάν ο Μ.Θ. έχει επιτύχει να συνομιλήσει με όλους τους ειδικούς και τον έχουν διαβεβαιώσει για αυτά τα οποία ισχυρίζεται. Σε αυτό το σημείο, οφείλω να παραδεχθώ ότι ο Μ.Θ. δεν μου επιτρέπει να αναπτύξω φιλοσοφική σκέψη συνεπώς ούτε γραφή, αφού ο αυθαίρετος επαγωγικός τρόπος σκέψης του δηλώνει μία άγονη μεθοδολογία στο “επιχείρημά” του. Αναμφίβολα, θα μπορούσε να γίνει μια αναφορά στην υπόθεση του Μπατσόκι στην Εισαγωγή του βιβλίου μου, όπως αναμφίβολα θα μπορούσαν να γίνουν αναφορές και σε άλλους εξίσου σημαντικούς μελετητές του TLP. Ταυτόχρονα, έχω την αίσθηση, πως μια Εισαγωγή δεν μπορεί να τα αναφέρει όλα. Γράφει ο Μ.Θ.: «Θα αφήσουμε ασχολίαστη την πρωτοβουλία του κ. Γεωργαλλίδη να αφιερώσει σχεδόν το ένα τρίτο της Εισαγωγής του (σ. 25-30) αποκλειστικά στην προσωπική του ερμηνευτική τοποθέτηση πάνω στο βιβλίο που μεταφράζει. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Γεωργαλλίδης δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στον αναγνώστη του πώς αυτή διαφοροποιείται από τις ήδη καθιερωμένες (τις οποίες, εξάλλου, δεν παρουσιάζει στην Εισαγωγή του ή οπουδήποτε αλλού), και, αν, όντως διαφοροποιείται, γιατί είναι προτιμότερη από αυτές. Κατά συνέπεια, ακόμα και ο ειδικός αναγνώστης αδυνατεί να αξιολογήσει αυτό το κομμάτι της Εισαγωγής» (σ. 4). Έχει ήδη αναφερθεί πως γίνεται σχετική βιβλιογραφική αναφορά τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις σύγχρονες καθιερωμένες ερμηνείες για το TLP, συνεπώς το σχόλιο του Μ.Θ. στην παρένθεση δηλώνει μία άστοχη επανάληψη (Α.Γ., σ. 154-155, σχόλιο 86). Όσο για τη γραμμή μιας νέας φιλοσοφικής ερμηνείας, την οποία εισηγούμαι, παρουσιάζεται συνοπτικά στην Εισαγωγή, σ. 26-30 [11]. Σχετικά με τη μετάφραση της Εισαγωγής του Ράσελ Ο Μ.Θ. εξ αφορμής του όρου «das Mystische» τον οποίο μεταφράζω ως «μυστικιστικό» και όχι ως «μυστικό στοιχείο», όπως κάνει η μετάφραση του Θ.Κ., υποστηρίζει ότι η επιλογή του Θ.Κ. να υιοθετήσει τον όρο «μυστικό στοιχείο», φαίνεται να είναι καλύτερη, αφού σύμφωνα με τον Μ.Θ. η ερμηνεία μου δεν εξηγεί «πώς αυτή διαφοροποιείται από τις ήδη καθιερωμένες ή γιατί είναι προτιμότερη από αυτές» (σ. 6). Πρώτον, ο Βίττγκενσταϊν είχε εξηγήσει στον Όγκντεν ότι με τον όρο «das Mystische» δεν εννοούσε το «μυστικό στοιχείο» (ή το «μυστικιστικό στοιχείο») αλλά το «μυστικιστικό» (LO, σ. 36 και 45), κάτι το οποίο η μετάφραση του Θ.Κ. αγνοεί (βλ. για παράδειγμα Θ.Κ., σ. 130 / Α.Γ., σ. 127). Δεύτερον, έχω ήδη εξηγήσει ότι δίνεται συνοπτικά η γραμμή μιας νέας φιλοσοφικής ερμηνείας την οποία εισηγούμαι στην Εισαγωγή (Α.Γ., Εισαγωγή, σ. 26-30). Σχετικά με τη μετάφραση του Tractatus Στον Πρόλογο του TLP μεταξύ άλλων ο Βίττγκενσταϊν γράφει: «Das Buch will also dem Denken eine Grenze ziehen, oder vielmehr ―nicht dem Denken, sondern dem Ausdruck der Gedanken» (TLP, Vorwort, σ. 26). Μετέφρασα: «Έτσι, ο σκοπός του βιβλίου είναι να θέσει ένα όριο στη σκέψη [Denken: το να φτιάχνουμε μίαν εικόνα (Bild) αυτού που σκεφτόμαστε – μία σκέψη], ή μάλλον – όχι στη σκέψη [Denken], αλλά στην έκφραση των σκέψεων [Gedanken: μία εικόνα (Bild) αυτού που σκεφτόμαστε]» (Α.Γ., Πρόλογος, σ. 49). Ο Μ.Θ. σχολιάζοντας την παραπάνω μετάφραση γράφει: «ποια είναι η σκοπιμότητα της παρεμβολής γερμανικών όρων και τεχνικής ορολογίας μέσα στο κείμενο, ορολογία την οποία ο αναγνώστης δεν έχει καν συναντήσει ακόμη; (Υπενθυμίζουμε ότι το κυρίως σώμα του TLP, που παρουσιάζει τους εν λόγω όρους, ξεκινάει μετά τον Πρόλογο)» (σ. 7). Μάλλον ο Μ.Θ. δεν έχει υπόψη του την επιστολή του Βίττγκενσταϊν (στις 23.6.1922) στον Όγκντεν στην οποία σημειώνει μεταξύ των άλλων ότι «ο Πρόλογος [του TLP] είναι μέρος του βιβλίου» (LO, σ. 55). Συνεπώς, ο αναγνώστης, χωρίς μια διακριτική υπόδειξη, είναι πολύ πιθανό να μην αντιληφθεί την κρίσιμη σημασία της διάκρισης την οποία κάνει ο Βίττγκενσταϊν στον Πρόλογό του μεταξύ των γερμανικών όρων Denken και Gedanken, αφού στα ελληνικά οι δύο όροι αποδίδονται ως «σκέψη» και «σκέψεις» αντίστοιχα (Θ.Κ., σ. 43 / Α.Γ., σ. 49). Ο Μ.Θ. δηλώνει: «Το μεγαλύτερο ποσοστό της μετάφρασης βασίζεται, με μικρές παραλλαγές, στη μετάφραση του Κιτσόπουλου» (σ. 8). Πέραν των δέκα (ενδεικτικών) σημείων, τα οποία έχουν αναφερθεί στην αρχή αυτού του κειμένου και πιστοποιούν ότι το βιβλίο μου αποτελεί μιαν αναθεωρημένη μετάφραση από αυτήν του Θ.Κ., σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο το TLP (αποτελούμενο κατά το μεγαλύτερό του μέρος από μικρές προτάσεις διατυπωμένες με αυστηρή ορολογία) επιβάλλει ιδιαίτερους περιορισμούς στον μεταφραστή, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει μια μετάφραση εξαιρετικά διαφοροποιημένη από μιαν προηγούμενη. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι πολλές προτάσεις της μετάφρασης των Περς & Μακγκίνες (Pears & McGuinness) [13] είναι ταυτόσημες ή όμοιες με τις αντίστοιχες προτάσεις της μετάφρασης του Όγκντεν [14] (βλ. TLP 1.1, 1.13, 1.2, 2.0211, 2.025, 2.033, 2.063, 2.12, 2.141, 2.19, 2.221, 3.01, 3.202, 3.203, 3.311, 3.41, 4.001, 4.022, 4.1212, 4.127, 4.2, 4.4, 4.46, 4.53, 5, 5.01, 5.14, 5.141, 5.142, 5.1511, 5.2341, 5.2523, 5.4711, 5.472, 5.4732, 5.51, 5.5303, 5.533, 5.54, 5.553, 5.6, 5.621, 5.63, 6, 6.021, 6.1, 6.1251, 6.2, 6.234, 6.32, 6.343, 6.373, 6.4). Σχετικά με τις παρατηρήσεις TLP 2.181 και 2.182 ο Βίττγκενσταϊν γράφει: «Ist die Form der Abbildung die logische Form, so heisst das Bild das logische Bild» και «Jedes Bild ist auch ein logisches. (Dagegen ist z. B. nicht jedes Bild ein räumliches)». Μετέφρασα: «Μία εικόνα της οποίας η απεικονιστική μορφή είναι λογική μορφή, ονομάζεται μία λογική εικόνα» και «Κάθε εικόνα είναι επίσης μία λογική εικόνα (αντίθετα, για παράδειγμα, κάθε εικόνα δεν είναι χωροδιάστατη)» (Α.Γ., σ. 57). Ενώ σε σχόλιό μου (το σημειώνω παρακάτω) εξηγώ ότι ο Βίττγκενσταϊν στις παρατηρήσεις TLP 2.181 και 2.182 δίνει δύο διαφορετικές εκδοχές για τον όρο «λογική εικόνα» δημιουργώντας σύγχυση, ο Μ.Θ. ισχυρίζεται, χωρίς να δίνει οποιεσδήποτε διασαφηνίσεις, ότι «καμία τέτοια σύγχυση δεν υπάρχει στο ίδιο το κείμενο του Βίττγκενσταϊν – απλώς ο κ. Γεωργαλλίδης δεν στάθηκε ικανός να το παρακολουθήσει» (σ. 11). Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό σχόλιο το οποίο υποστηρίζει τον δικό μου ισχυρισμό: «Ο Wittgenstein προσφέρει δύο διαφορετικές εκδοχές για τον όρο “λογική εικόνα”, δημιουργώντας σύγχυση. Στην παρατήρηση TLP 2.181, δηλώνει ότι “μία εικόνα της οποίας η απεικονιστική μορφή είναι λογική μορφή, ονομάζεται μία λογική εικόνα”. Αυτό αφορά μίαν περιορισμένη αντίληψη για τον όρο “λογική εικόνα”, αφού ισχυρίζεται ότι οι λογικές εικόνες είναι οι μόνες εικόνες που η απεικονιστική τους μορφή είναι λογική μορφή. Η παρατήρηση TLP 2.182 δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι “κάθε εικόνα είναι επίσης μία λογική εικόνα”. Έτσι, οποιαδήποτε εικόνα έχει λογική μορφή, είναι δηλαδή μία λογική εικόνα, εννοώντας ότι όλες οι εικόνες είναι λογικές εικόνες» (Α.Γ., σ. 140-141, σχόλιο 26). Σχετικά με τα ερμηνευτικά σχόλια του Α.Γ. Συνολική αποτίμηση Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 30.12.2016 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |