![]() |
||
![]() 2020-02 Χένριχ: Μεταξύ Καντ και Χέγκελ Ντήτερ Χένριχ [Dieter Henrich]: Μεταξύ Καντ και Χέγκελ. Διαλέξεις για τον γερμανικό ιδεαλισμό (επιμέλεια-πρόλογος Ντέιβιντ Σ. Πατσίνι, μετάφραση Θοδωρής Δρίτσας, επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Γιώργος Ξηροπαΐδης). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2018, 423 σ., 18 €. Κρίνει ο Γιάννης Πίσσης (Πανεπιστήμιο Κρήτης) Ο Ντήτερ Χένριχ είναι πιθανότατα ανάμεσα στους εν ζωή Γερμανούς φιλοσόφους, με την εξαίρεση του Γύργκεν Χάμπερμας, εκείνος του οποίου το έργο έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επίδραση. Στη μελέτη της περιόδου της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας συνέβαλε καθοριστικά, τόσο (α) μέσα από τις έρευνές του που στόχευαν στην εξαντλητική ανασυγκρότηση των αστερισμών [Konstellationen] των προσώπων, των διενέξεων και των επίμαχων ζητημάτων στις απαρχές της διαμόρφωσης των μετακαντιανών συστημάτων, όσο και (β) με τις λεπτομερείς επιμέρους εργασίες του για μείζονα έργα της περιόδου και τη λογική δομή τους [1]. Από συστηματική σκοπιά, ο Χένριχ επιχείρησε να αρθρώσει μια θεωρία της υποκειμενικότητας συνδυάζοντας μοντέλα σκέψης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας: του Καντ, κυρίως του Φίχτε, αλλά και των Χαίλντερλιν και Χέγκελ [2]. Στη χαρακτηριστική διένεξή του με τον Χάμπερμας στα μέσα της δεκαετίας του ´80, ο Χένριχ υπερασπίστηκε τη θέση της μεταφυσικής στη νεότερη φιλοσοφία και τη γονιμότητα που μπορούν να έχουν ακόμη σήμερα οι έρευνες που παραδοσιακά συναθροίζονται υπό τον απορητικό αυτό τίτλο και που ανήκουν στον πυρήνα της φιλοσοφίας [3]. Το Μεταξύ Καντ και Χέγκελ είναι το πρώτο βιβλίο του Χένριχ που μεταφράζεται στα ελληνικά. Είναι το κείμενο μιας σειράς διαλέξεων για την κλασική γερμανική φιλοσοφία, από τον Καντ μέχρι και τον Χέγκελ, που έδωσε ο Χένριχ, σχετικά νέος, στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1973. Το αγγλικό πρωτότυπο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2003. Οι διαλέξεις έχουν τον χαρακτήρα μιας απαιτητικής εισαγωγής. Ο Χένριχ ανασυνθέτει το πνευματικό κλίμα της περιόδου, της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης, και ανασυγκροτεί τη δομή της καντιανής φιλοσοφίας (μέρος Ι) καθώς και τα ερείσματα και τις απαρχές της μετακαντιανής εξέλιξης (μέρος ΙΙ). Στη συνέχεια, εστιάζει στον Φίχτε (μέρος ΙΙΙ) και, μέσω Χαίλντερλιν, στον Χέγκελ (μέρη ΙV, V) και αξιοποιεί πορίσματα της έρευνάς του όταν συζητά τη δομή της Θεωρίας της Επιστήμης του Φίχτε (σ. 307-21) ή της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ (σ. 395-405). Η περίοδος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας είναι οπωσδήποτε μια από τις πιο πυκνές περιόδους στην ιστορία της φιλοσοφίας – είτε κανείς θέσει τα χρονικά της όρια από τη μια μεριά στην πρώτη έκδοση της Κριτικής του καθαρού Λόγου του Καντ και από την άλλη στις τελευταίες παραδόσεις του ύστερου Σέλλινγκ στο Βερολίνο (1781-1845) είτε, ακόμη περισσότερο, αν κανείς περιορίσει τη ματιά του στη συναρπαστική μετακαντιανή εξέλιξη από την εμφάνιση της Θεωρίας της Επιστήμης του Φίχτε μέχρι τη στιγμή που αποκρυσταλλώνονται οι βασικές γραμμές του συστήματος του Χέγκελ (1794-1804). Παλαιότερες συνολικές παρουσιάσεις της περιόδου έτειναν να υιοθετούν ένα τελεολογικό σχήμα, να εκθέτουν την όλη εξέλιξη σαν μια αναγκαία πορεία που μέσα από ενδιάμεσα βήματα οδηγεί και κορυφώνεται στον Χέγκελ. Πατέρας της ιστοριογραφικής αυτής παράδοσης είναι ο ίδιος ο Χέγκελ με την Ιστορία της Φιλοσοφίας του και χαρακτηριστικό της δείγμα το κλασικό Από τον Καντ ως τον Χέγκελ του Ρίχαρντ Κρόνερ [4]. Σήμερα πλέον, αντίθετα, η σχετική ιστοριογραφία υιοθετεί κατά κανόνα προγραμματικά μια μη-τελεολογική προσέγγιση [5]. Την εποχή των διαλέξεων του Χένριχ, όμως, η παλαιότερη παράδοση ακόμη επικρατούσε. Την απομάκρυνση του Χένριχ από αυτή την παράδοση σηματοδοτεί ο τίτλος Μεταξύ Καντ και Χέγκελ (βλ. σ. 379): οι θέσεις και τα πρόσωπα ανάμεσα στον Καντ και τον Χέγκελ δεν είναι απλώς και μόνο τα ενδιάμεσα βήματα στον δρόμο προς το τέλος. Ωστόσο, ο Χένριχ αναθεωρεί μονάχα εν μέρει την τελεολογία της παλιάς οπτικής:
Σε σχέση με την παραδοσιακή οπτική, έχει κάποιος πλέον την επιλογή ανάμεσα σε τρεις ή τέσσερις εναλλακτικές κορυφώσεις. Οι προηγούμενες της “ωριμότητας” θέσεις των μεγάλων στοχαστών και φυσικά οι θέσεις όλων των άλλων πρωταγωνιστών της περιόδου αποκτούν τη σημασία τους όντως ως ενδιάμεσα «αναγκαία βήματα» (σ. 378) προς κάποια από τις κορυφώσεις. Οπότε, ο τίτλος Μεταξύ Καντ και Χέγκελ δεν παραπέμπει, όπως σε πρώτη ματιά θα περίμενε κανείς, στον υπερχειλίζοντα πλούτο των τοποθετήσεων ανάμεσα στον Καντ και στον Χέγκελ. Αντίθετα, ο τίτλος μοιάζει μάλλον να δηλώνει τη συστηματική προτίμηση του Χένριχ για τον Φίχτε. Η συστηματική αυτή προτίμηση υπαγορεύει και τη δομή των διαλέξεων: ο Σέλλινγκ παραλείπεται, το μέρος ΙΙΙ που πραγματεύεται τον Φίχτε είναι το εκτενέστερο (σ. 225-354) και –μαζί με τα κεφάλαια για τον Ράινχολντ (σ. 179-208)– το πλουσιότερο και διδακτικότερο του τόμου. Ο Χένριχ συζητά, μάλιστα, αναλυτικά τον ύστερο Φίχτε και τη θεωρησιακή θεολογία του, που σπάνια συναντούν την προσοχή που τους αξίζει (σ. 341-54). Σε κάθε περίπτωση, η ανισομέρεια δεν αποτελεί αδυναμία του βιβλίου. Σε μια σειρά διαλέξεων θα ήταν αδύνατο να αποτυπωθεί ικανοποιητικά ολόκληρο το πλέγμα των συζητήσεων και των συστηματικών αποπειρών από τον Καντ μέχρι τον Χέγκελ. Αντί να επιδιωχθεί μια επιφανειακή ισορροπία, είναι πράγματι πιο πρόσφορο εκείνο που κάνει ο Χένριχ, ο οποίος επιλέγει και φωτίζει σε βάθος ορισμένους σταθμούς και ορισμένες μόνο γραμμές της μετακαντιανής εξέλιξης (βλ. σχετικά σ. 380). Στο Χάρβαρντ της δεκαετίας του 1970 –όπως σημειώνει και ο επιμελητής του τόμου Ντέιβιντ Πατσίνι στον πρόλογό του (σ. 12-3)– το κοινό του Χένριχ ήταν κατ’ αρχήν επιφυλακτικό ή και δύσπιστο απέναντι στον λεγόμενο γερμανικό ιδεαλισμό, καθώς, από τη σκοπιά της κυρίαρχης αναλυτικής φιλοσοφίας, οι φιλοσοφικές αξιώσεις του θεωρούνταν εν γένει υπερτροφικές. Εύλογα, λοιπόν, ο Χένριχ επιλέγει να περιοριστεί σε εκείνες τις πλευρές της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας που θεωρεί ζωντανές, υπερασπίσιμες και συστηματικά αξιοποιήσιμες. Επομένως, επικεντρώνεται στη θεωρία της υποκειμενικότητας ή της αυτοσυνείδησης και τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τον Φίχτε. Από την άλλη, αφήνει στην άκρη τη φιλοσοφία της φύσης και εν γένει δίνει λιγότερο έδαφος στην τάση της μετακαντιανής εξέλιξης την αντίρροπη στη “Θεμελίωση από το Εγώ” (όπως είναι ο τίτλος του ιστοριογραφικού opus magnum του Χένριχ, βλ. σημ. [1]). Στις διαλέξεις, η τάση αυτή –αν εξαιρέσουμε τον ύστερο Φίχτε– περιορίζεται σε μια γραμμή που οδηγεί από τον Χαίλντερλιν στον Χέγκελ (σ. 370-409). Είναι προφανές ότι η επιλογή του Χένριχ, όπως κάθε αντίστοιχη επιλογή, έχει τα οφέλη και το κόστος της. Οι επισημάνσεις που ακολουθούν στοχεύουν να τοποθετήσουν τις διαλέξεις του Χένριχ του 1973 στο ευρύτερο τοπίο της έρευνας και της πρόσληψης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. (α) Ο Χένριχ υπήρξε πρωτοπόρος στην προσπάθεια να αποκατασταθεί ο διάλογος ανάμεσα στη φιλοσοφική παράδοση που εκπροσωπεί και στην αγγλοσαξονική αναλυτική φιλοσοφία. Οι διαλέξεις του στο Χάρβαρντ, μετά από πρόσκληση των Στάνλεϋ Καβέλ και Τζων Ρωλς (βλ. σ. 9), αποτέλεσαν ορόσημο σε αυτή την προσπάθεια [6]. Με τις ερμηνευτικές εργασίες του, ο Χένριχ συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση ενός τρόπου προσέγγισης της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας που δίνει βάρος στη λογική ανασυγκρότηση των επιχειρημάτων. Με την κριτική του σε νατουραλιστικές αναγωγές της αυτοσυνείδησης, συναντήθηκε με παράλληλες εξελίξεις της αναλυτικής φιλοσοφίας. Οπωσδήποτε συνέβαλε, σε κάποιο βαθμό, στην εντυπωσιακή αναγέννηση του ενδιαφέροντος για τον μετακαντιανό ιδεαλισμό που εκδηλώθηκε στην Αμερική από τα τέλη του 20ου αιώνα, ακόμη και στο εσωτερικό της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης (Καβέλ, Μπερτζ, Μακντάουελ, Μπράντομ). Το σημερινό συστηματικό ενδιαφέρον για τον Καντ, τον Φίχτε ή τον Χέγκελ κατευθύνεται –πέρα, βέβαια, από την ηθική και πολιτική φιλοσοφία– σε μεγάλο βαθμό στο πεδίο που πρόκρινε ο Χένριχ, τη φιλοσοφία του νου. Πάντως, και εκείνες οι πλευρές της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας που κατ’ εξοχήν θεωρούνταν άστοχες και κινδυνώδεις, όπως η φιλοσοφία της φύσης και η εμφατική ιδέα του φιλοσοφικού συστήματος, συγκεντρώνουν πια ολοένα περισσότερο το συστηματικά προσανατολισμένο ενδιαφέρον της έρευνας [7]. (β) Η απόπειρα σύνθεσης της φιλοσοφίας του Καντ με εκείνην του Σπινόζα είναι χαρακτηριστική για τον μετακαντιανό στοχασμό: για τον Σέλλινγκ, τον Χέγκελ, τον Σλέγκελ, τον Σλάιερμαχερ και, με έναν τρόπο, ήδη για τον Φίχτε. Ο Χένριχ συζητά αναλυτικά την επίδραση του Σπινόζα στις απαρχές της μετακαντιανής εξέλιξης (σ. 147-85). Ανάγει, ωστόσο, αυτήν την επίδραση στη γοητεία που ασκούσε ο σπινοζισμός σε μια γενιά η οποία γυρνούσε την πλάτη στην παραδοσιακή θρησκευτικότητα και μπορούσε να τον δει ως σύμμαχο της καντιανής φιλοσοφίας της θρησκείας (σ. 159-60, 163-6). Ο Χένριχ δεν επιχειρεί λοιπόν να ανασυγκροτήσει λογικά τα θεωρητικά κίνητρα για τη σύνδεση καντιανισμού και σπινοζισμού, αλλά ανατρέχει σε μια προθεωρητική απαίτηση, στην οποία έρχονται να ανταποκριθούν οι θεωρητικές κατασκευές. Ο Πατσίνι επισημαίνει εύστοχα στον πρόλογό του την επιρροή του Ντίλταϋ στην ιστοριογραφική προσέγγιση του Χένριχ (σ. 20). Πάντως, σε ό,τι αφορά τον Σπινόζα, το ενδιαφέρον είναι ότι εισέρχεται στη μετακαντιανή συζήτηση –με τον Γιακόμπι το 1785– εξαρχής σε σχέση με την καντιανή θεωρητική φιλοσοφία, εξαρχής με την υπόσχεση μιας εναλλακτικής απάντησης σε προβλήματα της Κριτικής του καθαρού Λόγου. Η σχέση του Καντ με τον Σπινόζα και η θεωρητική βάση του prima facie παράδοξου συνδυασμού τους έχουν απασχολήσει σε σημαντικό βαθμό τα τελευταία χρόνια την έρευνα [8]. (γ) Ο Χένριχ συζητά πολύ προσεκτικά τις σχέσεις ανάμεσα στους μείζονες στοχαστές της περιόδου και εκθέτει τις “ισοδύναμες θέσεις” τους αποφεύγοντας να προβάλει στη μια την αφετηρία και τους στόχους της άλλης. Ας σημειωθεί η ιδιοφυής σύνοψη της σχέσης μεταξύ των Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ με βάση τη διαφορετική έμφαση στις τρεις λέξεις του σλόγκαν: «να κατανοήσουμε τη δομή του νου» (σ. 161-2) ή ακόμη η συγκριτική αποτίμηση των Φίχτε και Χέγκελ (σ. 364-70, 409). Από την άλλη, με τα σημερινά μας μέτρα –τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν διαμορφωθεί χάρη στην έρευνα των αστερισμών [Konstellationsforschung] του ίδιου του Χένριχ και των μαθητών του και χάρη στις πηγές που είναι πλέον διαθέσιμες– το Μεταξύ Καντ και Χέγκελ μοιάζει κάπως να υποτιμά τη συστηματική αυτοτέλεια στοχαστών που θεωρούνται ελάσσονες, όπως όταν συζητά τη ρομαντική θεωρία της τέχνης (Σλέγκελ, Νοβάλις) στο πλαίσιο της συστηματικής σύλληψης του Φίχτε (σ. 298-303) [9]. Το αγγλικό πρωτότυπο του Μεταξύ Καντ και Χέγκελ είναι κατά βάση το απομαγνητοφωνημένο κείμενο των διαλέξεων του 1973 (βλ. σ. 10, 49). Από τη μια, στο κείμενο αποτυπώνεται η γοητευτική διδασκαλία του Χένριχ. Από την άλλη, αναπόφευκτα, η διατύπωση των σκέψεων στα αγγλικά δεν είναι πάντα η φυσικότερη. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται επιπρόσθετες δυσκολίες για τη μετάφραση ενός ούτως ή άλλως πυκνού και απαιτητικού κειμένου. Η ελληνική μετάφραση αντεπεξήλθε στις δυσκολίες με εντυπωσιακό τρόπο. Το ελληνικό κείμενο είναι ιδιαίτερα φυσικό και ζωντανό, ενώ οι ειδικοί όροι έχουν αποδοθεί στα ελληνικά με μεγάλη ακρίβεια. Ενδεικτικά, διατηρείται πιστά η αρχιτεκτονική μεταφορά του “κλειδόλιθου” [γερμ. Schlussstein, αγγλ. keystone] που είναι κρίσιμη τόσο για τον Καντ όσο και για την ανάλυση του Χένριχ (βλ. σ. 117). Ας σημειωθεί, ακόμη, η κομψή μεταφραστική λύση για την απόδοση του, κατά Φίχτε, αναπόδραστου κύκλου που χαρακτηρίζει κάθε πεπερασμένη διάνοια: «Η ικανότητα της παράστασης υπάρχει χάριν της ικανότητας της παράστασης και χάρη στην ικανότητα της παράστασης» [γερμ. «für das Vorstellungsvermögen und durch das Vorstellungsvermögen», αγγλ. «for the faculty of representation and through the faculty of representation»] (σ. 243). Ίσως κάπως ξενίζει η επιλογή να τηρηθεί η αντιστοιχία με το αγγλικό κείμενο ως προς την απόδοση των όρων του Φίχτε “Ich” και “Nicht-Ich”. Ο Χένριχ τούς αποδίδει στα αγγλικά συνήθως ως “self” και “not-self”, όπως στην αγγλική μετάφραση της Θεωρίας της Επιστήμης στην έκδοση του Καίμπριτζ. Στην ελληνική μετάφραση, οι όροι αποδίδονται αντίστοιχα ως “εαυτός” και “μη-εαυτός” αντί “εγώ” και “μη-εγώ” (βλ. σ. 247-8), ακόμη και στα παραθέματα από τη Θεωρία της Επιστήμης, με αποτέλεσμα ο Φίχτε να μιλά για την «αλληλεπίδραση του εαυτού εντός του εαυτού του με τον εαυτό του» (σ. 287) αντί του απλού γερμανικού «Wechsel des Ich in und mit sich selbst» ή του αγγλικού «interplay of the self, in and with itself». Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 15.5.2020 Τρόπος παραπομπής στη βιβλιοκρισία: ISSN 1791-776X |