Pdf

2016-09

Κόεν-Άλμαγκορ: Η σκοτεινή σκιά του διαδικτύου

Raphael Cohen-Almagor: Confronting the Internet's Dark Side. Moral and Social Responsibility on the Free Highway. New York & Washington, D.C.: Woodrow Wilson Center Press & Cambridge University Press, 2015, 389 σ., 103 $.



Κρίνει ο Θεόφιλος Περπερίδης
perperidiswasted@hotmail.com


Ο Ισραηλινός ακαδημαϊκός Ράφαελ Κόεν-Άλμαγκορ, σήμερα καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Hull, είναι ιδιαίτερα γνωστός για μια σειρά βιβλίων του στα οποία προτείνει λύσεις σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ), όπως τα όρια της ελευθερίας του τύπου, o θρησκευτικός φονταμενταλισμός ή η νομιμοποίηση της ευθανασίας, αξιοποιώντας στο έπακρο το εννοιολογικό και το αξιακό οπλοστάσιο της αγγλόφωνης ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας [1]. Την ίδια γραμμή ακολουθεί και στην ιδιαίτερα φιλόδοξη και ενδελεχή πραγματεία του ConfrontingtheInternet'sDarkSide που δημοσιεύτηκε πρόσφατα. Στόχος του είναι να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ανάγκης εύρεσης μιας ισορροπίας μεταξύ της υποχρέωσης σεβασμού της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο και της υποχρέωσης καταπολέμησης των βλαπτικών συνεπειών που προέκυψαν από την αλματώδη επέκτασή του. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η ανάγκη προστασίας των χρηστών του διαδικτύου επιτάσσει μια πιο συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσής τους καθώς και ελέγχου της διαδικτυακής δράσης τους.

Το βιβλίο ξεκινά με μία αναλυτική αλλά κατανοητή για τον μη ειδικό περιγραφή του διαδικτύου στο ιστορικό, τεχνολογικό και θεωρητικό του πλαίσιο. Στα επόμενα κεφάλαια ο συγγραφέας βασιζόμενος σε ένα πλήθος αναφορών σε ηθικά επιλήψιμες μορφές διαδικτυακής συμπεριφοράς αναπτύσσει τις θέσεις του για την ηθική και κοινωνική ευθύνη στο διαδίκτυο, η οποία επιμερίζεται στην ευθύνη του χρήστη, του αναγνώστη, των παρόχων διαδικτυακών υπηρεσιών, της πολιτείας και της διεθνούς κοινότητας. Το βιβλίο κλείνει με μια πρόταση του συγγραφέα για την αντιμετώπιση των ηλεκτρονικών εγκλημάτων και των διαδικτυακών κινδύνων: τη δημιουργία ενός προγράμματος περιήγησης που θα βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο στο πλαίσιο του οποίου οι πολίτες θα αποφασίζουν με δημοκρατικές διαδικασίες για τα όρια της ελεύθερης έκφρασης στο διαδίκτυο. Το πρόγραμμα αυτό θα αποκρυσταλλώνει την ιδέα της διαβουλευτικής δημοκρατίας και θα είναι ανεξάρτητο από κυβερνητικές επιρροές. Θα χαρακτηρίζεται από την ισηγορία και την ελευθερία του λόγου. Η «επιτροπή» πολιτών/χρηστών του διαδικτύου που θα προκύψει από τις δημοκρατικές διαδικασίες θα έχει την εξουσία να ελέγχει και το περιεχόμενο των διαδικτυακών αναζητήσεων και να το περιορίζει σύμφωνα με τις επιταγές της πλειοψηφίας.

Η κεντρική ιδέα του έργου είναι η ιδέα της κοινωνικής ευθύνης που λειτουργεί ως ο ηθικός γνώμονας προς τον οποίο θα πρέπει να συμμορφωθεί το διαδίκτυο. Η επιχειρηματολογία, όμως, που χρησιμοποιείται για την υποστήριξή της, δεν είναι τόσο ισχυρή. Ο συγγραφέας επικαλείται την ηθική αρχή του σεβασμού των άλλων (Ιμμάνουελ Καντ) και αυτήν της μη βλάβης (Τζον Στιούαρτ Μιλλ) ως βάση της δικαιολόγησης της κοινωνικής ευθύνης. Παραβλέπει, όμως, το γεγονός πως οι ίδιες ηθικές αρχές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για να δικαιολογήσουν μία, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, αντικρουόμενη προς την κοινωνική ευθύνη ιδέα, την αρχή της αρνητικής ελευθερίας. Η βασική αυτή αρχή του κλασικού φιλελευθερισμού και της ελευθεριστικής θεωρίας αφορά την προστασία της ιδιωτικής σφαίρας ενός ατόμου από κάθε εξωτερική παρέμβαση και καταναγκασμό. Η εκμετάλλευση ενός ατόμου και η εξωτερική βλάβη αποτελούν σαφή παραδείγματα παραβίασης της ιδιωτικής του σφαίρας. Πιο συγκεκριμένα, οι ίδιες ηθικές αρχές μπορούν να λειτουργήσουν ως βάση και για την προστασία αλλά και για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Συνεπώς, οι βασικές προκείμενες της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα κρίνονται μάλλον ακατάλληλες ή ανεπαρκώς επεξεργασμένες.

Η επίκληση της καντιανής αρχής του σεβασμού των άλλων ως δικαιολόγηση της προστασίας ενός ατόμου από τη διαδικτυακή παρενόχληση είναι προβληματική. Ο συγγραφέας δεν διασαφηνίζει πού τελειώνει το πεδίο σεβασμού της αυτονομίας του άλλου και πού αρχίζει η χρήση του ως μέσου. Ειδικά στο διαδίκτυο, τα όρια της αυτονομίας κάποιου είναι αρκετά ασαφή και ευμετάβλητα. Αποτελεί, για παράδειγμα, απαξίωση της αρχής του σεβασμού των άλλων η χρήση των προσωπικών δεδομένων που μοιραζόμαστε στο διαδίκτυο από εταιρείες που θέλουν να διαφημίσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους; Αν κάποιος χρησιμοποιήσει δικές μου φωτογραφίες που έχω συνειδητά κοινοποιήσει σε κάποιο διαδικτυακό περιβάλλον, γνωρίζοντας ότι η τύχη τους δεν θα είναι πλέον στα χέρια μου, παραβιάζει την αυτονομία μου παρά το γεγονός ότι ήμουν εγώ που τις δημοσιοποίησα εξαρχής; Το ζήτημα είναι λεπτό καθώς ακόμα δεν υπάρχει συμφωνία σε κανονιστικό επίπεδο ως προς τα κριτήρια του τι λογίζεται και τι πρέπει να λογίζεται ως εκμετάλλευση στο διαδίκτυο, οπότε το επιχείρημα του συγγραφέα που βασίζεται στην αρχή του σεβασμού της αυτονομίας του άλλου παραμένει ανολοκλήρωτο.

Στην επιχειρηματολογία του υπέρ της ιδέας της κοινωνικής ευθύνης ο συγγραφέας προϋποθέτει πως το γεγονός ότι ζούμε σε μια κοινότητα σημαίνει πως έχουμε ευθύνες απέναντί της, πως η κοινωνία έτσι κι αλλιώς ανταμείβει κάθε μέλος της, και πως το άτομο είναι ηθικά υπεύθυνο απέναντι στην κοινωνία σε σχέση με τον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο του (σ. 77). Σε κάποιο σημείο μάλιστα υποστηρίζει πως η δημιουργικότητα πρέπει να είναι με κάποιον τρόπο κατευθυνόμενη, δηλαδή να αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σκοπού· οφείλει να εμφορείται από ένα υπεύθυνο απέναντι στην κοινωνία όραμα [2]. Η στάση του συγγραφέα εξηγείται με βάση ένα περιεκτικό μοντέλο για τη φύση του ατόμου και της κοινωνίας που υποκαθορίζει την επιχειρηματολογία του. Η φύση του ατόμου ορίζεται ως κοινωνική-συνεργατική (σε αντίθεση με την κλασική φιλελεύθερη άποψη που θέλει τη φύση του ανθρώπου να είναι ατομικιστική) και το άτομο θεωρείται φορέας ευθύνης απέναντι στην κοινωνία στην οποία ζει. Η κοινωνία χαρακτηρίζεται ως ένα σχετικά κλειστό και σαφές σύστημα διαπροσωπικών σχέσεων, όπου οι ευθύνες κατανέμονται με βάση κάποιες αρχές κοινοτικής δικαιοσύνης. Η κοινοτιστική αυτή οπτική του συγγραφέα, που αποτελεί μια υπόρρητη προκείμενη στη συλλογιστική του, δεν είναι αυτονόητη. Επίσης, ακόμα κι αν υιοθετήσουμε την κοινοτιστική στάση του συγγραφέα, δεν μας εξηγούνται τα όρια των ευθυνών μας απέναντι στην κοινωνία ούτε είναι σαφές το κατά πόσο και με ποιον τρόπο η κοινωνία μάς ανταμείβει σε τέτοιο βαθμό ώστε να είμαστε ηθικά υποχρεωμένοι να πράττουμε πάντα προς όφελός της.

Ένα αμφιλεγόμενο σημείο στην υπεράσπιση της ιδέας της κοινωνικής ευθύνης είναι πως ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι η δικαιολόγησή της δεν προκύπτει από τις γενικές αρχές δικαιοσύνης που εκφράζονται στο βασικό νομικό πλαίσιο. Η «νομική ευθύνη», όπως ορίζεται στην πραγματεία, αφορά τη διαχείριση από κρατικούς φορείς ζητημάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές τους και συγκεκριμένα της ασφάλειας, της επιβολής της τάξης και της απονομής της δικαιοσύνης. Σύμφωνα, όμως, με τον συγγραφέα, αυτού του τύπου η ευθύνη δεν επαρκεί. Υπερασπίζεται την ιδέα πως διαδικτυακοί ιστότοποι που θεωρούνται «επικίνδυνοι» και «αντικοινωνικοί» πρέπει να βρίσκονται υπό έλεγχο και παρακολούθηση. «Η θεμελιώδης αρχή της κοινωνικής ευθύνης βρίσκεται στο καθήκον του να κάνουμε την ανθρωπότητα αυτοσκοπό» (σ. 145). Για τον Κόεν-Άλμαγκορ κοινωνική ευθύνη σημαίνει οι χρήστες του διαδικτύου να καταγγέλλουν οποιαδήποτε συμπεριφορά κρίνουν επιθετική ή επικίνδυνη. Αυτό, όμως, μπορεί να οδηγήσει στο φαινόμενο του να καταγγέλλεται ως επικίνδυνη κάθε συμπεριφορά που κρίνει κάποιος ότι τον θίγει ή ακόμα και η έκφραση απόψεων με τις οποίες απλώς διαφωνεί. Είναι εύλογη, νομίζω, η δυστοπική προοπτική μιας τέτοιας πρακτικής, όπου θα καταγγέλλεται κάθε αμφιλεγόμενη, δημόσια έκφραση.

Επιπροσθέτως, εκείνο που δεν λαμβάνει υπόψη του ο συγγραφέας είναι η δυνατότητα της ελεύθερης αγοράς να επιλύσει το πρόβλημα των αντικοινωνικών διαδικτυακών φαινομένων, όπως τη ρητορική μίσους, από μόνη της. Το φαινόμενο αυτό ήδη λαμβάνει χώρα και, όπως φαίνεται, λειτουργεί. Παίρνοντας ως παράδειγμα το facebook, διαπιστώνουμε πως η πολιτική ασφαλείας του και τα όρια του επιτρεπτού περιεχομένου βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη και αλλαγή, ακριβώς λόγω των καταγγελιών που δέχεται για περιστατικά ρητορικής μίσους απέναντι σε μειονότητες, προσβολή του λογισμικού μέσω ιών και άλλων κακόβουλων ενεργειών. Αν ένας πελάτης δεν είναι ευχαριστημένος με την εταιρεία παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών, μπορεί να σταματήσει να την χρησιμοποιεί και να επιλέξει κάποια άλλη. Επίσης, μπορεί να της ασκήσει δημόσια κριτική ή να καταγγείλει κακόβουλες ενέργειες στην ίδια την εταιρεία, εφόσον του δίνεται η δυνατότητα. Έτσι, οι εταιρείες, για να μην χάσουν τους πελάτες τους, θα αναγκαστούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις τους και θα περιορίσουν ανάλογα το πεδίο ελευθερίας της έκφρασης στις διαδικτυακές τους υπηρεσίες. Δεν είναι απαραίτητη, με άλλα λόγια, η προσεκτικά σχεδιασμένη οργάνωση του διαδικτύου για την ασφάλεια των χρηστών του αλλά, όπως στις ελεύθερες κοινωνίες, μπορεί το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις περισσότερες υπηρεσίες του να προκύπτει και να διαμορφώνεται αυθόρμητα και φυσικά. Η διαφορά ανάμεσα στην καταγγελία σε ιδιωτική εταιρεία και στην καταγγελία σε κρατικό φορέα έγκειται στο ότι στην περίπτωση της δεύτερης ο καταγγελθείς θα αντιμετωπίσει νομικές κυρώσεις, ενώ στην πρώτη θα αντιμετωπίσει μόνο τους κοινούς περιορισμούς που θα επιβάλει η εταιρεία. Ας σημειωθεί εδώ πως, σ’ αυτό το επιχείρημα αναφερόμαστε σε φαινόμενα τα οποία, στις κοινωνίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών, δεν αποδοκιμάζονται από όλους στον ίδιο βαθμό και η ποινικοποίησή τους δεν χαίρει κοινής αποδοχής, όπως η ρητορική μίσους, και όχι σε φαινόμενα για τα οποία υπάρχει καθολική συμφωνία ως προς την ηθική καταδίκη τους και τη νομική αναγνώριση του εγκληματικού τους χαρακτήρα, όπως η παιδική πορνογραφία.

Επιχειρώντας να ενισχύσει την προσπάθειά του να υποστηρίξει την ιδέα της κοινωνικής ευθύνης, ο συγγραφέας επικαλείται την αριστοτελική μεσότητα και δικαιολογεί την επίκληση αυτή στο πλαίσιο της ανάγκης μιας πιο ισορροπημένης προσέγγισης για την επίλυση των αλληλοσυγκρουόμενων ελευθεριών (σ. 82). Το επιχείρημα αυτό είναι προβληματικό. Η μεσότητα, πρωτίστως, αποτελεί μία αξία που διαφοροποιείται από δύο άκρα, δύο ηθικά επιλήψιμες καταστάσεις, και δεν αποτελεί συμβιβασμό ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες αξίες. Αλλά ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι ο συγγραφέας απλώς καταφέρεται εναντίον της απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης, τα προβλήματα παραμένουν. Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή σε όλο το φάσμα της φιλελεύθερης και της ελευθεριστικής θεωρίας πως η ατομική ελευθερία δεν μπορεί να είναι απεριόριστη και το ίδιο ισχύει για την ελευθερία της έκφρασης. Συνεπώς, ο συγγραφέας με το να επιχειρηματολογεί κατά της απόλυτης ελευθερίας της έκφρασης απλώς «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας». Το πρόβλημα είναι ποιους περιορισμούς θα δεχτούμε και για ποιους λόγους και ως προς αυτό η γενικότερη πρόταση του Κόεν-Άλμαγκορ περί λογοκρισίας του διαδικτύου δεν είναι πειστική.

Ένα ακόμη αμφιλεγόμενο στοιχείο της πραγματείας είναι αυτό της αξιακής ταύτισης αντικοινωνικών διαδικτυακών συμπεριφορών που δεν αποτελούν ποινικά αδικήματα με πράξεις που ήδη τιμωρούνται ως εγκληματικές. Ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να αναδείξει τη σοβαρότητα φαινομένων όπως το cyber-bullying και η ρητορική μίσους, αφήνει να εννοηθεί πως χρήζουν ισάξιας προσοχής και μέριμνας με εγκλήματα όπως η τρομοκρατία. Στην επιχειρηματολογία του υπέρ της δικαιολόγησης της κοινωνικής ευθύνης και κατ’ επέκταση του ελέγχου στο διαδίκτυο τα παραπάνω φαινόμενα δεν διακρίνονται μεταξύ τους αλλά συναποτελούν ένα ενιαίο πρόβλημα, αυτό των αντικοινωνικών διαδικτυακών συμπεριφορών. Χωρίς να υποστηρίζει την ίδια τιμωρία για κάθε αδίκημα, επιχειρηματολογεί υπέρ της ευθύνης που εξίσου οφείλουμε να επιδεικνύουμε για κάθε αξιόμεμπτη διαδικτυακή ενέργεια. Το ότι κάθε φαινόμενο βίας και παρενόχλησης είναι άξιο προσοχής και αντιμετώπισης, βέβαια, δεν αμφισβητείται –και δεν πρέπει να αμφισβητείται. Η παράλειψη, όμως, των διαφορών ανάμεσα σε κάθε φαινόμενο και κάθε ξεχωριστή περίπτωση, και η άκριτη ομαδοποίησή τους με σκοπό την έμφαση στην ευθύνη της κοινωνίας, αποτελούν άστοχες και επικίνδυνες γενικεύσεις.

Το τελευταίο σχόλιο που θα ήθελα να κάνω αφορά μια προβληματική που στηρίζει περιφεριακά την επιχειρηματολογία του συγγραφέα. Είναι γεγονός πως σε κάποιες κινηματογραφικές ταινίες και ηλεκτρονικά παιχνίδια, όπως αυτά όπου αναπαριστώνται πραγματικά περιστατικά δολοφονιών ή απεικονίζονται γλαφυρά ακραίες σκηνές βίας, μπορεί να μας προκληθεί ένα αίσθημα αποστροφής. Είναι πιθανό και εύλογο να προσβληθεί η αισθητική μας αλλά και η ηθική μας ευαισθησία. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί την επιβολή λογοκρισίας και περιορισμού της έκφρασης για λόγους κοινωνικής ασφάλειας. Από τη στιγμή που τα ενήλικα άτομα, τα οποία λέγεται ότι επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνουν κακό είτε στον εαυτό τους είτε στους άλλους, είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό σε σχέση με όσους έρχονται σε επαφή με «επικίνδυνο» ψυχαγωγικό ή καλλιτεχνικό υλικό, είναι εύλογο, νομίζω, η προστασία των ατόμων αυτών να αποτελεί κατά κύριο λόγο ευθύνη των ιδίων (στο μέτρο του εφικτού) καθώς και του κοινωνικού και οικογενειακού περιβάλλοντός τους παρά της πολιτείας, των εταιρειών παραγωγής και των καλλιτεχνών. Αν το υλικό δεν εκφράζει με σαφήνεια κάποια προτροπή σε τέλεση εγκληματικών πράξεων, παραδείγματος χάριν, την επιτηδευμένη στοχοποίηση κάποιων προσώπων ή κοινωνικών ομάδων και την άσκηση βίας απέναντί τους, δεν βρίσκω τον λόγο να γίνεται η ταινία ή το παιχνίδι αντικείμενο λογοκρισίας και καταδίκης. Επιτροπές και συμβούλια ελέγχου ηθικής ορθότητας αποτελούν μέτρα επικίνδυνα για την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να παραμείνουμε άπραγοι. Καταρχάς, η πολιτεία μπορεί να επιβάλει στις εταιρείες παραγωγής την αξιολόγηση ενός παιχνιδιού ή μιας ταινίας από ψυχολόγους και ψυχιάτρους για τον καθορισμό του ηλικιακού ορίου, σύμφωνα με το οποίο θα επιτρέπεται ή όχι η αγορά ενός παιχνιδιού (μια πρακτική, βέβαια, που ακολουθείται εδώ και πολλά χρόνια). Επίσης, θα πρέπει αξιολογούνται τα παιχνίδια και οι ταινίες ως προς την καταλληλότητά τους για παιδιά και εφήβους με ψυχολογικά προβλήματα, αλλά τα στοιχεία αυτής της αξιολόγησης να λειτουργούν συμβουλευτικά και όχι απαγορευτικά. Ακόμη, μπορεί η πολιτεία να προωθεί την ενημέρωση πάνω στην επιρροή και τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης έκθεσης των παιδιών σε αμφιλεγόμενο ψυχαγωγικό υλικό.

Όταν οι ηθικές αξίες και οι προκαταλήψεις μιας κοινωνίας καταλήγουν να περιορίζουν την ελεύθερη έκφραση, και μάλιστα χωρίς σαφή κριτήρια, ο φιλελεύθερος κορμός της κοινωνίας αποδυναμώνεται. Η διαδικτυακή κοινωνική ευθύνη δεν μπορεί να σταθεί ως μια ιδέα που θα χρησιμοποιείται κατά το δοκούν για να δικαιολογούνται τέτοιου είδους περιορισμοί. Είναι όμως μια ιδέα που μπορεί να αποκρυσταλλωθεί κάνοντας πιο επιτακτικό το αίτημα για ένα ενημερωμένο νομικό πλαίσιο σε υπερεθνικό επίπεδο και επιμορφώνοντας τους χρήστες του διαδικτύου για τις δυνατότητες και τους κινδύνους που έχει η χρήση του.

Συμπερασματικά, το βιβλίο αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης αναφορικά με μια μακρά σειρά ηθικά επιλήψιμων πρακτικών που απαντούν στο διαδίκτυο. Αποτελεί ένα εργαλείο αφύπνισης των αισθημάτων ευθύνης που πρέπει να μας διακατέχουν όταν κατανοούμε την έκταση και τη σοβαρότητα ενός κοινωνικού προβλήματος τέτοιων διαστάσεων. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η επιχειρηματολογία του συγγραφέα για την υποστήριξη της κεντρικής του ιδέας είναι μάλλον αδύναμη και ανεπαρκής. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να του αναγνωριστεί ότι με την πρόταξη της αρχής της διαδικτυακής κοινωνικής ευθύνης δίνει το έναυσμα για μια συζήτηση, η οποία είναι αναγκαίο να συνεχιστεί και να αποδώσει καρπούς.


Σημειώσεις:
[1] Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί από τον Βαγγέλη Σακκά το εκτενές άρθρο του «Ο μισαλλόδοξος λόγος στον Καναδά», Ισοπολιτεία 12-13 (2008-2009), σ. 51-100.
[2] «Creativity is wonderful, but it needs to have a sense of direction; it needs to develop with individual and social purpose. It needs to have a responsible vision» (σ. 308).



Δημοσιεύθηκε: 27.1.2017

Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία:
Περπερίδης, Θεόφιλος: (Βιβλιοκρισία του:) Raphael Cohen-Almagor: Confronting the Internet's Dark Side. Moral and Social Responsibility on the Free Highway (New York & Washington, D.C.: Woodrow Wilson Center Press & Cambridge University Press, 2015). Κριτικά 2016-09, <http://www.philosophica.gr/critica/2016-09.html>.



ISSN 1791-776X