![]() |
||
![]()
ΔΙΑΛΟΓΟΣ* Καστοριάδης και δημοκρατία Με αφορμή ένα κείμενο του Β. Μπογιατζή (2010-06) για την έκδοση: Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος: Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία (Αθήνα: Ευρασία 2009). Γράφει ο Γιώργος Οικονόμου (Δρ Φιλοσοφίας)
Στο κείμενό του [1] για το βιβλίο του Γ. Ευαγγελόπουλου, ο Β. Μπογιατζής αναφέρεται σε «δογματικές αναγνώσεις του Καστοριάδη στις οποίες [ο Γ. Ε.] ασκεί αναλυτική κριτική», χωρίς όμως να εξηγεί αφ’ ενός ποιες είναι αυτές οι αναγνώσεις και αφ’ ετέρου γιατί είναι δογματικές, παραπέμποντας απλώς στις σελ. 56-73 του ανωτέρω βιβλίου. Νομίζω ότι αυτή είναι μία βασική παράλειψη. Επειδή αντικείμενο αυτής της «αναλυτικής κριτικής» είναι και δικές μου απόψεις, έχω απαντήσει σε αυτήν ήδη με κείμενό μου, στο οποίο ας μου επιτραπεί να παραπέμψω τον Β. Μπογιατζή – για να μην επαναλαμβάνομαι [2]. Στο παρόν θα επιμείνω στο θέμα της δημοκρατίας και των πολιτικών ζητημάτων που άπτονται της θεωρίας του Κορνήλιου Καστοριάδη, όπως τα θέτει ο Β. Μπογιατζής. Α. Κατ’ αρχάς, ο Β. Μπογιατζής θεωρεί ότι τα κοινοβουλευτικά ή αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά («αντιπροσωπευτική δημοκρατία», «κοινοβουλευτική δημοκρατία»). Όμως δεν έχει καθόλου επιχειρηματολογία, τα θεωρεί δημοκρατίες εξ ορισμού, εκ γενετής, ή επειδή το είπαν κάποιοι. Ούτε επικαλείται κάποια επιχειρήματα ενός άλλου στοχαστή. Αυτό είναι δογματισμός. Αν εξετάσουμε όμως τις απόψεις άλλων που προσφέρουν κάποιες εξηγήσεις, θα διαπιστώσουμε ότι είναι λανθασμένες. Ο Δ. Τσάτσος, λ.χ., χαρακτηρίζει τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δημοκρατίες επειδή έχουν την αρχή της πλειοψηφίας και την εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση [3]. Όμως η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα από τη μια και στην (άμεση) δημοκρατία από την άλλη. Η διαφορά αυτή έγκειται στο ότι στη μεν δημοκρατία είναι κυρίαρχη η πραγματική απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών, στον δε κοινοβουλευτισμό κυρίαρχο είναι κυρίαρχο το πρώτο κόμμα με την εικονική πλειοψηφία των εδρών –χάρη στο εκλογικό σύστημα– και όχι των ψήφων. Δηλαδή, στη μεν δημοκρατία υπάρχει κυριαρχία των πολιτών, στο δε αντιπροσωπευτικό πολίτευμα κυριαρχία των πολιτικών. Συνεπώς, υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ουσίας ανάμεσα στα δύο πολιτεύματα στο θέμα της πλειοψηφίας [4]. Όσον αφορά στο δεύτερο στοιχείο του ορισμού του Δ. Τσάτσου, πρέπει να τονισθεί πως στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα εναλλάσσονται δύο κόμματα στην εξουσία, ενώ στη δημοκρατία εναλλάσσονται όλοι οι πολίτες αυτοπροσώπως. Η διαφορά αυτή είναι διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας. Υπάρχουν άλλωστε αρκετοί που θεωρούν ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά επειδή στηρίζονται στις εκλογές. Όμως οι εκλογές δεν είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, αλλά της ολιγαρχίας και της αριστοκρατίας, σύμφωνα με τους αρχαίους φιλοσόφους (Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και τους νεότερους (Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Και αυτή επίσης είναι μία διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας. Παρατηρείται δηλαδή στους συγχρόνους μια μετάλλαξη στον ορισμό της δημοκρατίας (και συνεπώς της ολιγαρχίας), μια ηθελημένη ή όχι διαστρέβλωση των κριτηρίων διακρίσεως των πολιτευμάτων που είχαν οι αρχαίοι και οι νεότεροι. Ουδείς από αυτούς, από όσο ξέρω, έχει ασκήσει κριτική ή αναίρεση στις απόψεις του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας. Εκτός και αν οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι θεωρούνται εξ ορισμού ξεπερασμένοι επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή τους, ή αν υπονοείται ότι δεν ήξεραν τι έλεγαν· όπως δεν ήξεραν τι έλεγαν ούτε οι αρχαίοι Αθηναίοι, ούτε ο Ηρόδοτος, ο Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας, ούτε ο Περικλής, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης. Διότι αυτό εννοούν εμμέσως με τα γραπτά τους οι σύγχρονοι, όταν ονομάζουν και θεωρούν δημοκρατίες τις σημερινές κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες. Οπότε, σύμφωνα με τη λογική τους, θα πρέπει να καταδικάσουμε συλλήβδην τους αρχαίους και τους νεότερους ως φιλοσοφικώς και πολιτικώς ανώριμους, και να αναγορεύσουμε ως διορθωτές τους τον Μπέρναμ ή τον Ρωλς, τον Μουζέλη ή τον Τσάτσο, την Μουφ ή τον Κον-Μπεντίτ. Η σύγχρονη πολιτική θεωρία, πολιτική φιλοσοφία και συνταγματική θεωρία παρουσιάζουν σε αυτό το σημείο μια μεγάλη έλλειψη, η οποία δεν εξηγείται παρά με την εμμονή στο δόγμα ότι εξ ορισμού τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατίες. Θα πρέπει λοιπόν να τονισθεί ότι τη δημοκρατία επινόησαν και δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες και ήταν οι πρώτοι που στοχάσθηκαν και έγραψαν γι’ αυτήν. Οι νεότεροι από την πλευρά τους επινόησαν και θέσπισαν όχι τη δημοκρατία, αλλά τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καθολική ψηφοφορία και τα κόμματα, το μη κληρονομικό πολίτευμα και την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Οι κατακτήσεις αυτές είναι σημαντικότατες, αλλά το αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν είναι δημοκρατία· είναι φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως σωστά το χαρακτηρίζει ο Καστοριάδης. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα συστήματα. Η (άμεση) δημοκρατία οπωσδήποτε δεν είναι αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, και το τελευταίο δεν είναι σίγουρα δημοκρατία [5]. Β. Η δογματική και λανθασμένη παραδοχή ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατίες οδηγεί τον Β. Μπογιατζή σε παρερμηνείες ορισμένων θέσεων, όπως στο ότι ο Καστοριάδης αποβλέπει στον «εμπλουτισμό της δημοκρατίας» (σ. 73). Η αλήθεια είναι ότι ο συγγραφέας της Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας απορρίπτει το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, δηλαδή την ολιγαρχία, και κατ’ επέκταση αποβλέπει στον «εμπλουτισμό» της ολιγαρχίας. Τι σημαίνει όμως «εμπλουτισμός» στην περίπτωση του Καστοριάδη; Δεν σημαίνει μεταρρυθμίσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς εντός της λογικής του συστήματος, και οι οποίες άλλωστε είναι αδύνατες για τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, εδώ και πολλές δεκαετίες [6]. Σημαίνει τον εμπλουτισμό με θεσμούς δημοκρατικούς και αρχές δημοκρατικές, ιδίως με τη βασική αρχή της πολιτικής ελευθερίας: Όλοι συμμετέχουν εξίσου στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της, όχι θεωρητικώς, αλλά στην πράξη. Αυτό είναι το νόημα της ελευθερίας που έχει κατά νου ο Καστοριάδης, και όχι κάποια αφηρημένη φιλοσοφική έννοια «οικουμενικής ελευθερίας» (σ. 78). Η συμμετοχή και η ισότητα, που προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτή η αρχή, δεν είναι δυνατές μέσω της αντιπροσώπευσης, των κομμάτων και των εκλογών, διότι ακριβώς οι θεσμοί αυτοί τις αποτρέπουν και τις καθιστούν αδύνατες. Η ελευθερία, η ισότητα και η συμμετοχή εξασφαλίζονται από άλλους δημοκρατικούς θεσμούς (συνέλευση των πολιτών, κλήρωση, ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας). Όπως είναι εμφανές, ο «εμπλουτισμός» αυτός έχει περισσότερη σχέση με την ολοσχερή αλλαγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και όχι με τη διατήρησή του, ακόμη και με τη λεγόμενη σοσιαλδημοκρατική μορφή του, ακόμη και με όλες τις (αδύνατες) αυτομεταρρυθμίσεις, σαν αυτές του Κον-Μπεντίτ, που προτείνει ο Β. Μπογιατζής (σ. 73). Σήμερα πλέον, εκτός από τον Καστοριάδη, και αρκετοί άλλοι διαβλέπουν την απροθυμία του αντιπροσωπευτικού συστήματος να αυτομεταρρυθμισθεί, να εξασφαλίσει την ισότητα, τη συμμετοχή, τον έλεγχο της εξουσίας, την πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη· διαπιστώνουν την αδυναμία του να αντεπεξέλθει στις φιλελεύθερες υποσχέσεις του για λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον και την αξιοπρεπή διαβίωση των πολλών. Αψευδής μάρτυς η σημερινή κρίση, η οποία μαστίζει κυρίως τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, ενώ αντιθέτως τα ανώτερα προστατεύονται σκανδαλωδώς από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας. Η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική: Προήλθε αφ’ ενός από την αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να ελέγξει τις οικονομικές εξουσίες και αφ’ ετέρου από τη συνεργασία μαζί τους προς όφελος δικό τους. Η αποτυχία αυτή δεν έγκειται μόνο στην ανικανότητα των κομμάτων (της Δεξιάς, του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς), αλλά είναι γενική πολιτική αποτυχία, είναι αποτυχία του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται έχει εξαντλήσει τα όριά του. Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της φιλελεύθερης ιδεολογίας και του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος είναι η προσπάθειά τους να εγκλωβίσουν τα ζητήματα στα “καυδιανά δίκρανα” των κομμάτων, μετατρέποντας έτσι τα πολιτικά ζητήματα σε κομματικά, εξορίζοντας την ουσιαστική και βαθειά πολιτική συζήτηση και το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: “πώς θα αυτοκυβερνηθούμε;” Γ. Το ερώτημα αυτό οδηγεί σε μία άλλη συζήτηση, που επιβάλλεται να γίνει, διότι ο Β. Μπογιατζής θεωρεί ότι το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το «ποιος με κυβερνά;» (σ. 78). Όμως το ερώτημα αυτό εμπεριέχει αδήλως το γεγονός ότι κάποιος πρέπει πάντα να με κυβερνά, άρα το πολιτικό διακύβευμα είναι να βρω τον καλύτερο για να με κυβερνήσει. Δηλαδή το ερώτημα, όπως τίθεται, επικυρώνει την αντιπροσώπευση και την πολιτική αλλοτρίωση των ανθρώπων. Το βασικό ερώτημα όμως που θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία είναι το τί τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως;, δηλαδή “ποιος ασκεί την εξουσία, ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις και θεσπίζει τους νόμους;”. Είναι ο ένας, οι ολίγοι ή οι πολλοί; Είναι οι πλούσιοι ή ο άποροι; Είναι τα ανώτερα στρώματα ή τα μεσαία και τα κατώτερα ή όλη η κοινωνία; Και τα συναφή με αυτό ερωτήματα: Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς ορίζονται τα πρόσωπα που ασκούν την εκτελεστική, τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία; Υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας, με δικαστικές και ποινικές κυρώσεις; Αναλόγως των απαντήσεων που δίνονται στο βασικό ερώτημα και στα συναφή, τα πολιτεύματα διακρίνονται σε μοναρχικά, ολιγαρχικά, δημοκρατικά, αριστοκρατικά και τυραννικά. Αυτό τουλάχιστον θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία (Πλάτων, Αριστοτέλης) αλλά και η νεωτερική (Σπινόζα, Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Αυτό το βασικό ερώτημα έχει ως συμπληρωματικό του το θεμελιώδες: τίς ἡ ἀρίστη πολιτεία;, το οποίο αφορά και στο τί δεῖ τὸ κύριον εἶναι τῆς πόλεως; (ποιος πρέπει να είναι το κύριον τῆς πόλεως;). Αυτά τα ερωτήματα θέτει με τον τρόπο του και ο Καστοριάδης, και σε αυτά απαντά σαφώς και κατηγορηματικώς, και στα δύο επίπεδα, περιγραφικό και δεοντολογικό: Το κύριον τῆς πόλεως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι οι ολίγοι αντιπρόσωποι των ανωτέρων στρωμάτων και πρέπει να αντικατασταθούν από τους πολλούς. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ολιγαρχία, στη δεύτερη δημοκρατία, την άμεση δημοκρατία. Και εδώ υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στις απόψεις του Καστοριάδη και του πολιτικού φιλελευθερισμού (Ρωλς, Ντουόρκιν). Σε δεύτερη φάση το ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί, κατά τη γνώμη του Καστοριάδη, είναι το “πώς θα αυτοκυβερνηθούμε”· κι εδώ εμπεριέχεται το ερώτημα «πώς να οργανώσουμε και να κυβερνήσουμε την κοινή ζωή;» (σ. 74, 78), πώς, δηλαδή, εμείς οι ίδιοι θα οργανώσουμε την κοινή ζωή μας και όχι κάποιοι αντιπρόσωποι, όχι κάποιοι άλλοι αντί για μας. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται ούτε από τον πολιτικό φιλελευθερισμό του Ρωλς ούτε από κάποια μορφή “σοσιαλδημοκρατίας”. Και εδώ επίσης βρίσκεται μία άλλη τεράστια διαφορά μεταξύ της καστοριαδικής πολιτικής θεωρίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού (Ρωλς). Ο φιλελευθερισμός θέτει τα ερωτήματα με τέτοιο τρόπο που τα συγκαλύπτει, παραγκωνίζοντας ταυτοχρόνως και την ουσιαστική πολιτική συζήτηση. Τεχνηέντως και εμμέσως διολισθαίνει στην υπεράσπιση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, θέτοντας τα παραπλανητικά ερωτήματα: “Ποιος με κυβερνά;” ή “πώς με κυβερνά;”. Παράδειγμα ο Ρωλς, όταν υποστηρίζει ότι με την κρατική και κυβερνητική παρέμβαση για αναδιανομή των εισοδημάτων και του πλούτου δύναται να γίνει αποδοχή «μόνο εκείνων των ανισοτήτων που αποβαίνουν προς το συμφέρον των λιγότερο προνομιούχων» (Ρωλς, Θεωρία της δικαιοσύνης). Κατ’ αρχάς, δεν φαίνεται ο Ρωλς να ενδιαφέρεται για την κατάσταση πριν από τη διανομή (άρα πριν από την ανισότητα), δηλαδή δίνει έμφαση όχι σε κριτήρια της διανομής, αλλά σε κριτήρια δικαιολόγησης της άνισης διανομής. Εδώ βρίσκεται μία σημαντική διαφορά από τον Καστοριάδη, ο οποίος δίνει έμφαση στην κατάσταση πριν από την ανισότητα. Δεύτερον, όσο και αν αναλυθούν θεωρητικώς αυτές οι ανισότητες που “ωφελούν” τα κατώτερα στρώματα, αφ’ ης στιγμής η εφαρμογή τους είναι υπόθεση του κράτους και της κυβέρνησης η αναδιανομή είναι αμφισβητήσιμη, διότι το κράτος δεν είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής, όπως το εννοεί η φιλελεύθερη ιδεολογία. Και εδώ βρίσκεται επίσης μία τεράστια διαφορά από τη δημοκρατική αντίληψη του Καστοριάδη, ο οποίος είναι σαφής στο θέμα αυτό: Το κράτος είναι ένας μηχανισμός ανεξάρτητος από την κοινωνία, δρα χωρίς αυτήν και εναντίον της, άρα δεν είναι δημοκρατικός θεσμός. Η δημοκρατία των πολιτών είναι αντίθετη σε κάθε έννοια κράτους και γραφειοκρατίας [7]. Θα μπορούσαμε συνοπτικώς να δούμε ακόμη μία διαφορά ανάμεσα στον Ρωλς και τον Καστοριάδη. Η ισότητα, λ.χ., στον Ρωλς «νοείται ως ισότιμη, ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση από τον νόμο όλων των πολιτών και ως διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα» [8]. Τα ερωτήματα που εγείρονται εδώ αφορούν στα υπογραμμισμένα από εμένα σημεία του χωρίου. Κατ’ αρχάς το ερώτημα από πού εκπορεύεται ο νόμος, ποιά είναι η πηγή του νόμου; Στον Ρωλς είναι το κράτος, η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ενώ στον Καστοριάδη είναι ο δήμος, όλοι οι πολίτες. Μόνο σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση μπορεί να γίνει λόγος για πολίτες, διότι αυτοί συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων και στη θέσπιση των νόμων, ενώ στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχουν όχι πολίτες, παρά υπήκοοι, ψηφοφόροι, εκτελεστές. Βασική όμως αρχή της δημοκρατίας, όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, είναι: «όχι στην εκτέλεση αποφάσεων χωρίς συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων» [9]. Τέλος, η (άμεση) δημοκρατία δεν εξαντλείται στη φιλελεύθερη «διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα», αλλά εφαρμόζει τα ίσα αποτελέσματα στην πρόσβαση αυτή. Εξασφαλίζει δηλαδή την πολιτική ισότητα σε όλες τις μορφές εξουσίας στην πράξη, με δύο βασικούς θεσμούς: τη συνέλευση των πολιτών με αυτοπρόσωπη συμμετοχή τους (κυβερνητική και νομοθετική εξουσία) και την κλήρωση (δικαστική και εκτελεστική εξουσία). Επομένως, η αντίληψη του Καστοριάδη έχει μεγάλη διαφορά από τη ρωλσιανή φορμαλιστική διατύπωση, στην οποία η ισότητα ουσιαστικώς χάνεται. Είναι λοιπόν ουσιαστικές οι διαφορές της καστοριαδικής δημοκρατικής αντίληψης από τη φιλελεύθερη ολιγαρχική του Ρωλς. Κατά συνέπεια, «κάποιος που προσυπογράφει τον προσανατολισμό εκδοχών του πολιτικού φιλελευθερισμού –ιδίως αυτή του Ρωλς– σε συλλογικούς στόχους» δεν μπορεί να βρίσκεται εγγύς ή εγγύτερα στο πνεύμα του Καστοριάδη, όπως διατείνεται ο Β. Μπογιατζής (σ. 75). Αντίθετα, απέχει παρασάγγας. Το φιλοσοφικό και πολιτικό ερώτημα που, με υπόγειο μεν αλλά δεσπόζοντα τρόπο, διατρέχει τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και τις πολιτικές ή θεωρητικές συζητήσεις αυτού του είδους, είναι το εξής: Θα πρέπει ο άνθρωπος, πάντα ή προς στιγμήν ή κατ’ ελάχιστο, να εναποθέτει τη συνείδησή του στον αντιπρόσωπο ή στο κόμμα; Αλλά τότε, όπως σωστά διερωτάται ο D. H. Thoreau, για ποιον λόγο διαθέτει συνείδηση; Στο ερώτημα αυτό οι υποστηρικτές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος και οι φιλελεύθεροι πάσης φύσεως απαντούν πως ο άνθρωπος διαθέτει συνείδηση για να την εκχωρεί! Ο Καστοριάδης και η δημοκρατική αντίληψη απαντούν ότι η συνείδηση του ανθρώπου δεν πρέπει να εκχωρείται ή να παραχωρείται, διότι τότε ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, γίνεται άλλος, χάνει την ελευθερία του, μετατρέπεται οικειοθελώς σε δούλο. Σημειώσεις: Δημοσιεύθηκε: 10.5.2011 * Τα κείμενα του Διαλόγου δεν υποβάλλονται από τα Κριτικά σε διαδικασία επιστημονικής κρίσης. ISSN 1791-776X |